Σπασμένο το γυαλί στα κάδρα των Χαμενεΐ και Χομεϊνί στην ιρανική πρεσβεία στη Δαμασκό μετά την πτώση Άσαντ
Ιράν: Τα μοιραία διλήμματα και ο κίνδυνος εκ των έσω
AP Photo/Ghaith Alsayed
AP Photo/Ghaith Alsayed
Σπασμένο το γυαλί στα κάδρα των Χαμενεΐ και Χομεϊνί στην ιρανική πρεσβεία στη Δαμασκό μετά την πτώση Άσαντ
Φάκελος Μέση Ανατολή 2025

Ιράν: Τα μοιραία διλήμματα και ο κίνδυνος εκ των έσω

Το 2025 είναι χρονιά καθοριστικών αποφάσεων για την Ισλαμική Δημοκρατία του Ιράν που οφειλεί να επιλέξει ποια θέση θέλει να έχει στη Μέση Ανατολή. Το ερώτημα είναι αν θα διατηρήσει το παραδοσιακό προφίλ του «ψύχραιμου σκακιστή» -που ήδη διέψευσε με τις πυραυλικές επιθέσεις κατά του Ισραήλ το περασμένο έτος- ή εάν θα εκπλήξει δυσάρεστα, πρωτίστως τον εαυτό της...

Ο μεγαλύτερος αντίπαλος του Ιράν είναι τελικά ο ίδιος του ο εαυτός; Ελήφθη ή δεν ελήφθη από την «τριχοτομημένη» πολιτική, στρατιωτική και θρησκευτική ηγεσία της Τεχεράνης το «μήνυμα» του 2024; Και τι μέλλει γενέσθαι με το πυρηνικό πρόγραμμα;

Ο Γαβριήλ Χαρίτος, επισκέπτης καθηγητής Διεθνών Σχέσεων στο Πάντειο Πανεπιστήμιο, ερευνητής στο ΕΛΙΑΜΕΠ και ανώτερος αναλυτής στο κυπριακό Ινστιτούτο Μελετών Πολιτικής και Δημοκρατίας (ΙΜΠΔ), παραθέτει συνομιλώντας με το Liberal και την Ευαγγελία Μπίφη τα στρατηγικά διλήμματα της Τεχεράνης -που έρχεται να επιτείνει η νέα θητεία Τραμπ-, καθώς και την προσωπική του «ανάγνωση» για τη μόνιμη αντιπαράθεση του Ισραήλ με το Ιράν, αφότου επικράτησε η Ισλαμική Επανάσταση του 1979 έως σήμερα.

Στην έκτη ενότητα του «Φακέλου Μέση Ανατολή 2025» που παρουσιάζει το Liberal, ο κ. Χαρίτος αποτυπώνει την εσωτερική πραγματικότητα ενός καθεστώτος με παράλληλες εξουσίες, που, όπως αναφέρει, φαίνεται σήμερα να διοικείται στην πράξη από τους Φρουρούς της Επανάστασης, και αναδεικνύει τον ρόλο των μειονοτήτων ως μόνιμο εσωτερικό κίνδυνο του Ιράν.

Ακολουθεί το κείμενο της συνέντευξης:

Κύριε Χαρίτο, ειδησεογραφικά μιλώντας, θα μπορούσαμε να πούμε ότι το περασμένο έτος, το Ιράν βρέθηκε στο επίκεντρο της επικαιρότητας τόσο έντονα, όσο περίπου το 1979, όταν επικράτησε η Ισλαμική Επανάσταση, και συγκαταλέγεται ευρέως στους «χαμένους» του 2024. Ποια είναι η δική σας «ανάγνωση» για τη θέση του Ιράν πλέον στην περιοχή;

Με βρίσκει απόλυτα σύμφωνο η αρχική διαπίστωση, υπό την έννοια ότι, τόσο το 1979, όσο και το 2024, αποτέλεσαν δύο χρονιές ανατρεπτικές, τόσο για το ιρανικό πολιτικό σύστημα, όσο και καθαυτή τη θέση του Ιράν στην Μέση Ανατολή και γενικότερα. Μπορεί να μην είδαμε να ανατρέπεται το ιρανικό καθεστώς, αλλά το 2024 κατέδειξε τις αδυναμίες του και είναι πλέον κοινώς παραδεκτό ότι η χρονιά που πέρασε, άφησε πολλές πληγές ανοιχτές, και παράλληλα δημιούργησε πολλά διλήμματα ως προς το ποια πορεία θα ακολουθήσει η Τεχεράνη από τώρα και στο εξής. 

Ως προς το αν συγκαταλέγεται στους «χαμένους», εξαρτάται από ποια οπτική θα δούμε τα πράγματα. Μία χώρα δεν είναι «χαμένη» μόνο όταν εφαρμόζει μία λανθασμένη επιλογή υπό συγκεκριμένες συγκυρίες. Είναι «χαμένη» όταν δεν έχει συνειδητοποιήσει τα λάθη της και δεν έχει σκοπό να αναθεωρήσει την πολιτική της. Έτσι, σε αντίθεση με πολλές εκτιμήσεις που έχουν εκφραστεί για την πορεία του Ιράν κατά την διάρκεια του 2024, εγώ θεωρώ ότι ακόμα είναι αρκετά νωρίς να μπούμε στην διαδικασία να αποτιμήσουμε την θέση του Ιράν στην περιοχή εάν προηγουμένως δεν διαπιστώσουμε «τι έμαθε» και «τι δεν έμαθε» η πολιτική, η στρατιωτική και η θρησκευτική ηγεσία της Τεχεράνης από τους δώδεκα μήνες που πέρασαν. 

