Πρώτος σταθμός στο υπερ-εκλογικό έτος του 2024 η Ταϊβάν, εκεί όπου τα στρατηγικά συμφέροντα Ηνωμένων Πολιτειών και Κίνας διακλαδώνονται και ο κίνδυνος στρατιωτικής αντιπαράθεσης αν και ουδείς την επιζητά, δεν μπορεί να αποκλειστεί. Και αυτό γιατί ούτε η Κίνα αποκλείει τη χρήση βίας προς «επανένωση» της αυτοδιοικούμενης νήσου που ποτέ δεν είχε υπό τον έλεγχό της, ούτε και οι Ηνωμένες Πολιτείες αποκλείουν να υπερασπιστούν στρατιωτικά την Ταϊβάν εφόσον δεχθεί επίθεση.
Με φόντο την κάλπη της 13ης Ιανουαρίου το Πεκίνο έχει κλιμακώσει την πολιτική, στρατιωτική και οικονομική πίεση προς την Ταϊπέι, την εκστρατεία προπαγάνδας και παραπληροφόρησης, καθώς και τις τακτικές εκφοβισμού των ψηφοφόρων μίας νήσου 23 εκατομμυρίων κατοίκων που εδώ και οκτώ δεκαετίες το καθεστώς της δεν έχει διευκρινιστεί, αλλά η οικονομία της και το σημείο που καταλαμβάνει στον χάρτη της προσδίδουν τεράστια γεωπολιτική σημασία.
Αντιμέτωποι έρχονται ο νυν αντιπρόεδρος Λάι Τσενγκ-Τε, διάδοχος της απερχόμενης προέδρου Τσάι Ινγκ-Γουεν του Δημοκρατικού Προοδευτικού Κόμματος (DPP), ο Χιου Γιου-Γι του Κουομιτάνγκ και ο Κο Γουεν-Τζε του νεοεισερχόμενου Λαϊκού Κόμματος της Ταϊβάν. Το χειρότερο δυνατό σενάριο για την Κίνα είναι μία νίκη του Δημοκρατικού Προοδευτικού Κόμματος και στις εκλογές για την προεδρία και στις εκλογές για τη Βουλή που διενεργούνται ταυτόχρονα. Είναι, πάντως, και το πιο πιθανό σενάριο, αν και το προβάδισμα που δίνουν οι δημοσκοπήσεις στον Λάι Τσενγκ-Τε δεν είναι μεγάλο.
Το Κουομιτάνγκ, κόμμα του κατεστημένου που τάσσεται υπέρ ορισμένου βαθμού προσέγγισης με την Κίνα, και το αυτοπροβαλλόμενο ως αντισυστημικό Λαϊκό Κόμμα της Ταϊβάν επιχείρησαν να κατέβουν στην κάλπη με κοινό προεδρικό υποψήφιο, χωρίς ωστόσο να συμφωνήσουν στο όνομα. Το Κουομιτάνγκ, το οποίο υπόσχεται κάποιο βαθμό προσέγγισης με το Πεκίνο, διατείνεται ότι η ψήφος για το DPP είναι ψήφος για σύγκρουση, και ίσως ακόμη και πόλεμο, με την Κίνα.
Για τον Λάι Τσενγκ-Τε η επιλογή είναι μεταξύ του δημοκρατικού πολιτεύματος και του αυταρχισμού. Ο ίδιος αναμένεται να κινηθεί στη γραμμή της προκατόχου του Τσάι Ινγκ-Γουεν για την περαιτέρω ενίσχυση της στρατιωτικής συνεργασίας με τις Ηνωμένες Πολιτείες απέναντι στην κινεζική απειλή, δίχως όπως και εκείνη να αναφέρεται ρητώς σε «ανεξαρτησία», υποδεικνύοντας πως η Ταϊβάν είναι ήδη ντε φάκτο ανεξάρτητη ασχέτως αν το αναγνωρίζει ή δεν τον αναγνωρίζει το Πεκίνο. Αμφότεροι Τσάι και Τσαν αποτελούν «κόκκινο πανί» για την Κίνα ή άλλως «εγκληματίες αυτονομιστές». Η επανένωση είναι «αναπόφευκτη» διαμηνύει από την πλευρά του σε κάθε περίσταση και προς όλους τους αποδέκτες ο Κινέζος πρόεδρος Σι Τζινπίνγκ.
