Το κλείσιμο ή πώληση εννέα ραδιοφωνικών σταθμών της και την κατάργηση 1.300 θέσεων εργασίας ανακοίνωσε χθες Τετάρτη η BCE, η μεγαλύτερη επιχείρηση επικοινωνιών στον Καναδά, στο πλαίσιο ευρείας αναδιοργάνωσής της, λόγω κυρίως της συρρίκνωσης της ακροαματικότητας.
Σε ανοικτή επιστολή του προς τους εργαζόμενους, ο πρόεδρος και διευθύνων σύμβουλος της Bell Μίρκο Μπίμπιτς, αποκάλυψε ότι η εταιρεία υπέστη ετήσια ζημία 40 εκατομμυρίων καναδικών δολαρίων (27,7 εκατ. ευρώ) στον τομέα της ενημέρωσης και ότι η ζημία «συνεχίζει να αυξάνεται κάθε χρόνο παρά την ηγετική μας θέση» στον τομέα.
Η κερδοφορία των ραδιοφωνικών σταθμών του ομίλου υποδιπλασιάστηκε από την εκδήλωση της πανδημίας του νέου κορονοϊού. Η Bell Canada προβλέπει ετήσια ζημία 250 εκατομμυρίων καναδικών δολαρίων στον τομέα των υπηρεσιών της παραδοσιακής τηλεφωνίας.
Τα έσοδα των μέσων, σύμφωνα με στελέχη της BCE, «μεταναστεύουν σε ξένες ψηφιακές πλατφόρμες», όπως η Google και η Meta (Facebook, Instagram), ενώ ο αριθμός των συνδρομητών και των ακροατών βρίσκεται σε «μόνιμη πτώση» καθώς πλέον το κοινό στρέφεται στις πλατφόρμες streaming.
Η εταιρεία επικαλείται επίσης τη «μείωση των προϋπολογισμών των διαφημιζομένων» και «το δύσκολο ρυθμιστικό περιβάλλον, που προσαρμόζεται πολύ αργά» στις αλλαγές στον κλάδο των ΜΜΕ.
«Για να επιτύχουμε αυτή τη μεταμόρφωση, πρέπει να ευθυγραμμίσουμε τα κόστη με τα δυνητικά έσοδά μας σε καθέναν από τους τομείς δραστηριότητάς μας», ανέφερε ο Μπίμπιτς.
Αυτές που θα υποστούν το πιο βαρύ χτύπημα είναι οι θέσεις των διοικητικών υπαλλήλων (6%), ενώ ο αριθμός των ανώτερων στελεχών της διοίκησης θα μειωθεί κατά 20% σε σύγκριση με το 2020. Εξάλλου, η BCE θα δημιουργήσει ενιαία αίθουσα σύνταξης για να αυξηθεί «η συνεργασία και η αποτελεσματικότητα» των ΜΜΕ της, ανέφερε ο Ρίτσαρντ Γκρέι, αντιπρόεδρος αρμόδιος για τον τομέα της ενημέρωσης.
Τα γραφεία του ομίλου στο Λονδίνο και στο Λος Άντζελες θα κλείσουν. Αυτό στην Ουάσιγκτον θα δει το προσωπικό του να μειώνεται. Έξι ραδιοφωνικοί σταθμοί, οι οποίοι εκπέμπουν από τη μια άκρη του Καναδά ως την άλλη, θα κλείσουν. Άλλοι τρεις, στο Οντάριο, θα πωληθούν, εφόσον η ενέργεια αυτή εγκριθεί από τον εποπτικό φορέα.