Προσέξτε: Η τριχοτόμηση του ιρανικού κατεστημένου σε «πολιτικό», «στρατιωτικό» και «θρησκευτικό» δεν είναι τυχαία. Κατά την άποψή μου, το κυριότερο αποτύπωμα που άφησε το 2024 στο ιρανικό σύστημα διακυβέρνησης είναι ότι η χρονιά που πέρασε κατέστησε ξεκάθαρο όσο ποτέ στο παρελθόν, ότι υπάρχουν πολλές «παράλληλες εξουσίες» στη χώρα (πολιτική, στρατιωτική και θρησκευτική), που μπορεί αφ’ ενός μεν, να μην αμφισβητούν η μία την άλλα, αφ’ ετέρου δε, υπάρχουν μεταξύ τους σημαντικά «στεγανά». Αυτά τα στεγανά φαίνεται ότι, τίνι τρόπω, «εθίγησαν», προκαλώντας -και ίσως άθελά τους- εκατέρωθεν σημαντικά πλήγματα σε εσωτερικό επίπεδο. Αυτά τα πλήγματα αντικατοπτρίστηκαν στην εικόνα της χώρας «προς τα έξω», εκθέτοντάς την. Αν θα μπορούσα να συνοψίσω με μία φράση πώς αποτιμώ την πορεία αυτής της σημαντικής χώρας κατά την διάρκεια του 2024, θα κατέληγα στο συμπέρασμα ότι, τελικά, «ο βασικότερος αντίπαλος του Ιράν, είναι ο ίδιος του ο εαυτός».

Τι εννοείτε ακριβώς; 

Ας αρχίσουμε από ένα ζήτημα που αποτελεί το βασικό σημείο τριβής του Ιράν με την Δύση και την διεθνή κοινότητα στο σύνολό της. Αυτό δεν είναι άλλο από το περίφημο «πυρηνικό πρόγραμμα», που το καθεστώς της Τεχεράνης το έχει αναγάγει σε εθνικό θέμα. Ήδη από τις πρώτες διακηρύξεις της διακυβέρνησης Μπάιντεν, είχε διαφανεί ότι η Ουάσιγκτον έδειχνε αποφασισμένη να «επιλύσει» αυτό το θέμα και να θεσπίσει ένα πλαίσιο διεθνούς εποπτείας, που θα διασφάλιζε ότι το Ιράν δεν θα μετέτρεπε ένα ενεργειακό πρόγραμμα με κοινοφελείς-ειρηνικούς σκοπούς σε ένα πυρηνικό οπλοστάσιο μαζικής καταστροφής, που θα καθιστούσε το Ιράν κυρίαρχο της μοίρας των λαών ολόκληρης της Μέσης Ανατολής - και άρα ικανό να επιβάλει τις μαξιμαλιστικές του επιδιώξεις. 

Το καθεστώς της Τεχεράνης εν τέλει δεν κατάφερε να «φέρει στα μέτρα του» την θετική προαίρεση της διακυβέρνησης Μπάιντεν, είτε επειδή δεν αντιλαμβανόταν ότι θα όφειλε και εκείνο να αναδιαμορφώσει το ιδεολογικό του δόγμα -κυρίως όσον αφορά τον τρόπο με τον οποίον βλέπει τον υπαρκτό σιωνιστικό παράγοντα στην Μέση Ανατολή-, είτε επειδή το Ισραήλ φρόντιζε να υπενθυμίζει στα αμερικανικά κέντρα λήψεως αποφάσεων ότι εκείνο κατέχει τον αποκλειστικό ρόλο του «πιο αξιόπιστου υπερασπιστή των δυτικών συμφερόντων στην περιοχή. Όσο οι μετριοπαθείς απόψεις κύκλων του Στέιτ Ντιπάρτμεντ προωθούσαν μία τάση συνεννόησης με το Ιράν, τόσο περισσότερο το Ισραήλ τόνιζε τον αναντικατάστατο ρόλο του στην περιοχή. Όσο η θητεία Μπάιντεν πλησίαζε στο τέλος της, τόσο αυτή η ιδιότυπη διελκυστίνδα μεταξύ Ισραήλ-ΗΠΑ-Ιράν γινόταν ολοένα και εμφανέστερη, με αποκορύφωμα το 2024.

Με άλλα λόγια, εάν επιλέξουμε την επιφανειακή θεώρηση της πραγματικότητας, εύκολα θα καταλήξουμε στο συμπέρασμα ότι «το Ισραήλ ανήκει στην Δύση - και επομένως οι ΗΠΑ οφείλουν να το προστατέψουν έναντι μίας χώρας εχθρικής προς τη Δύση, όπως είναι το Ιράν». 

