Με το τραύμα που υπέστη η Δημοκρατία να παραμένει ανοιχτό, και τον Ντόναλντ Τραμπ να βυθίζει ακόμη πιο βαθιά το μαχαίρι, βρίσκει τις Ηνωμένες Πολιτείες η τρίτη επέτειος από την ημέρα που η εισβολή στο Καπιτώλιο ήλθε να συνθλίψει την ιερή παράδοση της ειρηνικής μεταβίβασης της εξουσίας. Ο υπόδικος πλέον Τραμπ ουδέποτε ανακάλεσε για τα περί «κλεμμένης νίκης» και θέλει να πάρει τη ρεβάνς χύνοντας δηλητήριο διχασμού. Ο Τζο Μπάιντεν εκκινεί επίσημα την προεκλογική του εκστρατεία προειδοποιώντας ότι στις κάλπες του Νοεμβρίου θα κριθεί το μέλλον της αμερικανικής Δημοκρατίας.
Οι ασύλληπτες σκηνές που εκτυλίχθηκαν τη 6η Ιανουαρίου 2011 ήταν απόπειρα πραξικοπήματος που υποδαύλισε ο Ντόναλντ Τραμπ. Για τη συνωμοσία ανατροπής της εκλογικής έκβασης του 2020, η οποία και κατέληξε στα έκτροπα στο Καπιτώλιο, καλείται να λογοδοτήσει τον Μάρτιο ενώπιον του ίδιου ομοσπονδιακού δικαστηρίου της Ουάσινγκτον όπου έχουν οδηγηθεί έως σήμερα περισσότερα από 1.230 άτομα με κατηγορίες για ομοσπονδιακά εγκλήματα πλημμεληματικού (παράνομη είσοδος ή παραμονή σε ομοσπονδιακό κτίριο ή χώρο) έως κακουργηματικού χαρακτήρα όπως η συνωμοσία για στάση.
Πρόκειται για την μεγαλύτερη ποινική έρευνα που έχει αναλάβει το αμερικανικό υπουργείο Δικαιοσύνης στα χρονικά και τρία χρόνια μετά το κυνήγι των υπόπτων απέχει πολύ από το να τελειώσει. Κάθε εβδομάδα πραγματοποιούνται και νέες συλλήψεις υπόπτων σε σχέση με τα γεγονότα του 2021. Έχουν «κλείσει» μέχρι στιγμής περισσότερες από 720 υποθέσεις κατηγορουμένων (που στη συντριπτική πλειοψηφία τους δήλωσαν ένοχοι), και 450 εξ αυτών έχουν καταδικαστεί σε ποινές φυλάκισης που κυμαίνονται από λίγες ημέρες έως και περισσότερα από 20 χρόνια.
Η βαρύτερη ποινή, 22 χρόνια κάθειρξη, έχει επιβληθεί στον πρώην αρχηγό των ακροδεξιών Proud Boys Ενρίκε Τάριο. Αρκετά άτομα που δεν είχαν σχέση με εξτρεμιστικές ομάδες, αλλά επιτέθηκαν στην αστυνομία σε μια «μεσαιωνική» μάχη όπως τη χαρακτήρισαν οι αστυνομικοί, καταδικάστηκαν σε δεκαετείς ποινές κάθειρξης ή και περισσότερο. Ο όχλος που περικύκλωσε και τελικά εισέβαλε στο Καπιτώλιο ήταν ετερογενής. Ακροδεξιά στοιχεία και θιασώτες θεωριών συνωμοσίας, αστυνομικοί, άνδρες και γυναίκες, πατέρες και γιοι, βετεράνοι του στρατού, δάσκαλοι, δικηγόροι, κτηματομεσίτες, ξυλουργοί, ακόμη και ένας πρώην αξιωματούχος του Στέιτ Ντιπάρτμεντ.
Είχαν όμως όλοι ακούσει λίγες ώρες πριν την «πύρινη» ομιλία του προέδρου τους. «Πολεμήστε σαν διάβολοι δεν θα έχετε πια χώρα» έλεγε παροτρύνοντας τους υποστηρικτές του να «κατέβουν» τη λεωφόρο Πενσιλβάνια προς το Καπιτώλιο γιατί «του είχαν κλέψει τη νίκη». Και εκείνοι το έκαναν.
Έως και σήμερα πιστεύουν ότι η νίκη ήταν… κλεμμένη γιατί ούτε ο Τραμπ ανακάλεσε, ούτε το επίσημο Ρεπουμπλικανικό Κόμμα σήκωσε το βάρος της ευθύνης να πει δημόσια την αλήθεια, ούτε και οι βασικοί συνυποψήφιοί του για το ρεπουμπλικανικό χρίσμα ρίσκαραν να χάσουν την τραμπική βάση επιτιθέμενοι ολομέτωπα στον πρώην πρόεδρο που διάβρωσε τη συντηρητική παράταξη και τώρα διεκδικεί την προεδρία ως μέσο πλέον θωράκισης μπροστά στις ιστορικές δίκες που έρχονται.