Η εικόνα κάθε άλλο παρά παραπέμπει σε προοπτική αποκλιμάκωσης στις σχέσεις Πεκίνου-Ταϊπέι. Κατά τους αναλυτές η Ταϊβάν θα παραμείνει η σοβαρότερη εστία που μπορεί να οδηγήσει σε ανάφλεξη τις σινοαμερικανικές σχέσεις, όμως εκτιμάται ότι ενδεχόμενη εκλογή του Τσαν Ινγκ-Γουεν δεν θα συνοδευτεί με κινήσεις που θα δυναμιτίσουν το περιβάλλον και θα μεταβάλλουν τις ισορροπίες σε τέτοιο βαθμό που θα καταστεί πιθανή μία ένοπλη σύγκρουση που θα μπορούσε να συμπαρασύρει και τις Ηνωμένες Πολιτείες. Ένα τέτοιο σενάριο είναι το τελευταίο που η Ουάσινγκτον επιθυμεί, ούσα ήδη απέναντι σε δύο ανοιχτά μέτωπα σε Ουκρανία και Μέση Ανατολή, αλλά ούτε και η Κίνα δεδομένης της κατάστασης της οικονομίας της, και όχι μόνο.
Η ένταση, που αναμένεται να παραμείνει υψηλή, μπορεί να κινητοποιήσει χώρες όπως η Ιαπωνία και Νότια Κορέα να εμβαθύνουν ακόμη περισσότερο τις σχέσεις τους με τις Ηνωμένες Πολιτείες. Με μεθοδική εδραίωση περιφερειακών συμμαχιών, και αιχμή Ινδία, Ιαπωνία και Νότια Κορέα, κινήθηκε ήδη η κυβέρνηση Μπάιντεν εντός του 2023 για να υψώσει «ανάχωμα» στο καθεστώς Σι. Η αντιμετώπιση μίας ολοένα και πιο επεκτατικής και παρεμβατικής Κίνας αποτελεί διακηρυγμένη προτεραιότητα για τις ΗΠΑ, και έτσι θα παραμείνει είτε σε περίπτωση νίκης των Δημοκρατικών, είτε των Ρεπουμπλικανών, στις προεδρικές εκλογές της 5ης Νοεμβρίου.
Η κινεζική επιθετικότητα σε Ινδο-Ειρηνικό και Νότια Σινική Θάλασσα, καθώς και ο οικονομικός και τεχνολογικός «πόλεμος» με αιχμή τους ημιαγωγούς -όπου η Ταϊβάν κατέχει την παγκόσμια πρωτιά- και η κούρσα υπεροχής στον τομέα της τεχνητής νοημοσύνης, είναι μέτωπα που παραμένουν ορθάνοιχτα εντός του 2024, παρά τον συμφιλιωτικό μήνυμα που εξέπεμψαν οι Τζο Μπάιντεν και Σι Τζινπίνγκ στη συνάντησή του στο Σαν Φρανσκίσκο λίγο πριν την εκπνοή ενός έτους κατά το οποίο οι διμερείς σχέσεις άγγιξαν ιστορικό χαμηλό.
Για την Κίνα η δημοκρατικά αυτοδιοικούμενη νήσος της Ταϊβάν είναι «ιερή» επαρχία της, προορισμένη προς επανένωση ακόμη και με στρατιωτικά μέσα. Σταθερά το Πεκίνο απειλεί με προσφυγή στη βία εάν η Ταϊβάν ανακηρύξει επισήμως την ανεξαρτησία της, ενώ έχει απειλήσει και τις ίδιες τις Ηνωμένες Πολιτείες με πόλεμο εάν ενθαρρύνουν την ανεξαρτησία.