Εάν όμως εξετάσουμε την εξέλιξη των σχέσεων Ιράν και Ισραήλ, από τη σύσταση του Ισραήλ το 1948 και μέχρι σήμερα, θα διαπιστώσουμε ότι αυτές οι δύο χώρες ήταν αχώριστοι σύμμαχοι από το 1948 μέχρι και το 1979, χρονιά κατά την οποία επεκράτησε η Ισλαμική Επανάσταση. Κατά την περίοδο 1948-1979, το Ιράν αποτελούσε τον βασικό «κορμό» του λεγόμενου «Δόγματος της Περιφέρειας» με εμπνευστή τον πρώτο πρωθυπουργό του Ισραήλ, Δαυίδ Μπεν-Γκουριόν. Εκείνη την περίοδο, αυτές οι δύο μη-αραβικές χώρες καλούνταν να αντιμετωπίσουν μία εχθρική «αραβική Μέση Ανατολή».

Το Ιράν του Σάχη, τόσο λόγω μεγέθους, όσο και λόγω γεωστρατηγικής θέσης, είχε αναδεχθεί από την Δύση τον ρόλο του «προστάτη» του Ισραήλ - έναν ρόλο , άλλωστε, που είχε αναδεχθεί και η Τουρκία εν μέρει και υπό περισσότερες προϋποθέσεις. Αρκεί να επισημανθεί ότι εκείνη την εποχή, το Ιράν, τηρώντας τα προσχήματα, στην πραγματικότητα «είχε σπάσει» το αραβικό οικονομικό εμπάργκο και το ιρανικό πετρέλαιο κατέληγε στο ισραηλινό λιμάνι του Εϊλάτ στην βόρεια Ερυθρά Θάλασσα. Αρκεί, επίσης, να τονισθεί, ότι επί Σάχη η Μοσάντ διατηρούσε υποσταθμούς σε καίρια σημεία της ιρανικής επικράτειας και είχε καλλιεργηθεί ένα ευρύτατο δίκτυο ανταλλαγής πληροφοριών με τις εξίσου σημαντικές ιρανικές μυστικές υπηρεσίες. 

Όμως, το Ιράν, εκτός από την θέση του στην περιοχή, έπρεπε να διαχειριστεί και το χρόνιο ζήτημα των πολλών μειονοτήτων που διαβιούσαν στο εσωτερικό του. Κούρδοι, Αζέροι και Άραβες είχαν την δική τους, διακριτή εθνική αυτοθεώρηση, και κατά σύμπτωση, διαβιούσαν σε περιοχές σημαντικές σε φυσικούς πόρους για τη χώρα. Η διακυβέρνηση του Σάχη δημιούργησε μία τοπική, σχεδόν «ολιγαρχική» οικονομική ελίτ, που με την πάροδο των δεκαετιών είχε γίνει αντιπαθής στα λαϊκά στρώματα, αλλά και σε μεγάλη μερίδα εθνοτικών μειονοτήτων.

Έτσι, η επικράτηση της Ισλαμικής Επανάστασης, δεν ήταν ένα γεγονός τυχαίο. Ακόμα και εάν δεν συνέβαινε η συγκεκριμένη καθεστωτική μεταβολή, θα εμφανιζόταν μία άλλη ευκαιρία για να ανατραπεί ένα καθεστώς που είχε φτάσει στο σημείο «να μην συνεννοείται» με τον μέσο Ιρανό πολίτη. Και έτσι, ο Αγιατολάχ Χομεϊνί κατέλαβε την εξουσία.

Όμως, το βασικό ερώτημα δεν είναι «γιατί η Ισλαμική Επανάσταση επεκράτησε σε ένα δυτικότροπο αυτοκρατορικό Ιράν». Το ερώτημα είναι «γιατί η Ισλαμική Επανάσταση διατηρήθηκε» και, κυρίως, «γιατί διατηρείται μέχρι σήμερα». Θεωρώ ότι η απάντηση είναι απλή: Το καθεστώς που επιβλήθηκε το 1979 έθεσε ως προτεραιότητα να ενισχύσει τον βασικό συνεκτικό κρίκο που επιτρέπει ένα μίνιμουμ κοινής συμβίωσης πολλών και ποικίλων πληθυσμών που συνθέτουν το κοινωνικό ψηφιδωτό του Ιράν. Και ο συνεκτικός κρίκος είναι το Ισλάμ, η θρησκεία, οι κανόνες θρησκευτικής ηθικής που εξ ορισμού διέπουν την ομαλή κοινωνική συμβίωση.

Θεωρήθηκε μάλιστα, ότι οι συγκεκριμένοι κανόνες είναι οι πλέον «φυσιολογικά προσαρμοσμένοι» στην μέση ιρανική οικογένεια, στον μέσο πολίτη αυτής της χώρας. Η Ισλαμική Επανάσταση διατηρείται μέχρι σήμερα, επειδή έχει βρει τον τρόπο να προσαρμόζεται και εκείνη με τους ρυθμούς της ιρανικής κοινωνίας. Άλλοτε με ελαστική εφαρμογή των διαφόρων «απαγορεύσεων», άλλοτε με «υπενθυμίσεις» της ισλαμικής κοινωνικής ορθότητας, εν τέλει συγκρατείται στην εξουσία, μέσα σε μία κοινωνία που ποτέ δεν στερήθηκε τους κανόνες της ελεύθερης αγοράς και που -εν τέλει- δεν απαγορεύει στους πολίτες της, αν θέλουν, να φύγουν στο εξωτερικό οικειοθελώς, χωρίς να τους αναγκάζει να υπομένουν μία πραγματικότητα που, για οποιονδήποτε λόγο, δεν τους ταιριάζει.

