Με τις δηλώσεις του Ντόναλντ Τραμπ να βρίθουν από αντιφάσεις, ένα από τα μεγάλα ερωτήματα που αναζητούν απάντηση είναι το τι μέλλει γενέσθαι με το Ιράν. Προφανώς, το θεοκρατικό καθεστώς είναι εκείνο που την αναζητά περισσότερο από οποιονδήποτε άλλο και αναγκαστικά τηρεί στάση αναμονής, στηριζόμενο στο μοναδικό ισχυρό διαπραγματευτικό πλεονέκτημα που του έχει απομείνει. Το πυρηνικό πρόγραμμα, εκεί όπου μπορεί να ισχυριστεί ότι διατηρεί ακόμη την πρωτοβουλία των κινήσεων.
«Θα ήταν πραγματικά ωραίο αν αυτό μπορούσε να διευθετηθεί χωρίς να χρειαστεί να προχωρήσουμε σε αυτό το περαιτέρω βήμα», δήλωνε ο Ντόναλντ Τραμπ στις 23 Ιανουαρίου, αναφερόμενος στο πυρηνικό πρόγραμμα της Ισλαμικής Δημοκρατίας του Ιράν. Το «περαιτέρω βήμα» θα ήταν ένα ισραηλινό χτύπημα.
Το περασμένο έτος ήταν οδυνηρό για το Ιράν. Ο πρόεδρός του και προαλειφόμενος διάδοχος του Αγιατολάχ Αλί Χαμενεΐ σκοτώθηκε σε συντριβή ελικοπτέρου. Τα ισραηλινά πλήγματα εξαφάνισαν τις καλύτερες εγκαταστάσεις αεράμυνας και πυραύλων του, και τρεις από τους περιφερειακούς συμμάχους του -η Χεζμπολάχ στον Λίβανο, η Χαμάς στη Γάζα και το καθεστώς του Μπασάρ αλ Άσαντ στη Συρία- αποδυναμώθηκαν έως κατέρρευσαν. Το μόνο ισχυρό χαρτί στα χέρια του είναι το πυρηνικό πρόγραμμα.
Στην πρώτη της θητεία η κυβέρνηση Τραμπ υιοθέτησε σκληρή στάση έναντι του Ιράν: Αποχώρησε, το 2018, από τη συμφωνία για το Κοινό Ολοκληρωμένο Σχέδιο Δράσης (Joint Comprehensive Plan of Action, JCPOA), η οποία διασφαλίζει ότι το πυρηνικό πρόγραμμα του Ιράν θα έχει αποκλειστικά ειρηνικό χαρακτήρα, και προχώρησε στην εκ νέου επιβολή αυστηρών κυρώσεων, με στόχο τον περιορισμό των πυρηνικών φιλοδοξιών του Ιράν και της επιρροής του στην περιοχή. Ωστόσο, η προσέγγιση του Τραμπ δεν απέκλειε μια νέα δέσμευση υπό ορισμένες προϋποθέσεις.
Πρόσφατες αναλύσεις συγκλίνουν στην εκτίμηση ότι η εξωτερική πολιτική του Τραμπ μπορεί να προσανατολίζεται σε μια πιο συγκρατημένη προσέγγιση έναντι της Τεχεράνης και ότι διερευνά διπλωματικές οδούς που θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε διαπραγματεύσεις σχετικά με το πυρηνικό πρόγραμμα. Αυτή η στροφή θα μπορούσε να ανοίξει πόρτες για μια πιθανή συμφωνία και, όπως επισημαίνουν πολιτικοί αναλυτές, μια τέτοια εξέλιξη είναι συμβατή με την επιθυμία του Τραμπ να κλείσει μέτωπα που πυορροούν επί δεκαετίες, και να εστιάσει στην Κίνα και τον Ινδο-Ειρηνικό.
Η ανάθεση στον Στιβ Γουίτκοφ, τον νέο ειδικό απεσταλμένο των ΗΠΑ για τη Μέση Ανατολή, και του φακέλου του Ιράν σηματοδοτεί μια στρατηγική επιλογή της κυβέρνησης Τραμπ. Ο Γουίτκοφ, έχοντας γνώση των δυναμικών και των ισορροπιών της Μέσης Ανατολής, θα μπορούσε να διαδραματίσει κρίσιμο ρόλο στην αναμόρφωση των σχέσεων ΗΠΑ-Ιράν. Οι προηγούμενες εμπειρίες του υποδηλώνουν ότι μπορεί να υποστηρίξει τον διάλογο αντί της αντιπαράθεσης, υπηρετώντας μια πιθανή στροφή της αμερικανικής πολιτικής επί Τραμπ, ελισσόμενος δημιουργικά με στόχο την αποφυγή μίας εμπλοκής.
