Δεκαετίες επένδυσης της Ισλαμικής Δημοκρατίας του Ιράν στον λεγόμενο «άξονα» της αντίστασης έχουν εξαϋλωθεί σε ενάμισι χρόνο μετά τη «μαύρη» 7η Οκτωβρίου, με το θεοκρατικό καθεστώς από άλλοτε επικυρίαρχος περιφερειακή δύναμη να βρίσκεται σήμερα απέναντι σε μείζονα στρατηγικής έως και υπαρξιακής φύσης διλήμματα. Η Τεχεράνη αναζητά ερείσματα για να περισώσει κάτι από την επιρροή της στη μετά Άσαντ Συρία, ενώ η σχέση με την Τουρκία περιπλέκεται.
Καθώς ο χάρτης της Μέσης Ανατολής αναδιατάσσεται, το Ιράν του γηραιού Αγιατολάχ Αλί Χαμενεΐ βρίσκεται σε περιδίνηση, με τα πλοκάμια της Χαμάς και της Χεζμπολάχ κομμένα από το Ισραήλ και το καθεστώς του συμμάχου Μπασάρ αλ-Άσαντ να αποτελεί και αυτό παρελθόν μαζί με τις διαδρομές των όπλων στον Λίβανο. Η πτώση Άσαντ υποχρεώνει την Τεχεράνη να επισπεύσει τον επανακαθορισμό της στρατηγικής της και να αποφασίσει πόσο σοφή ή μη θα ήταν η κίνηση να βγάλει «μπροστά» το πυρηνικό πρόγραμμα ως αντίβαρο στον «άξονα της αντίστασης» που χάνει -υπό το φως σαφώς και της επικείμενης επιστροφής του Ντόναλντ Τραμπ στην προεδρία των Ηνωμένων Πολιτειών.
Με περιορισμένες επιλογές και συρρικνωμένα περιθώρια ελιγμών, το Ιράν ερχόταν ούτως ή άλλως και πριν την πτώση Άσαντ ενώπιον της νέας προεδρίας Τραμπ, έχοντας εκπέμψει διά στόματος του προέδρου Μεσούντ Πεζεσκιάν μηνύματα διαλλακτικότητας και την πρόθεση να διαπραγματευτεί μία νέα συμφωνία για το πυρηνικό πρόγραμμα. Τη φθίνουσα περιφερειακή επιρροή, μία οικονομία που έχει πληγεί βαρύτατα από τις αμερικανικές κυρώσεις και το κομμάτι εκείνο της κοινωνίας που ζητά την αλλαγή, πρέπει να προσμετρήσουν για τις αποφάσεις τους οι μουλάδες του Ιράν σε καιρούς αβέβαιους για το καθεστώς τους, μολονότι δεν δείχνει να προβάλλει άμεσος κίνδυνος ανατροπής του.
Στην πτώση Άσαντ, το Ιράν είδε να γκρεμίζεται μετά τη Χεζμπολάχ και ο δεύτερος ισχυρότερος πυλώνας στον δίκτυο τρομοκρατίας που με πολύ κόπο και χρήμα έστησε πάνω στο δόγμα πως η υπεράσπιση του καθεστώτος πρέπει να ξεκινά εκτός των συνόρων του. Τώρα, ωστόσο, στη Συρία έχει φύγει το Ιράν για να έλθει η Άγκυρα, και η Τεχεράνη δείχνει αναγκασμένη να αναζητήσει ισορροπίες με τους -σουνίτες- τζιχαντιστές της Χαγιάτ Ταχρίρ αλ-Σαμ (HTS), αλλά και με την Τουρκία με την οποία μοιράζεται μία ιδιάζουσα σχέση «αγάπης και μίσους» -και τη δεδομένη στιγμή επικρατεί μάλλον το δεύτερο, αν και δημοσίως Πεζεσκιάν και Ερντογάν αντήλλαξαν χειραψία στην Αίγυπτο καλώντας από κοινού για ενότητα στη Συρία.