Ωστόσο, η Ισλαμική Επανάσταση, έπεσε από πολύ νωρίς σε μία αντιδυτική επικοινωνιακή παγίδα και αυτοχρωματίστηκε, κυρίως για να δείξει στην τοπική κοινωνία «πόσο πολύ διαφέρει από το καθεστώς του Σάχη». Η νέα ηγεσία της Τεχεράνης, λανθασμένα ξέχασε ότι η δυτική Γαλλία ήταν εκείνη που καλλιέργησε την ηγετική εικόνα του Αγιατολάχ Χομεϊνί, τον οποίον και φιλοξενούσε κατά την εποχή της εξορίας του. Η νέα ηγεσία της Τεχεράνης δεν ήθελε να τονίσει ότι, ουσιαστικά, η ελεύθερη οικονομία διατηρήθηκε και ότι στους εμπορικούς της εταίρους συγκαταλέγονταν χώρες της Δύσης. Η νέα ηγεσία της Τεχεράνης ήταν, ούτως ή άλλως, υποχρεωμένη να συνεργάζεται γεωστρατηγικά και πολιτικά με τις υπόλοιπες φιλοδυτικές μοναρχίες της περιοχής, αφού με εκείνες θα έπρεπε να μοιράζεται τον «κοινό» Περσικό Κόλπο. 

Και ποιες ήταν οι συνέπειες στο τότε και στο τώρα;

Αυτήν την ιδεολογική μονομέρεια, που αποφάσισε η Ισλαμική Επανάσταση να υιοθετήσει για βραχυπρόθεσμης σκοπιμότητας λόγους εσωτερικής κατανάλωσης και εσωτερικής επικράτησης, την εκμεταλλεύθηκε το Ισραήλ. Το 1979, μπορεί το Ισραήλ να «έχασε» έναν ισχυρό περιφερειακό παίκτη στο στρατηγικό οικοδόμημα που λέγεται «Δόγμα της Περιφέρειας». Την ίδια στιγμή όμως, «κέρδισε» τον ρόλο του σημαντικότερου, πιο αξιόπιστου εταίρου που απέκτησαν οι Ηνωμένες Πολιτείες στην περιοχή. Παράλληλα, το Ισραήλ, φρόντισε να «αντικαταστήσει» έως ενός σημείου τον ιρανικό παράγοντα με μία εξίσου σημαντική (σε γεωγραφική θέση και μέγεθος) Τουρκία, μετασχηματίζοντας παράλληλα το «Δόγμα της Περιφέρειας» με όσο το δυνατόν λιγότερες απώλειες.

Με λίγα λόγια: Η απομάκρυνση του Ιράν από την Δύση, χάρισε στο Ισραήλ την «αποκλειστικότητα» του σημαντικότερου φιλοδυτικού και φιλοαμερικανικού παράγοντα σε μία μουσουλμανική και ασταθή Μέση Ανατολή. Κατά την ισραηλινή θεώρηση, η διατήρηση αυτής της «αποκλειστικότητας» αποτελεί και την εγγύηση της ίδιας του της ύπαρξης. Και ως εκ τούτου, μία ενδεχόμενη «βελτίωση» των σχέσεων Ιράν-ΗΠΑ θέτει αυτομάτως σε κίνδυνο κατ' αρχήν την στρατηγική του «αποκλειστικότητα» και κατ' επέκταση, την ίδια του την ύπαρξη εάν «όλα πάνε στραβά» κάποτε στο μέλλον.

Θα μπορούσα να πω σχηματικά ότι, ενώ από το 1948 έως και τον Φεβρουάριο του 1979, το Ιράν ήταν «ο κορμός» του περιφερειακού συστήματος προάσπισης των συμφερόντων της Δύσης στην Μέση Ανατολή, από το 1979 και εντεύθεν, τον ρόλο αυτό -και παρά το μικρό του μέγεθος και την μειονεκτικότερη γεωγραφική του θέση- ανέλαβε εκ των πραγμάτων το Ισραήλ. Ή τουλάχιστον, έτσι διαμορφώθηκε η δική του αυτοθεώρηση, φροντίζοντας μάλιστα να την καλλιεργεί στο πολιτικό σύστημα των Ηνωμένων Πολιτειών, αξιοποιώντας τα πολλά ευήκοα ώτα που βρίσκονταν σε εκάστοτε θέσεις-κλειδιά.

Δεδομένων των ανωτέρω, οι κατά καιρούς απειλές Ιρανών πολιτικών ηγετών, με προεξάρχοντα τον Ιρανό πρώην πρόεδρο Μαχμούτ Αχμεντινατζάντ -ο οποίος απείλησε ενώπιον της Γενικής Συνέλευσης του ΟΗΕ ότι η χώρα του θα πραγματοποιήσει πυρηνική επίθεση κατά του Ισραήλ-, στην πραγματικότητα αποτέλεσε ένα ακόμα ηχηρό αίτημα του Ιράν προς τις ΗΠΑ να μην το περιθωριοποιούν άλλο. Αντιστοίχως, όταν Ισραηλινοί πολιτικοί ηγέτες, με προεξάρχοντα τον νυν πρωθυπουργό Βενιαμίν Νετανιάχου -ο οποίος προειδοποίησε επανειλημμένως την Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ ότι το Ιράν κτίζει πυρηνικό οπλοστάσιο με στόχο να πλήξει τη χώρα του- στην πραγματικότητα αποτελεί ένα ηχηρό αίτημα του Ισραήλ προς τις ΗΠΑ να μην αμφισβητήσουν ποτέ την «αποκλειστικότητα» του Ισραήλ να προασπίζει τα δυτικά συμφέροντα στη Μέση Ανατολή, έναντι, φυσικά, απτών ανταλλαγμάτων κυριαρχίας και στρατιωτικής υπεροχής. 

