Η ανακοίνωση της νέας ανθρώπινης απώλειας στις διαμάχες της Ανατολικής Ουκρανίας θύμισε μία βασική πηγή ανησυχίας στις αμερικανορωσικές σχέσεις. Παρά την προσοχή των ΗΠΑ για κάθε παρέμβαση στην Ουκρανία και τις διαψεύσεις της Ρωσίας πως αποτελεί μέρος της διαμάχης στο Ντονμπάς, οι φόβοι αναζωπύρωσης των συγκρούσεων στην περιοχή είναι πραγματικοί.
Το Κίεβο έσπευσε να κατηγορήσει τους φιλορώσους αυτονομιστές πως διεξήγαγαν επιθέσεις, κατά παράβαση της κατάπαυσης του πυρός που είχε συμφωνηθεί στη γραμμή του μετώπου. Η κυβέρνηση της Ουκρανίας νιώθει άμεσα την απειλή από την ύπαρξη δεκάδων χιλιάδων Ρώσων στρατιωτών στα σύνορα της. Μία πιθανή ρωσική εισβολή θα θέσει εν αμφιβόλω το συνολικό καθεστώς Ζελένσκι στην Ουκρανία. Και γι’ αυτό τον λόγο, η στάση του ίδιου του Ουκρανού προέδρου άλλωστε είναι απόλυτα θετική στην ένταξη της χώρας στο ΝΑΤΟ, ως τρόπο άμυνας απέναντι στις επιδιώξεις της Μόσχας. Αυτό βέβαια είναι κάτι που δεν είναι διατεθειμένη να δεχθεί η Ρωσία σε καμία περίπτωση.
Η επικοινωνία του Βλάντιμιρ Πούτιν με τον Τζο Μπάιντεν προϊδέασε για μία τάση συνεννόησης μεταξύ των δύο δυνάμεων. Ο επικεφαλής του Κρεμλίνου εκτιμά πάντα την αναγνώριση του κύρους του από την αμερικανική υπερδύναμη και τις συνομιλίες ως ίσο προς ίσο με τον Αμερικάνο πρόεδρο. Γι’ αυτό άλλωστε και ο Βλάντιμιρ Πούτιν έδειξε να αναγνωρίζει αυτή την επικοινωνία ως σοβαρή, παρά την ουσιαστική απόρριψη των απαιτήσεων του. Να αποσυρθούν δηλαδή οι απειλές για υπέρογκες αμερικανικές οικονομικές κυρώσεις σε σχέση με τη συμπεριφορά της Ρωσίας απέναντι στην Ουκρανία. Ο Πούτιν βέβαια κατέγραψε τις θέσεις του -τα πιθανά αντίποινα- τονίζοντας πως οι πιθανές κυρώσεις θα μπορούσαν να οδηγήσουν ακόμη και στη διακοπή των διμερών σχέσεων μεταξύ των δύο πάλαι ποτέ μονομάχων του Ψυχρού Πολέμου.
Ένα τέτοιο σενάριο βέβαια είναι απευκταίο. Ένα από το πιο ευαίσθητα ζητήματα που δεν μπορούν να συζητηθεί εύκολα είναι το κατά πόσο μία κλιμάκωση των σχέσεων τους, θα οδηγήσει σε αύξηση των αμερικανικών στρατιωτικών δυνάμεων στην περιοχή. Η Ουάσιγκτον απορρίπτει μία τέτοια πιθανότητα, καθώς αυτό το ενδεχόμενο αποτελεί κόκκινη γραμμή για τη Μόσχα.
Ωστόσο, όταν υπάρχει μία πληθώρα χωρών που είναι πρόθυμες να αντιπαρατεθούν με τη Ρωσία, ξεκινώντας από την Πολωνία και συνεχίζοντας μέχρι τα κράτη της Βαλτικής, οι ΗΠΑ μπορούν ουσιαστικά να κλιμακώσουν τη στρατιωτική παρουσία τους, δίχως να φαίνονται οι ίδιοι. Κι αυτό ακριβώς είναι κάτι που θέλει να αποτρέψει η Μόσχα.
Μία βασική ρωσική στόχευση στις επικείμενες συνομιλίες μεταξύ των ΗΠΑ και της Ρωσίας που θα ξεκινήσουν στις 12 Ιανουαρίου, και θα ακολουθηθούν από συνομιλίες στο πλαίσιο του Οργανισμού για την Ασφάλεια και τη Συνεργασία στην Ευρώπη θα αφορούν στις στρατιωτικές δεσμεύσεις που θα αναληφθούν από την ηγέτιδα της Δύσης. Ταυτόχρονα, όμως η φωτιά της σύγκρουσης συνεχίζει να σιγοκαίει στην ανατολική Ουκρανία, ενώ η εκκρεμότητα της κατάστασης της Κριμαίας εμπνέει ακόμα ανησυχία.