Το υπουργείο Εξωτερικών στην Τεχεράνη εκδίδει ανακοινώσεις στο πνεύμα ότι ο Ιρανοί ενεπλάκησαν στη Συρία το 2012 κατόπιν αιτήματος Άσαντ για να συνδράμουν κατά του Ισλαμικού Κράτους. «Η παρουσία μας ήταν συμβουλευτική και ποτέ δεν βρεθήκαμε στη Συρία για να υπερασπιστούμε μια συγκεκριμένη ομάδα ή άτομο. Αυτό που ήταν σημαντικό για εμάς ήταν να συμβάλουμε στη διατήρηση της εδαφικής ακεραιότητας και της σταθερότητας της Συρίας», αναφέρει σχετική ανακοίνωση, αλλά είναι προφανές ότι δύσκολα θα πείσει τον αρχηγό της τζιχαντιστικής Χαγιάτ Ταχρίρ αλ Σαμ (HTS) και ντε φάκτο ηγέτη της Συρίας Αχμέντ αλ Σαράα, γνωστό ως Αμπού Μοχάμαντ αλ Τζολάνι -το πολεμικό προσωνύμιο που αφήνει πίσω ως μέρους του «rebranding» των τζιχαντιστών στα μάτια της Δύσης.
Το ιρανικό θεοκρατικό καθεστώς κατηγορεί επίσημα τις Ηνωμένες Πολιτείες και το Ισραήλ για την πτώση του Μπασάρ αλ Άσαντ, αλλά η ενόχληση για την Τουρκία είναι έκδηλη με τον πνευματικό ηγέτη Αγιατολάχ Αλί Χαμενεΐ να δηλώνει -απηχώντας ουσιαστικά όσα είπε και ο ίδιος ο Ντόναλντ Τραμπ αλλά από άλλο σημείο εκκίνησης- ότι γειτονικό κράτος της Συρίας διαδραμάτισε «σαφή ρόλο και εξακολουθεί να το κάνει». Το ιρανικό πρακτορείο ειδήσεων Fars δημοσίευσε μία αφίσα που απεικονίζει τον Αμπού Μοχάμαντ αλ Τζολάνι μαζί με τον Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, τον Μπενιαμίν Νετανιάχου και τον Τζο Μπάιντεν.
Ένα μείγμα συνεργασίας και ανταγωνισμού χαρακτηρίζει ιστορικά τις σχέσεις του σιιτικού Ιράν και της Τουρκίας του σουνιτικού Ισλάμ σε Μέση Ανατολή και Κεντρική Ασία. Ενώ στο Παλαιστινιακό και οι δύο συμφωνούν και επαυξάνουν ότι η Χαμάς δεν είναι τρομοκρατική οργάνωση, στη Συρία το Ιράν στήριξε το καθεστώς Άσαντ, έχοντας ρίξει στη μάχη στη Χεζμπολάχ του Λιβάνου για να το κρατήσει «όρθιο» εν μέσω του εμφυλίου, ενώ η Τουρκία βρέθηκε από την πρώτη στιγμή στην άλλη πλευρά. Και πάλι όμως τους ενώνει στη Συρία η σύγκρουσή τους με τις Ηνωμένες Πολιτείες από διαφορετικό σημείο αφετηρίας, όπως τους ενώνει και η οργή για την ενισχυμένη στρατιωτική παρουσία στη Μέση Ανατολή μετά τα γεγονότα της 7ης Οκτωβρίου 2023.
Ο Πάτρικ Γουίντουρ του Guardian εστιάζει σε ανάλυσή του ακριβώς στη διαφαινόμενη προσπάθεια του Ιράν να περισώσει κάποια επιρροή στη Συρία, παραπέμποντας στη δήλωση του υπουργού Εξωτερικών, Αμπάς Αραγτσί, εντός της εβδομάδας: «Είχαμε εδώ και καιρό καταλήξει στο συμπέρασμα ότι η συνέχιση της διακυβέρνησης στη Συρία θα αντιμετώπιζε μία θεμελιώδη πρόκληση. Οι κυβερνητικοί αξιωματούχοι αναμενόταν να επιδείξουν ευελιξία προς την κατεύθυνση της συμμετοχής της αντιπολίτευσης στην εξουσία, αλλά αυτό δεν συνέβη. Η Τεχεράνη είχε πάντα άμεσες επαφές με την αντιπροσωπεία της συριακής αντιπολίτευσης. Από το 2011, υποδεικνύαμε στη Συρία την ανάγκη να ξεκινήσουν πολιτικές συνομιλίες με τις ομάδες της αντιπολίτευσης που δεν ήταν συνδεδεμένες με την τρομοκρατία».