Αυτή είναι η δική μου ανάγνωση της μόνιμης αντιπαράθεσης Ισραήλ-Ιράν από το 1979 μέχρι σήμερα. Τέλος, νομίζω πως αξίζει να αναρωτηθούμε, ποια θα ήταν η εξέλιξη των πραγμάτων εάν τελικά η Ισλαμική Επανάσταση του 1979 αποφάσιζε να μην υπερβάλει στην αντιδυτική της ρητορική και εάν θα επικεντρωνόταν περισσότερο στα του οίκου της, χωρίς να προβαίνει σε δραστικές αλλαγές στις σχέσεις της με τις ΗΠΑ και κατ’ επέκταση με το Ισραήλ. Εκτιμώ ότι πολλά δεν γνωρίζουμε ακόμη από την κρίσιμη περίοδο, που προηγήθηκε της απελευθέρωσης των Αμερικανικών διπλωματών που βρίσκονταν αιχμάλωτοι στην πρεσβεία των ΗΠΑ στην Τεχεράνη. Δυστυχώς, ο πρόεδρος Τζίμι Κάρτερ άφησε πριν λίγες μέρες τον μάταιο τούτο κόσμο, παίρνοντας μαζί του πολλές πληροφορίες, που θα μπορούσαν να επιλύσουν πολλές απορίες. Εκτός εάν κάποιες αναμνήσεις του, ίσως να έχουν κάπου καταγραφεί. Αν είχα την ευκαιρία θα τον ρωτούσα εάν, τελικά, το Ιράν μετετράπη σε μία αντιδυτική χώρα από δική του επιλογή ή από «επικοινωνιακό ατύχημα». Εάν συνέβη το δεύτερο, τότε, ναι, ο χειρότερος αντίπαλος του Ιράν, είναι ο ίδιος του ο εαυτός, όπως σας απάντησα προηγουμένως. 

Συνεπώς, διακρίνετε ότι το 2024 αναβίωσε τις συγκυρίες του 1979 ως προς την διαμόρφωση της τριγωνικής σχέσης Ισραήλ-ΗΠΑ-Ιράν;

Το 2024 ήταν η τελευταία χρονιά μίας αμερικανικής διακυβέρνησης που, αρχικά, είχε θέσει σε υψηλή προτεραιότητα την προσπάθειά της να «κόψει» τον γόρδιο δεσμό της αντιπαλότητας Ισραήλ-Ιράν. Δεν τα κατάφερε, γιατί τόσο το Ισραήλ, όσο και το Ιράν έθεταν ενώπιον των Αμερικανών ερωτήματα «αποκλειστικότητας» και «προτεραιότητας» αντίστοιχα. Φαίνεται πως δεν βρέθηκαν οι κατάλληλοι άνθρωποι στις κατάλληλες θέσεις, κυρίως σε θέσεις-κλειδιά της αμερικανικής πλευράς. Πιθανώς, οι εγγυήσεις που η Ουάσιγκτον είχε αρχίσει να προτείνει ενείχαν σημαντικά κενά.

Η πιθανότητα να επέλθουν νέες ισορροπίες ανάμεσα στο Ισραήλ και το Ιράν, θεωρώ ότι εξαφανίστηκε όταν ο πόλεμος στην Ουκρανία έλαβε ψυχροπολεμικές διαστάσεις. Η ουκρανική κρίση επήλθε σε μία πολύ ευαίσθητη στιγμή των διαπραγματεύσεων για τον έλεγχο του ιρανικού πυρηνικού προγράμματος, με την Τεχεράνη να αισθάνεται πως βρίσκεται με την πλάτη στον τοίχο. Δεν είχε άλλη επιλογή από τα να συνδεθεί στο άρμα της Μόσχας. Ύστερα υπεγράφη η αμυντική συμφωνία Ρωσίας-Ιράν, με το δεύτερο να ενισχύει με drone το ρωσικό οπλοστάσιο. Και πάλι, το Ιράν θα μπορούσε να ισχυριστεί ότι τα drone που ενίσχυσαν τους Ρώσους στην Ουκρανία είχαν κατασκευαστεί σε ένα από τα εργοστάσια παρασκευής που συνέστησε σε γειτονικά του κράτη στην Κεντρική Ασία. Δεν θέλησε να προβάλει ένα τέτοιο επιχείρημα, προφανώς για να διαφυλάξει την προβολή ισχύος του στην περιοχή. Και τα υπόλοιπα που ακολούθησαν, είναι γνωστά. Οι παρασκηνιακές συνεννοήσεις Ιράν-ΗΠΑ διεκόπησαν με αποτέλεσμα το Ισραήλ να διατηρήσει την δική του «αποκλειστικότητα», όπως σας την έχω ήδη περιγράψει. Όλα συνδέονται και όλα εξηγούνται.

