Ο Γάλλος υφυπουργός Εξωτερικών, αρμόδιος για τις Ευρωπαϊκές Υποθέσεις, Κλεμάν Μπον σε συνέντευξή του στην εφημερίδα Libération υποστηρίζει ότι η εκλογή, στις επικείμενες βουλευτικές εκλογές, ενός πρωθυπουργού του οποίου η γραμμή θα είναι εντελώς αντίθετη από εκείνη του προέδρου, ίσως έχει καταστροφικές συνέπειες τόσο για τη Γαλλία, όσο και για την Ευρώπη.
Αναφερόμενος ειδικότερα στην «ευρωπαϊκή ανυπακοή», που υποστηρίζει η «Λαϊκή Ένωση» υπό τον Μελανσόν, σημειώνει ότι «ισοδυναμεί με κλήση των εταίρων της Γαλλίας να ευθυγραμμιστούν με το πρόγραμμά της, χωρίς καμία διαβούλευση, διαπραγμάτευση ή επιθυμία για συμβιβασμούς», τονίζοντας, ότι αυτό «υποδηλώνει αλαζονεία, αλλά και αδυναμία».
«Το να μιλάς για ανυπακοή, είναι η εκδήλωση κάποιου που δεν θέλει να κυβερνήσει. Όταν κυβερνάμε αλλάζουμε τον νόμο και τη ζωή», υποστηρίζει ο Γάλλος ΥφΥΠΕΞ, επισημαίνοντας, ότι «αυτή είναι η διαφορά μεταξύ της αριστεράς και της άκρας αριστεράς». Κατά τον ίδιον, «η πρώτη αναλαμβάνει την άσκηση των ευθυνών με τις δυσκολίες της, η δεύτερη πρεσβεύει την ταραχή και την αναρχία».
Σχετικά με τους ισχυρισμούς στελεχών της γαλλικής αριστεράς, ότι πολλές χώρες, συμπεριλαμβανομένης της Γαλλίας, παραβιάζουν τακτικά την ευρωπαϊκή νομοθεσία, αναφέρει ότι μία παραβίαση ενός κανόνα δεν είναι το ίδιο με την ανυπακοή, σημειώνοντας, ότι «οι αντιευρωπαίοι μπερδεύουν την ελευθερία και τον φιλελευθερισμό».
Ερωτώμενος, τέλος, τι δείχνει για τη Γαλλία το γεγονός, ότι σχεδόν τα δύο τρίτα του εκλογικού σώματος ψηφίζουν κόμματα που προτείνουν «ανατροπή» απαντά:
«Αντιμετωπίζουμε μια κρίση των δυτικών δημοκρατιών, η οποία έλαβε διάφορες μορφές: Τραμπισμός στις Ηνωμένες Πολιτείες, Brexit στο Ηνωμένο Βασίλειο, Λέγκα και M5S στην Ιταλία, LFI (Μελανσόν) και RN (Λεπέν) στη Γαλλία.
Το LREM (Μακρόν) πρέπει να είναι λιγότερο δειλό και ακόμη πιο ξεκάθαρο για το τι κάνουμε στην πράξη για να αλλάξουμε την Ευρώπη». Κατά την άποψή του, «το καθησυχαστικό είναι, ότι όταν οι Γάλλοι πολίτες έπρεπε να κάνουν ουσιαστικές επιλογές, όπως το 2017 και το 2022, οι πιο ριζοσπαστικές επιλογές, όπως το Frexit, απορρίφθηκαν.»