Όπως μάλιστα παρατηρούσε προσφάτως μιλώντας στο Liberal ο διεθνολόγος Δρ. Αφεντούλης Λαγίδης, ο διορισμός του μετριοπαθή και ρεαλιστή Γουίτκοφ συνδυάζεται με την «εκπαραθύρωση» από τον Τραμπ του διπλωμάτη Μπράιαν Χουκ, που ο ίδιος είχε ορίσει ειδικό απεσταλμένο για το Ιράν κατά την πρώτη θητεία του και ήταν θιασώτης της σκληρής γραμμής και της πολιτικής της μέγιστης πίεσης κατά της Τεχεράνης.
Ο Τραμπ έχει κόψει τις γέφυρες και με άλλα «γεράκια» της πρώτης θητείας του, μεταξύ τους οι Τζον Μπόλτον και Μαικ Πομπέο. Στην περίπτωση Μπόλτον πρωτίστως γιατί στράφηκε εναντίον του μετά το Καπιτώλιο και όχι γιατί ήταν «πολεμοκάπηλος» που συνέβαλε στο να «ανατιναχθεί η Μέση Ανατολή» όπως τον κατηγόρησε όταν του απέσυρε προ ημερών και εν είδει αντιποίνων τη φρουρά που του είχε ανατεθεί. Πάραυτα ο Μπόλτον δεν έκρυβε στο μεγαλύτερο μέρος της καριέρας του ότι οι ΗΠΑ θα έπρεπε να αναλάβουν άμεση στρατιωτική δράση κατά του Ιράν και έχει δεχθεί απειλές όπως και ο πρώην επικεφαλής της CIA και πρώην ΥΠΕΞ του Τραμπ Μάικ Πομπέο.
Εν αναμονή να «ξεδιπλωθεί» η πολιτική του Τραμπ, το Ιράν υιοθετεί από πλευράς του μία πολύπλευρη στρατηγική που αποσκοπεί στην αντιμετώπιση των απειλών, αναζητώντας παράλληλα ευκαιρίες για διαπραγματεύσεις.
Με εξανεμισμένη αποτρεπτική ισχύ και κομμένα σε πολύ μεγάλο βαθμό τα πλοκάμια του «άξονα της αντίστασης», το Ιράν έχει στραφεί σε διπλωματικές προσπάθειες για την ενίσχυση των δεσμών με άλλες παγκόσμιες δυνάμεις, ιδίως τη Ρωσία και την Κίνα. Καλλιεργώντας αυτές τις σχέσεις, το ισλαμικό καθεστώς στοχεύει να εξισορροπήσει την επιρροή των ΗΠΑ, εξασφαλίζοντας παράλληλα οικονομική στήριξη εν μέσω δυτικών κυρώσεων.
Σε αυτό το πλαίσιο έχει λάβει χώρα η διπλωματική «εξόρμηση» της Τεχεράνης τους τελευταίους μήνες, που χαρακτηρίζεται από πολλές επισκέψεις στην περιοχή και σε διεθνές επίπεδο. Από τις πιο σημαντικές ήταν η επίσκεψη του προέδρου Μασούντ Πεζεσκιάν στο Ιράκ στις αρχές Σεπτεμβρίου, στη Σαουδική Αραβία στις αρχές Οκτωβρίου, μετά την εξουδετέρωση Νασράλα, η συμμετοχή στη σύνοδο κορυφής των BRICS στα τέλη Οκτωβρίου, η επίσκεψη στην Αίγυπτο στα μέσα Δεκεμβρίου και η επίσκεψη στην Κίνα την ίδια χρονική περίοδο.
Εν μέσω κλιμάκωσης των επιθέσεων με το Ισραήλ, τον περασμένο Οκτώβριο, ο υπουργός Εξωτερικών, Αμπάς Αραγτσί, δήλωνε ότι οι έμμεσες διαπραγματεύσεις με την Ουάσινγκτον με τη μεσολάβηση του Ομάν έχουν ανασταλεί με την επισήμανση ότι το Ιράν δε θα διεξάγει ανάλογες συνομιλίες «μέχρι να αφήσουμε πίσω την τρέχουσα κρίση, μετά την οποία η Τεχεράνη θα αποφασίσει εάν και πώς θα συνεχίσει [τις διαπραγματεύσεις]». Μεθερμηνευόμενον, μετά την κρίση μπορούν να επαναληφθούν οι διαπραγματεύσεις.
Το Ιράν γνωρίζει ότι ο Τραμπ δε θα αφήσει ανεκμετάλλευτη και θα χρησιμοποιήσει ως μοχλό πίεσης τη δεινή οικονομική κατάσταση της χώρας σε συνδυασμό με τη στρατιωτική της αδυναμία. Οι Ιρανοί πιθανώς να αρνηθούν σε πρώτη διαπραγματευτική φάση να μειώσουν το μέγεθος και να αλλάξουν τον χαρακτήρα του πυρηνικού τους προγράμματος, και εκεί είναι που θα υπεισέλθουν οι απειλές Τραμπ και τα περί αποφυγής ενός ισραηλινού χτυπήματος.