Ας σταθούμε λίγο περισσότερο στην εσωτερική πραγματικότητα του Ιράν. Τον Ιμπραήμ Ραΐσί διαδέχθηκε ο μετριοπαθέστερος, όπως τουλάχιστον λέγεται, Μασούντ Πεζεσκιάν. Πώς εκτιμάτε αυτήν την αλλαγή προσώπων στην προεδρία;

Όταν τον Μάιο του '24 πληροφορήθηκα για την πτώση του ελικοπτέρου, στο οποίο επέβαινε ο πρόεδρος Ραϊσί και ο ικανότατος υπουργός Εξωτερικών, Χοσεΐν-Αμίρ Αμπντολαχιάν, ένα μήνα σχεδόν μετά την -πρώτη στην Ιστορία- ιρανική πυραυλική επίθεση κατά του Ισραήλ, που έγινε στα μέσα Απριλίου του ’24, για να είμαι απόλυτα ειλικρινής, θεώρησα ότι πίσω από αυτό το «ατύχημα» κρύβονταν οι ισραηλινές μυστικές υπηρεσίες. Τα πρώτα εικοσιτετράωρα μετά την είδηση, ήμουν σχεδόν βέβαιος ότι όλη η Μέση Ανατολή θα έπαιρνε φωτιά.

Τελικά, ξαφνιάστηκα, όχι τόσο από την άμεση αντίδραση του Ισραήλ, που έσπευσε να δηλώσει ότι δεν έχει καμία ανάμιξη στο συμβάν. Ξαφνιάστηκα από την επιμονή του ίδιου του καθεστώτος της Τεχεράνης να μην εμπλέξει το Ισραήλ στην όλη υπόθεση. Μάλιστα, ήταν χαρακτηριστικό ότι βουλευτής της Ιρανικής Εθνοσυνέλευσης, που εκπροσωπεί την επαρχία όπου κατέπεσε το μοιραίο ελικόπτερο, κατέθεσε επερώτηση ζητώντας από την πολιτική ηγεσία να διερευνήσει εάν πράγματι «δεν εμπλέκεται ξένη χώρα». Και πάλι, η πολιτική ηγεσία της Τεχεράνης απέδωσε το γεγονός σε μηχανική βλάβη. Ήταν μία έκπληξη για μένα ο τρόπος με τον οποίον το πολιτικό σύστημα του Ιράν διαχειρίστηκε αυτήν την εξέλιξη.

Ένας κακοπροαίρετος παρατηρητής θα μπορούσε να οδηγηθεί στο (ακραίο ίσως) συμπέρασμα ότι το επιτυχημένο δίδυμο Ραϊσί-Αμπντολαχιάν, κάποιους ενόχλησε εντός του Ιράν. Ο Ραϊσί ήταν ένας ξεχωριστός πρόεδρος, ο οποίος παρότι θεσμικά θα μπορούσε να περιοριστεί στις εσωτερικές υποθέσεις της χώρας του, έδειξε ιδιαίτερη κινητικότητα ως προς την βελτίωση της εικόνας του Ιράν σε περιφερειακό επίπεδο, με ικανότατο βοηθό του τον υπουργό Εξωτερικών, ο οποίος, επί των ημερών του, κατάφερε να αντιστρέψει το κλίμα στις κομβικές σχέσεις του Ιράν με τη Σαουδική Αραβία και τον σουνιτικό κόσμο εν γένει. Και έτσι, χωρίς να εκφραστεί καμία απολύτως αιχμή κατά «ξένης χώρας», το καθεστώς θρήνησε με κάθε επισημότητα τον αδόκητο θάνατο αμφοτέρων και προχώρησε στη διενέργεια προεδρικών εκλογών. Η διαχείριση της συγκεκριμένης υπόθεσης ήταν πραγματικά εντυπωσιακή. 

Οφείλω να επισημάνω ότι η επιλογή των υποψηφίων για το προεδρικό αξίωμα δεν γίνεται με πρωτοβουλία της λαϊκής βάσης. Οι υποψήφιοι επιλέγονται ουσιαστικά από το περιβάλλον του Ηγέτη της Επανάστασης, δηλαδή με πρωτοβουλία της «θρησκευτικής ηγεσίας». Επιπροσθέτως, και όπως έχει διαμορφωθεί από τις παρούσες συγκυρίες, η «στρατιωτική ηγεσία» των Φρουρών της Επανάστασης βρίσκεται πολύ κοντά στα κέντρα λήψεως αποφάσεων που πρόσκεινται στον Ηγέτη της Επανάστασης, Αγιατολλάχ Αλί Χαμενεΐ. Οπότε, το γεγονός ότι ο «μετριοπαθής» Μασούντ Πεζεσκιάν επελέγη να καταστεί υποψήφιος για το προεδρικό αξίωμα, ήταν μία σαφής επιλογή του βαθέως κράτους και όχι μία ένδειξη «ανανέωσης του συστήματος», σύμφωνα με την εντύπωση που άρχισε να καλλιεργείται στη Δύση - και κυρίως στα ΜΜΕ που ελέγχονταν εκείνη την περίοδο από την διακυβέρνηση Μπάιντεν.