«Μία Κίνα» και στρατηγική ασάφεια
Οι Ηνωμένες Πολιτείες αναγνώρισαν επίσημα την Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας το 1979, διακόπτοντας αντίθετα τους διπλωματικούς δεσμούς και καταργώντας τη διμερή αμυντική συνθήκη με τη Δημοκρατία της Κίνας, όπως είναι το επίσημο όνομα της Ταϊβάν. Ωστόσο, η Ουάσινγκτον διατηρεί ισχυρή ανεπίσημη σχέση με την αυτοδιοικούμενη νήσο και εξοπλίζει το στρατό της προκαλώντας συστηματικά την οργή του Πεκίνου.
Η προσέγγιση των ΗΠΑ διέπεται από την πολιτική της «μίας Κίνας» και αποτυπώνεται σε σειρά εγγράφων, ανάμεσά τους τρία κοινά ανακοινωθέντα ΗΠΑ-Κίνας που εκδόθηκαν το 1972, το 1978 και το 1982, ο νόμος για τις σχέσεις με την Ταϊβάν που ψηφίστηκε από το αμερικανικό Κογκρέσο το 1979, και οι πρόσφατα αποχαρακτηρισμένες «Έξι διαβεβαιώσεις», τις οποίες ο πρόεδρος Ρόναλντ Ρέιγκαν μετέφερε στην Ταϊβάν το 1982.
Τα έγγραφα ορίζουν ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες «αναγνωρίζουν την κινεζική θέση ότι υπάρχει μόνο μία Κίνα και ότι η Ταϊβάν είναι μέρος της Κίνας» και ότι η Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας είναι η «μόνη νόμιμη κυβέρνηση της Κίνας. Ορισμένοι Αμερικανοί αξιωματούχοι έχουν τονίσει ότι η χρήση της λέξης «αναγνωρίζουν» υπονοεί ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν αποδέχονται απαραίτητα την κινεζική θέση. Παράλληλα, απορρίπτουν χρήση βίας οποιασδήποτε μορφής για τη διευθέτηση της διαφοράς.
Οι Ηνωμένες Πολιτείες δεσμεύοναι για την πώληση όπλων Ταϊβάν για σκοπούς αυτοάμυνας και διατηρούν τη δυνατότητα να προσέλθουν προς υπεράσπισή της εφόσον δεχθεί, χωρίς να δεσμεύονται στην πραγματικότητα και ότι θα τον πράξουν. Πρόκειται για τη γνωστή αμερικανική πολιτική της στρατηγικής ασάφειας όσον αφορά την Ταϊβάν, μέσω της οποίας διαδοχικές αμερικανικές κυβερνήσεις έχουν επιχειρήσει επί δεκαετίες να διατηρήσουν μια λεπτή ισορροπία μεταξύ της υποστήριξης της Ταϊβάν και της αποτροπής ενός πολέμου με την Κίνα.
Ο Αμερικανός πρόεδρος, Τζο Μπάιντεν, έχει φαινομενικά απορρίψει την πολιτική αυτή, ανάβοντας «φωτιές» με την Κίνα εξαιτίας δημόσιων δηλώσεών του ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες θα υπερασπιστούν στρατιωτικά την Ταϊβάν σε περίπτωση εισβολής. Λευκός Οίκος, Στέιτ Ντιπάρτμεντ και Πεντάγωνο έσπευδαν κάθε φορά ακολούθως να μετριάσουν τη βαρύτητα των δηλώσεων Μπάιντεν και να αποσαφηνίσουν πως δεν αντικατοπτρίζουν αλλαγή πολιτικής έναντι του Πεκίνου.
