Ο κορονοϊός SARS-CoV-2 οδήγησε στον θάνατο το 1,4% των ανθρώπων που προσβλήθηκαν από αυτόν στην πόλη Ουχάν, επίκεντρο της επιδημίας στην Κίνα, σύμφωνα με μελέτη που δημοσιοποιήθηκε σήμερα, επικεφαλής της οποίας ήταν ο ιολόγος του Πανεπιστημίου του Χονγκ Κονγκ Τζόζεφ Γου.
Σύμφωνα με το Reuters, ο Τζόζεφ Γου δήλωσε ότι οι πληροφορίες αυτές είναι σημαντικές κυρίως για την Ευρώπη, που βρίσκεται πλέον στο επίκεντρο της πανδημίας και για τη χάραξη μιας στρατηγικής δημόσιας υγείας.
Όπως επισημαίνεται στην μελέτη αυτή, ο κορονοϊός SARS-CoV-2 οδήγησε στον θάνατο το 1,4% των ανθρώπων που προσβλήθηκαν από αυτόν στην πόλη Ουχάν, ενώ υπογραμμίζεται ότι η θνησιμότητα αυξάνεται με την ηλικία.
Ωστόσο, την περασμένη εβδομάδα, ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας εκτιμούσε πως ο ιός είναι θανατηφόρος για το 3,4% των διαγνωσμένων κρουσμάτων.
Η ομάδα των Κινέζων ερευνητών που δημοσίευσε τη μελέτη στην επιστημονική επιθεώρηση Nature Medicine ανέφερε ότι βασίστηκε σε διάφορες δημόσιες και ιδιωτικές βάσεις δεδομένων: τα επιβεβαιωμένα κρούσματα που δεν σχετίζονταν με την αγορά απ’ όπου ξεκίνησε η επιδημία, τα κρούσματα μεταξύ ανθρώπων που ταξίδεψαν με αεροπλάνο, το προφίλ των κρουσμάτων και τους επιβεβαιωμένους θανάτους. Κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι η πιθανότητα να πεθάνει κανείς αφού παρουσιάσει συμπτώματα του κορονοϊού ανέρχεται στο 1,4%.
«Η εκτίμηση του ακριβή αριθμού των κρουσμάτων, –η οποία είναι απαραίτητη για να καθορίσουμε τη σοβαρότητα της ασθένειας– είναι μια πρόκληση στο πλαίσιο ενός συστήματος υγείας που δοκιμάζεται και δεν μπορεί να καθορίσει τον ακριβή αριθμό τους με ασφάλεια», σημειώνουν οι ερευνητές.
Στις 29 Φεβρουαρίου, στην ηπειρωτική Κίνα είχαν καταγραφεί 79.394 επιβεβαιωμένα κρούσματα και 2.838 θάνατοι (δηλαδή θνησιμότητα 3,5%). Τα περισσότερα κρούσματα και οι θάνατοι καταγράφηκαν στην πόλη Ουχάν. Όμως οι ερευνητές επισημαίνουν ότι όσοι έφεραν μόνο ελαφρά συμπτώματα δεν καταμετρήθηκαν και για αυτό η δική τους εκτίμηση είναι πιο ορθή.
Η μελέτη, επικεφαλής της οποίας ήταν ο ιολόγος του Πανεπιστημίου του Χονγκ Κονγκ Τζόζεφ Γου, επικεντρώθηκε επίσης στη σχέση της ηλικίας του ασθενούς με την πιθανότητα να πεθάνει από τον ιό. Έτσι, άνθρωποι άνω των 59 ετών έχουν πενταπλάσιο κίνδυνο να πεθάνουν σε σύγκριση με την ηλικιακή ομάδα 30-59 ετών. Και οι νέοι κάτω των 30 ετών αντιμετωπίζουν κατά 0,6 φορές μικρότερο κίνδυνο από εκείνους της μέσης ηλικίας (30-59 ετών).
Ο κίνδυνος να παρουσιάσουν μέτρια έως σοβαρά συμπτώματα αυξάνεται κατά 4% για κάθε ηλικιακό έτος στην ομάδα των ανθρώπων 30-60 ετών.
Δεδομένου λοιπόν ότι είναι περιορισμένες οι δυνατότητες διενέργειας εξετάσεων και ορισμένες από τις χώρες που έχουν πληγεί περισσότερο επιλέγουν να μην κάνουν τεστ στο σύνολο του πληθυσμού, ο αριθμός των επιβεβαιωμένων κρουσμάτων είναι πιθανότατα πολύ μικρότερος από τον πραγματικό αριθμό των προσβληθέντων, εξ ου και κάποιοι ειδικοί εκτιμούν ότι η θνησιμότητα είναι πιο χαμηλή.