Η εκλογή Πεζεσκιάν προκάλεσε στο εξωτερικό σχόλια «ελπίδας» περί μείωσης της επικράτησης των θεοκρατικών τάσεων ή ακόμα και κατάργησης της μαντίλας. Ποτέ δεν πίστεψα στην βασιμότητα αυτών των αναλύσεων. Αντιθέτως, η δική μου εκτίμηση είναι ότι η εκλογή Πεζεσκιάν θα έδινε την -τελευταία ίσως- ευκαιρία στο Ιράν να βρει κοινά σημεία συνεννόησης με την διακυβέρνηση Μπάιντεν, προκειμένου να διευθετηθεί το ανοιχτό θέμα του πλαισίου διεθνούς ελέγχου του ιρανικού πυρηνικού προγράμματος. Αυτό τουλάχιστον, έδειξε και η επιλογή του έμπειρου διπλωμάτη καριέρας, Αμπάς Αραγτσί, για το αξίωμα του υπουργού Εξωτερικών.

Ο κρίσιμος χρόνος όμως, πέρασε, και με την αντιπαράθεση Ισραήλ-Χεζμπολάχ να οξύνεται, ο Πεζεσκιάν απέδειξε ότι δεν είναι σε θέση να επηρεάσει όσο ίσως θα ήθελε (ή, έστω, θα του επιτρεπόταν) τις αποφάσεις της κυρίαρχης «θρησκευτικής ηγεσίας» του περιβάλλοντος του Ηγέτη της Επανάστασης, Αλί Χαμενεΐ, ο οποίος με τη σειρά του επηρεάζεται σε μεγάλο βαθμό από τη «στρατιωτική ηγεσία» των Φρουρών της Επανάστασης. Στην πραγματικότητα, το Ιράν σήμερα διοικείται από τους Φρουρούς της Επανάστασης και αυτό νομίζω ότι φάνηκε ξεκάθαρα από την μοιραία -κατά την άποψή μου- επιλογή τους να εξαπολύσουν δύο ευθείες πυραυλικές επιθέσεις κατά του Ισραήλ.

Ποιο ήταν το τίμημα των δύο γύρων πυραυλικών επιθέσεων; Και ήταν αναπόφευκτες;

Κατ' αρχήν, προσωπικά θα μου φαινόταν λογικότερο το Ιράν να εξαπολύσει επίθεση κατά του Ισραήλ εφόσον θα το καθιστούσε υπεύθυνο για την πτώση του ελικοπτέρου, που στοίχισε τη ζωή του προέδρου Ραϊσί και του υπουργού Εξωτερικών Αμπντολαχιάν, και όχι εξ αιτίας της ισραηλινής αεροπορικής επιδρομής κατά του ιρανικού προξενείου στην Δαμασκό, που προηγήθηκε χρονικά. Θεωρώ ότι με αυτήν του την απόφαση, το Ιράν διέψευσε το παραδοσιακό προφίλ του «ψύχραιμου σκακιστή», που χαρακτηρίζει γενικά την φυσιογνωμία της περιφερειακής του πολιτικής. Θεωρώ ότι ήταν μία λανθασμένη κίνηση, η οποία, μάλλον, υποκινήθηκε από τη «στρατιωτική ηγεσία» των Φρουρών της Επανάστασης, που αισθάνθηκαν ότι οι Ισραηλινοί είχαν πλέον ξεπεράσει τις «κόκκινες γραμμές» που τους είχαν ορίσει οι Ρώσοι στη Συρία - και έτσι, θεώρησαν ότι, εκτός από το Ισραήλ, έστελναν μηνύματα και στη Ρωσία. 

Όσο για την δεύτερη πυραυλική επίθεση του Ιράν κατά του Ισραήλ, ήταν μία κίνηση που έθεσε τέλος στο δόγμα που εφάρμοζε το Ιράν από τότε που σχημάτισε τον λεγόμενο «Άξονα της Αντίστασης». Η Χεζμπολάχ, που δρα στον Λίβανο, στη Συρία και στο Ιράκ, ως επίσης και οι Χούθι στην Υεμένη, αλλά και παλαιότερα, το Σουδάν, κατά την ιρανική θεώρηση έχουν τον εξής ρόλο: Να αποτελούν τον «μαγνήτη» των αντιπάλων του Ιράν στην περιοχή, απομακρύνοντας τυχόν στρατιωτικές αναμετρήσεις πέραν του ιρανικού εδάφους. Οι «περιφερειακοί σύμμαχοι» του Ιράν, με αυτόν τον τρόπο «προστατεύουν» το Ιράν.

Στην περίπτωση της δεύτερης πυραυλικής επίθεσης κατά του Ισραήλ, το Ιράν αποφάσισε να «μπει οικειοθελώς» στο κάδρο των πολεμικών επιχειρήσεων. Ήθελε να αποδείξει στην Χεζμπολάχ, και κατ’ επέκταση στην Χαμάς και στους Χούθι, ότι το Ιράν είναι σε θέση να συνεχίσει να τους προστατεύει. Ήθελε να διατηρήσει την «προβολή ισχύος» του, λες και εάν δεν το έπραττε, οι παράγοντες του «Άξονα της Αντίστασης» θα λιποτακτούσαν ή θα άλλαζαν στρατόπεδο. Και η δεύτερη αυτή επίθεση, αποτιμάται ως λανθασμένη και ασυνήθιστα ριψοκίνδυνη. Τα αποτελέσματα είναι, νομίζω ξεκάθαρα: Η απώλεια του Χασάν Νασράλα, η καταστροφή της ιρανικής αεράμυνας στη Συρία, η τρωτή θέση που βρέθηκε το Ιράν, με το Ισραήλ τελικά να μην διστάζει να ανταπαντήσει -έστω χορογραφημένα.