Η ακλόνητη υποστήριξη της κυβέρνησης Τραμπ προς το Ισραήλ έχει περιπλέξει περαιτέρω τους στρατηγικούς υπολογισμούς της Τεχεράνης. Ιδίως όσον αφορά τις επιχειρήσεις των υπηρεσιών πληροφοριών του Ισραήλ που αποσκοπούν στη διακοπή των ιρανικών πυρηνικών δραστηριοτήτων, η Τεχεράνη καταβάλλει προσπάθειες να αυξήσει τις δικές της προσπάθειες στη μάχη των μυστικών υπηρεσιών.
Όμως για τον Ιρανό πρόεδρο, Μασούντ Πεζεσκιάν, είναι παράλληλα ορθάνοιχτο και το εσωτερικό μέτωπο. Παρ' όλο που ορισμένοι εντός της ιρανικής κυβέρνησης βλέπουν «παράθυρο» ευκαιρίας για μία διαπραγματεύσιμη λύση, οι συντηρητικοί παραμένουν βαθιά αντίθετοι σε κάθε διάλογο με τις ΗΠΑ.
Ιρανός αναλυτής, προσκείμενος στους συντηρητικούς, τον οποίο επικαλείται ο ανταποκριτής του Middle East Eye στην Τεχεράνη, απέρριψε την άποψη ότι η επίκληση των οικονομικών προκλήσεων, σε συνδυασμό με τα αντιφατικά μηνύματα από ορισμένους κυβερνητικούς αξιωματούχους, θα μπορούσαν να αποτελούν μέρος μιας τακτικής για τη δημιουργία κλίματος στο εσωτερικό υπέρ της διαπραγμάτευσης -όπως περίπου συνέβη και κατά την προετοιμασία των συνομιλιών του 2013 που κατέληξαν στην JCPOA.
Από την άλλη, πηγή με γνώση των συζητήσεων στο εσωτερικό της ιρανικής κυβέρνησης, φέρεται να αποκάλυψε στον ίδιο ανταποκριτή ότι οι δυνάμεις του θεοκρατικού κατεστημένου άναψαν πρόσφατα το «πράσινο φως» στον πρόεδρο Πεζεσκιάν για να διερευνήσει το ενδεχόμενο συνομιλιών με τις ΗΠΑ.
Μία τέτοια πρωτοβουλία ωστόσο, ανεξαρτήτως από πού προέρχεται, θα προκαλούσε πολύ μεγάλες αντιδράσεις, υπό τις επικρατούσες συνθήκες στο Ιράν. Ήδη συντηρητικοί κύκλοι έχουν οργανώσει διαδηλώσεις και έχουν εκδώσει δημόσιες ανακοινώσεις καταγγέλλοντας τον Πεζεσκιάν και οποιαδήποτε πιθανή συμφωνία με την Ουάσινγκτον. Οι πιέσεις αυτές μπορούν να οδηγήσουν τον ανώτατο πνευματικό ηγέτη Αγιατολάχ Αλί Χαμενεΐ και τους ουλεμάδες γύρω από αυτόν στο να αποσύρουν την έγκρισή τους, αν αυτή έστω και ακούσια υφίσταται. Τα «γεράκια του Ιράν» θα μπορούσαν να αποτελέσουν εμπόδιο σε μία διαπραγμάτευση -έστω και έμμεση με διαμεσολάβηση τρίτων- με τις ΗΠΑ. Μία επιλογή για να μη συμβεί αυτό θα ήταν να παρακαμφθούν τα παραδοσιακά κανάλια και να εμπλακεί η ομάδα του Τραμπ σε διαπραγματεύσεις με άλλες διαδικασίες, πιο διακριτικές.
«Θεωρώ ότι το Ιράν βρίσκεται ενώπιον ενός σημαντικού διλήμματος, και η νέα θητεία Τραμπ πρόκειται να το επιτείνει. Η Τεχεράνη οφείλει να διαλέξει ποια θέση θέλει να έχει στη Μέση Ανατολή» έχει επισημάνει μιλώντας στο Liberal ο Γαβριήλ Χαρίτος, επισκέπτης καθηγητής Διεθνών Σχέσεων στο Πάντειο Πανεπιστήμιο και ερευνητής στο ΕΛΙΑΜΕΠ. Κατα τον κ. Χαρίτο «το 2025 είναι μία χρονιά επιλογών για το Ιράν. Το ερώτημα είναι εάν η σημαντική αυτή χώρα θα διατηρήσει το γνωστό της προφίλ του 'ψύχραιμου σκακιστή' ή θα εκπλήξει δυσάρεστα, πρωτίστως τον εαυτό της»...