Τα πεπραγμένα Τραμπ καθ’ οδόν προς την 6η Ιανουαρίου 2021 έχουν καταλήξει τρία χρόνια μετά να οδηγήσουν τη νέα προεδρική υποψηφιότητά του στα «χέρια» των Ανώτατου Δικαστηρίου των Ηνωμένων Πολιτειών μετά την απόφαση-σταθμό της πολιτειακής Δικαιοσύνης του Κολοράντο να τον αποκλείσει από τα ψηφοδέλτια των προκριματικών για το ρεπουμπλικανικό χρίσμα στη βάση της μετεμφυλιακής ρήτρας περί εξέγερσης -καθιστώντας τον δηλαδή υπόλογο για την υποκίνηση της εισβολής στο Καπιτώλιο. Ανάλογη δικαστική απόφαση ήλθε από το Μέιν, ενώ προσφυγές έχουν κατατεθεί και σε Ιλινόι και Μασσαχουσέτη.
Είναι μία απαράμιλλης βαρύτητας απόφαση την οποία καλείται να λάβει το Ανώτατο Δικαστήριο, δεδομένου ότι μία κατάσταση όπου ορισμένες πολιτείες αποφασίζουν δικαστικά να αποκλείσουν έναν υποψήφιο βάσει της δικής τους ερμηνείας του άρθρου 3 της 14ης Τροπολογίας, είναι μη «βιώσιμη» όχι μόνο για τις εκλογές του 2024, αλλά και για τη δημοκρατία των ΗΠΑ στις επόμενες γενιές, σημειώνει ο αμερικανικός Τύπος.
Η ερμηνεία της ρήτρας περί εξέγερσης έχει αποτελέσει πεδίο σφοδρής πολεμικής ως προς το εάν καλύπτει ή δεν καλύπτει το προεδρικό αξίωμα, ούτε και ορίζονται ρητά τι συνιστά εξέγερση και συμμετοχή σε αυτήν. Εάν το Ανώτατο Δικαστήριο δεν διευθετήσει το ζήτημα και για τις 50 πολιτείες, το προεκλογικό 2024 μπορεί να γίνει συνώνυμο του χάους.
Στην προσφυγή του προς το Ανώτατο Δικαστήριο για την απόφαση του Κολοράντο, ο Τραμπ ισχυρίστηκε ότι δεν έλαβε μέρος σε εξέγερση, η εκλογιμότητά του θα πρέπει να καθοριστεί από το Κογκρέσο και όχι από τα δικαστήρια, και ότι η ρήτρα δεν ισχύει σε καμία περίπτωση για την προεδρία. Το Ρεπουμπλικανικό Κόμμα του Κολοράντο έχει ταυτόχρονα προειδοποιήσει για «καταστροφικές» συνέπειες εάν η απόφαση του Ανώτατου Δικαστηρίου της πολιτείας παραμείνει σε ισχύ, υποστηρίζοντας ότι θα οδηγούσε σε ατελείωτες διαμάχες σχετικά με την εκλογιμότητα υποψηφίων και θα μπορούσε να οδηγήσει σε «νεφελώδεις» ισχυρισμούς περί εξέγερσης.
Η φετινή επέτειος της 6ης Ιανουαρίου απέχει μία ανάσα από την πρεμιέρα των προκριματικών στην Άιοβα στις 15 Ιανουαρίου, όπου ο Ντόναλντ Τραμπ οδεύει με φόρα προς επικράτηση, ενώ είναι και η χρονική στιγμή που επέλεξε ο Αμερικανός πρόεδρος, Τζο Μπάιντεν, για την επίσημη έναρξη της προεκλογικής του εκστρατείας με κεντρικό μήνυμα προς τους πολίτες ότι αυτή η προεδρική αναμέτρηση ίναι μία μάχη για το μέλλον της Δημοκρατίας στις Ηνωμένες Πολιτείες. Και ο Τραμπ ήταν, είναι και θα είναι απειλή.
Ο Τζο Μπάιντεν εκπέμπει σήμα κινδύνου για την απειλή της πολιτικής βίας, με την οποία ο Τραμπ κανένα ζήτημα δεν έχει, και σκιαγραφεί με τα μελανότερα χρώματα την κατεύθυνση που θα μπορούσαν να λάβουν οι Ηνωμένες Πολιτείες εάν ο τελευταίος επανεκλεγεί. Ο ίδιος ο Τραμπ άλλωστε δεν έχει κρύψει τις προθέσεις του. Η ρητορική του, που κατέληξε έως και φασίζουσα, θέτει τις βάσεις για εξάρσεις πολιτικής βίας, διαστρεβλώνει, πολώνει και διχάζει, και στα σχέδιά του είναι η εκδίκηση πολιτικών αντιπάλων με όποιο κόστος -του δημοκρατικού χαρακτήρα των ΗΠΑ περιλαμβανομένου.