Το Ιράν ξέχασε ότι η προβολή ισχύος που είχε κτίσει βασιζόταν εν πολλοίς στην δική του ψυχραιμία και αυτοσυγκράτηση, αλλά και στην αξιοποίηση των περιφερειακών του συμμάχων. Θεωρώ ότι την ευθύνη φέρει η «στρατιωτική ηγεσία» των Φρουρών της Επανάστασης, που έχασε την ψυχραιμία της και ουσιαστικά αποκάλυψε την Αχίλλειό της Πτέρνα -γεγονός που οδήγησε τελικά και στην άρον-άρον απόσυρσή του Ιράν από την Συρία, μόλις κατέρρευσε το καθεστώς Άσαντ. 

Δεδομένων των ανωτέρω, πιστεύω ότι οι δύο πυραυλικές επιθέσεις του Ιράν θα μπορούσαν να είχαν αποφευχθεί. 

Ποιες είναι οι μεγάλες προκλήσεις για την Τεχεράνη μέσα στο 2025;

Θεωρώ ότι το Ιράν βρίσκεται σε ένα σημαντικό δίλημμα, και η νέα θητεία Τραμπ πρόκειται να το επιτείνει. Η Τεχεράνη οφείλει να διαλέξει ποια θέση θέλει να έχει στην Μέση Ανατολή. Μετά από τις απώλειες του 2024, θα εκπλαγώ εάν δεν επικρατεί προβληματισμός στα κέντρα λήψεως αποφάσεων στο Ιράν.

Η φυσιογνωμία της Ισλαμικής Επανάστασης έχει καθοριστεί από τα συνταγματικά κείμενα της χώρας, που ορίζουν το Ιράν ως την «Μητέρα-Πατρίδα» του σιιτικού Ισλάμ, αναθέτοντας στην εκάστοτε ηγεσία τον ρόλο του «προστάτη» των Σιιτών της περιοχής.

Πρόκειται για μία θεώρηση, επί της οποίας έχει δομηθεί ένα ολόκληρο ιδεολογικό οικοδόμημα. Το Ιράν είτε θα συνεχίσει να το υπηρετεί, αντιμετωπίζοντας τις όποιες συνέπειες, είτε θα το αναθεωρήσει.

Την λύση ενδέχεται να δώσει η ίδια η φύση, καθότι ο Ηγέτης της Επανάστασης Αλί Χαμενεΐ, είναι προχωρημένης ηλικίας και η υγεία του είναι εξαιρετικά βεβαρυμένη. Εάν η λύση δεν προέλθει από τη φύση, τότε δεν αποκλείεται να επέλθει «εκ των έσω». 

Ποιος είναι ο εσωτερικός κίνδυνος;

Κοιτάξτε, έχουν γίνει πάμπολλες απόπειρες -κυρίως από ξένα κέντρα- να προκληθούν εσωτερικές αναταραχές με αφορμή την προάσπιση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, τα δικαιώματα των γυναικών, την υποχρεωτική μαντίλα. Όλες απέτυχαν.

Ο μόνιμος κίνδυνος του Ιράν είναι οι μειονότητες. Δεν είναι τυχαίο ότι, ακόμα και κατά την περίοδο της πανδημίας του κορωνοϊού, το υπουργείο Πληροφοριών δεν άλλαξε ούτε κατά το ελάχιστο τις ασκήσεις ετοιμότητάς του στις ευαίσθητες περιοχές των μειονοτικών Αζέρων και Κούρδων στο βορειοδυτικό Ιράν, στις περιοχές του Χοζεστάν στα νοτιοδυτικά της χώρας ή στο Βελουχιστάν στα σύνορα με το Πακιστάν. Ο πραγματικός πονοκέφαλος του Ιράν είναι αυτές οι περιοχές.

Η Δύση το γνωρίζει αυτό. Απλώς, δεν έχει ακόμα αποφασίσει να ενεργοποιήσει τους διαύλους της. Το ερώτημα είναι εάν θα το αποφασίσει και εάν, εν τέλει, ευνοεί τα δυτικά συμφέροντα, μετά από μία ενδεχόμενη διάλυση ενός «ακραίου Ιράν», να προκύψουν τέσσερις ή πέντε νέες οντότητες που θα πρέπει και εκείνες να καθορίσουν την θέση τους στην περιοχή. Το 2025 είναι μία χρονιά επιλογών για το Ιράν. Το ερώτημα είναι εάν η σημαντική αυτή χώρα θα διατηρήσει το γνωστό της προφίλ του «ψύχραιμου σκακιστή» ή θα εκπλήξει δυσάρεστα, πρωτίστως τον εαυτό της.  

* Η επόμενη συνέντευξη του κ. Χαρίτου με επίκεντρο τη Συρία θα βρίσκεται στον «αέρα» του Liberal στις 8 Ιανουαρίου.