Ωστόσο, σε ώρα κρίσης είναι ο πρόεδρος και μόνο που θα αποφασίσει πώς θα αντιδράσει, και σε περίπτωση επανεκλογής του Τζο Μπάιντεν στις κάλπες του 5ης Νοεμβρίου 2024, η απόφαση θα ανήκει στον ίδιο. Αρκετά μέλη του αμερικανικού Κογκρέσου και ορισμένοι εμπειρογνώμονες έχουν χαιρετίσει τη στάση Μπάιντεν υποστηρίζοντας ότι η αυξημένη επιθετικότητα της Κίνας απαιτεί σαφήνεια. Άλλοι πολιτικοί και αναλυτές έχουν διαφωνήσει κάθετα.
Όπως διάσταση έχει υπάρξει κατά καιρούς και στις εκτιμήσεις Αμερικανών στρατηγών και αξιωματούχων για το εάν και πότε θα μπορούσε να εκδηλωθεί μία κινεζική επίθεση κατά της Ταϊβάν, σε σημείο που η όλη φημολογία έχει προκαλέσει την αντίδραση της ηγεσίας του Πενταγώνου, το οποίο διαμηνύει πως στρατηγοί και αξιωματούχοι δεν μπορούν να μιλούν για χρονοδιαγράμματα εισβολής.
Η ρωσική εισβολή στην Ουκρανία τον Φεβρουάριο του 2022 αναζωπύρωσε τη συζήτηση για την Ταϊβάν, με ορισμένους αναλυτές να υποστηρίζουν ότι οι κινήσεις της Μόσχας θα μπορούσαν να ενθαρρύνουν το Πεκίνο να εισβάλει παρομοίως στην Ταϊβάν και άλλους να θεωρούν αντίθετα ότι το Πεκίνο θα μπορούσε να αποθαρρυνθεί, έχοντας δει τις προκλήσεις με τις οποίες ήλθε αντιμέτωπη η Ρωσία. Ανεξαρτήτως, το καθεστώς Σι έχει καταστήσει την προετοιμασία στρατιωτικής επέμβασης στην Ταϊβάν μία από τις κορυφαίες προτεραιότητές του και η Ταϊβάν υπήρξε σημαντικός καταλύτης για τον στρατιωτικό εκσυγχρονισμό της Κίνας.
Η Ταϊβάν δεν έχει τη δυνατότητα να αμυνθεί έναντι μιας κινεζικής επίθεσης χωρίς εξωτερική υποστήριξη. Το «κλειδί» στην αμερικανική πολιτική ήταν να πωλούνται ακριβώς αρκετά όπλα ώστε η Ταϊβάν να μπορεί να αμυνθεί απέναντι σε πιθανή κινεζική επίθεση, αλλά όχι τόσα πολλά που θα αποσταθεροποιούσαν τις σχέσεις μεταξύ Ουάσινγκτον και Πεκίνου. Επί δεκαετίες οι ΗΠΑ βασίστηκαν σε αυτή την πολιτική για να μπορούν να συνδιαλλέγονται με την Κίνα, παραμένοντας παράλληλα ο πιο πιστός σύμμαχος της Ταϊβάν.
Όμως την τελευταία δεκαετία η στρατιωτική ισορροπία στα Στενά της Ταϊβάν έχει γείρει δραματικά υπέρ της Κίνας. Η Ουάσινγκτον επιμένει ότι η πολιτική της δεν έχει αλλάξει, αλλά, με κρίσιμους τρόπους, έχει αλλάξει, καθώς «αθόρυβα» εξοπλίζει περισσότερο την Ταϊβάν, έχοντας πρόσφατα διαθέσει και κρατικά κονδύλια για τη στρατιωτική χρηματοδότηση χώρας που δεν αναγνωρίζει επίσημα και δεν ανήκει στα Ηνωμένα Έθνη.