Ιρανοί αξιωματούχοι, διπλωμάτες και αναλυτές προβάλλουν ταυτόχρονα πως θα είναι εφήμερη η αύρα της νίκης για την Άγκυρα, εκτιμώντας ότι τα συμφέροντά της θα αρχίσουν να αποκλίνουν από εκείνα του καθεστώτος υπό την HTS που δεν θα παραμείνει επί μακρόν υπό τουρκική επιρροή, αλλά και η ίδια η νέα ηγεσία δεν θα παραμείνει ενωμένη. Κατά τη συντηρητική εφημερίδα Javan, «η τρέχουσα περίοδος του μέλιτος στη Συρία θα τελειώσει λόγω της ποικιλομορφίας των ομάδων, του σαλαφισμού, των οικονομικών προβλημάτων, της έλλειψης ασφάλειας και των περίπλοκων παραγόντων».
Ο πρώην πρόεδρος του Ιράν Χασάν Ρουχανί προέβλεψε ένα ζοφερό μέλλον για τη Συρία και την Τουρκία, γράφει ο Γουίντουρ. «Τις τελευταίες εβδομάδες, όλη η στρατιωτική δύναμη της Συρίας καταστράφηκε από το Ισραήλ και δυστυχώς, οι μαχητές και η Τουρκία δεν απάντησαν κατάλληλα στο Ισραήλ. Θα χρειαστούν χρόνια για την ανοικοδόμηση του συριακού στρατού και των συριακών ενόπλων δυνάμεων», αναφέρει.
Ο Μοχσέ Μπαχαρβάντ, πρώην πρεσβευτής του Ιράν στη Βρετανία, δηλώνει επίσης ότι η κυβέρνηση της Δαμασκού μπορεί να βρεθεί υπερβολικά εξαρτημένη από την Τουρκία. «Εάν η κεντρική κυβέρνηση της Συρίας προσπαθήσει να εδραιώσει την εξουσία και την κυριαρχία της μέσω στρατιωτικής παρέμβασης και βοήθειας από ξένες χώρες -συμπεριλαμβανομένης της Τουρκίας- η Συρία ή βασικά τμήματά της θα καταληφθούν από την Τουρκία, ενώ εκείνη θα πέσει σε βάλτο και θα υποστεί βαρύ ανθρώπινο και οικονομικό κόστος» αναφέρει προβλέποντας εντάσεις κυρίως ως προς την αντιμετώπιση του κουρδικού παράγοντα.
Το Στρατηγικό Συμβούλιο Εξωτερικών Σχέσεων του Ιράν αμφισβητεί κατά πόσον η HTS θα παραμείνει σύμμαχος της Τουρκίας για πολύ καιρό: «Παρόλο που η Τουρκία είναι μόνο ένας από τους κύριους κερδισμένους από την πτώση του Μπασάρ αλ Άσαντ από την εξουσία βραχυπρόθεσμα, η Άγκυρα δεν μπορεί ποτέ να φέρει στην εξουσία στη Συρία μια κυβέρνηση ευθυγραμμισμένη με την ίδια. Ακόμα και αν η Ταχρίρ αλ Σαμ επιχειρήσει να σχηματίσει μια σταθερή κυβέρνηση στη Συρία, πράγμα αδύνατο, μεσοπρόθεσμα θα γίνει μια σημαντική απειλή για την Τουρκία, η οποία μοιράζεται σύνορα 830 χιλιομέτρων με τη Συρία».