Από το βήμα της ομοσπονδιακής Βουλής, η Καγκελάριος της Γερμανίας Άνγκελα Μέρκελ δήλωσε ότι διαθέτει «ισχυρά αποδεικτικά στοιχεία» ότι έγινε στόχος Ρώσων χάκερς το 2015.
Επιβεβαιώνοντας άρθρο του περιοδικού «Der Spiegel» που δημοσιεύτηκε την προηγούμενη εβδομάδα, τόνισε ωστόσο ότι «θα συνεχίσει να προσπαθεί να βελτιώσει τους δεσμούς της με τη Ρωσία, ωστόσο η κυβερνοεπίθεση αυτή δεν το κάνει αυτό πιο εύκολο».
Πριν από πέντε ημέρες, το γερμανικό περιοδικό «Der Spiegel» είχε αποκαλύψει ότι Ρώσοι χάκερς υπέκλεψαν e-mails της Μέρκελ.
Δίχως να κατονομάζει τις πηγές του, το γερμανικό περιοδικό ανέφερε ότι η υπηρεσία κατασκοπείας των ρωσικών ενόπλων δυνάμεων (GRU) φέρεται να απέκτησε πολλά e-mails από το εκλογικό γραφείο της Μέρκελ, ύστερα από επίθεση χάκερ το 2015.
Το γερμανικό περιοδικό έγραφε ότι οι Ρώσοι χάκερ φαίνεται ότι κατάφεραν να αντιγράψουν τα μηνύματα email σε άλλον υπολογιστή και από τις δύο διευθύνσεις.
Η γερμανική Βουλή ανακάλυψε ότι τα συστήματά της είχαν παραβιαστεί τον Μάιο του 2015 και κατέληξε στο συμπέρασμα ότι οι εισβολές συνεχίζονταν τουλάχιστον από τις αρχές του ίδιου έτους. Ήταν, ωστόσο, αδύνατο να προσδιοριστεί ποιες πληροφορίες είχαν κλαπεί.
Με φόντο τα παραπάνω, οι γερμανικές αρχές καταζητούν τον ηλικίας 29 ετών Ρώσο Ντμίτρι Σεργκέγεβιτς Μπάντιν, ο οποίος θεωρούν ότι ανήκει σε ειδική μονάδα της υπηρεσίας κατασκοπείας των ρωσικών ενόπλων δυνάμεων (GRU). Σύμφωνα με τη Sueddeutsche Zeitung, ο Μπάντιν ανήκει στη μονάδα 26165 της GRU (γνωστή ως AΡT28 μεταξύ των εταιρειών κυβερνοασφάλειας) και είχε εντολή να διεξαγάγει κυβερνοκατασκοπεία για λογαριασμό του ρωσικού κράτους. Κατηγορείται πως κατάφερε να εισχωρήσει στο εσωτερικό δίκτυο υπολογιστών του γερμανικού Κοινοβουλίου μεταξύ Απριλίου και Μαΐου του 2015.
Πάντως, από ρωσικής πλευράς, ο επικεφαλής της Ομοσπονδιακής Υπηρεσίας Ασφαλείας (FSB), της διαδόχου υπηρεσίας της διαβόητης KGB επί Σοβιετικής Ένωσης, είχε προειδοποιήσει τον Οκτώβριο ότι οι διεθνείς τρομοκρατικές οργανώσεις και άλλοι κακόβουλοι δράστες έχουν την ικανότητα να «παραποιήσουν» τις κυβερνοεπιθέσεις, έτσι ώστε να φαίνεται ότι έχουν διαπραχθεί από συγκεκριμένα κράτη.