Ένα ιρανικό δικαστήριο καταδίκασε χθες Τετάρτη σε θάνατο τον ράπερ Τουμάζ Σαλέχι, αν και στη συνέχεια μετέτρεψε την ποινή σε πολυετή κάθειρξη, για τη συμμετοχή του πέρυσι στις μαζικές διαδηλώσεις που ξέσπασαν στη χώρα με αφορμή το θάνατο της νεαρής Κουρδο-ιρανής Μάχσα Αμίνι στα χέρια της αστυνομίας ηθών, μετά τη σύλληψή της επειδή δεν φορούσε σωστά το χιτζάμπ.
Σύμφωνα με το Europa Press, ο 31χρονος ράπερ συνελήφθη το Σεπτέμβριο του 2022 εξαιτίας των στίχων των τραγουδιών του, που σύμφωνα με τις ιρανικές αρχές περιείχαν προσβολές και παρακίνηση σε βία, καθώς και εκκλήσεις για ταραχές στο κύμα διαδηλώσεων που είχε συνταράξει τότε το Ιράν.
Ο Σαλέχι είχε δημοσιεύσει βίντεο με τραγούδια που οι στίχοι τους στήριζαν τις διαμαρτυρίες για το θάνατο της Αμίνι. Μάλιστα, λίγες ημέρες πριν συλληφθεί είχε παραχωρήσει συνέντευξη στο καναδικό κανάλι CBC, κατά την οποία παραδεχόταν ότι η δημοσίευση περιεχομένου τέτοιου είδους ήταν επικίνδυνη, γιατί «μπορεί να προκαλούσε την παρέμβαση των δυνάμεων του καθεστώτος».
Δικαστικές αρχές του Ιράν έχουν ανακοινώσει ότι μέχρι τώρα έχουν εξεταστεί περισσότερες από 20.000 περιπτώσεις διώξεων που ασκήθηκαν σε σχέση με εκείνες τις διαμαρτυρίες, ξεκαθαρίζοντας ότι έχουν διαχωριστεί οι περιπτώσεις των «μετανιωμένων», ενόψει μάλιστα μιας ευρείας διαδικασίας αμνήστευσης στην οποία θα προχωρήσει, όπως ανέφερε, ο ανώτατος θρησκευτικός ηγέτης, Αλί Χαμενεΐ.
⚡🇮🇷FLASH -D’importantes manifestations ont lieu en #Iran depuis bientôt une semaine après la mort de Mahsa #Amini, 22 ans, une jeune femme arrêtée par la police des mœurs. Une révolte contagieuse qui vise la police dans plusieurs villes comme ce jour à Amol dans le nord du pays. pic.twitter.com/8NgGb0sb9s
— Brèves de presse (@Brevesdepresse) September 21, 2022
Σύμφωνα με την επίσημη θέση του ιρανικού καθεστώτος, οι δυνάμεις ασφαλείας δεν φέρουν καμία ευθύνη για το θάνατο της νεαρής γυναίκας, αν και έχουν αναγνωριστεί κάποιες περιπτώσεις υπερβολικής χρήσης βίας κατά τη διάρκεια των διαδηλώσεων που ακολούθησαν, στις οποίες έχασαν τη ζωή τους περίπου 500 άτομα, σύμφωνα με εκτιμήσεις διαφόρων μη κυβερνητικών οργανώσεων.