Χρειάστηκαν εννέα μήνες, τέσσερις εβδομάδες και μία ημέρα για να συγκροτηθεί κυβέρνηση συνασπισμού μετά τις εκλογές του 2021 στο κατακερματισμένο κομματικό τοπίο της Ολλανδίας, και δεν υπήρχε καν ζήτημα συμμετοχής της Άκρας Δεξιάς, πολλώ δε μάλλον ανάληψης των ηνίων για πρώτη φορά στα χρονικά.
Η προοπτική διακυβέρνησης με πρωθυπουργό τον Γκέερτ Βίλντερς περιέπλεξε εξ αρχής τις διερευνητικές επαφές με τους δυνάμει εταίρους του από το φάσμα της δεξιάς. Δυόμισι μήνες μετά τις κάλπες, η «ετυμηγορία» εκδόθηκε ότι κυβέρνηση πλειοψηφίας δεν μπορεί να σχηματιστεί. Αλλά αυτό δεν συνεπάγεται ότι δεν μπορεί ακόμα να γίνει πρωθυπουργός ο ηγέτης του αντιισλαμικού Κόμματος της Ελευθερίας (PVV), ο οποίος προς επίτευξη του στόχου έχει εν τω μεταξύ μετριάσει τεχνηέντως την πλέον ακραία ρητορική.
Οι συνομιλίες θα τραβήξουν σε μάκρος, και ίσως σπάσουν και το ρεκόρ του 2021, έως ότου καθοριστεί εάν θα είναι μία κυβέρνηση μειοψηφίας υπό τον Βίλντερς, εξαρτώμενη από έξωθεν κεντρώα κοινοβουλευτική στήριξη, ή εάν προχωρήσει το εναλλακτικό σενάριο μίας εξίσου εύθραυστης κυβέρνησης συνασπισμού μεταξύ κεντροδεξιάς και κεντροαριστεράς που θα τον αποκλείσει από την εξουσία, εάν και εφόσον μπορέσουν να καταλήξουν σε εξαιρετικά δύσκολους συμβιβασμούς για να συνεργαστούν.
Αμφότερα τα ενδεχόμενα δεν προμηνύουν πολιτική σταθερότητα για την Ολλανδία, όμως τα περισσότερα κόμματα δείχνουν αποφασισμένα να αποτρέψουν νέα προσφυγή στην κάλπη. Πρόωρες εκλογές δεν θα ευνοούσαν κανέναν άλλο παρά τον Γκέερτ Βίλντερς, με τις τελευταίες δημοσκοπήσεις να εμφανίζουν την Άκρα Δεξιά ακόμη πιο ενισχυμένη, να κατακτά έως και 50 έδρες. Στις βουλευτικές εκλογές της 22ας Νοεμβρίου, το Κόμμα της Ελευθερίας (PVV) συγκέντρωσε ποσοστό 26% και 37 από τις 150 έδρες του Κοινοβουλίου, υπερδιπλασιάζοντας τη δύναμή του σε σχέση με τις εκλογές του 2021.
Ο Γκέερτ Βίλντερς, ο μακροβιότερος βουλευτής στο ολλανδικό Κοινοβούλιο με τα περί «Μαροκινών καθάρματα», το τέλος στο άσυλο και το «Nexit», ήταν για πρώτη φορά ο μεγάλος νικητής στην κάλπη, και εκείνος που μπορούσε να ορίσει την επόμενη ημέρα έπειτα από 13 χρόνια και τέσσερις κυβερνητικούς συνασπισμούς υπό τον Μαρκ Ρούτε. Ο τελευταίος συνασπισμός κατέρρευσε με φόντο εσωτερικές διαφωνίες για τη μεταναστευτική πολιτική και το άσυλο.
H Ντιλάν Γεσιλγκιόζ, διάδοχος του Μαρκ Ρούτε στα ηνία του Λαϊκού Κόμματος για την Ελευθερία και τη Δημοκρατία (VVD), άνοιξε προεκλογικά την πόρτα σε κυβέρνηση συνεργασίας με τον Γκερτ Βίλντερς επιδιώκοντας να ενισχύσει τις πιθανότητες νίκης της και ανάληψης της πρωθυπουργίας σε έναν νέο κυβερνητικό συνασπισμό. Η στρατηγική συνέβαλε στην κανονικοποίησή του, η ψήφος για τον Βίλντερς δεν ήταν ούτε «ένοχη», ούτε χαμένη. Εκείνος χαμήλωσε λίγο το προφίλ, αφήνοντας στην άκρη αντισυνταγματικά μέτρα και ολλανδική έξοδο από την ΕΕ, και ως γνήσιος εκφραστής της ατζέντας για το μεταναστευτικό, κέρδισε.
Έτερος νικητής, υπό την έννοια ότι αναδείχθηκε σε ρόλο ρυθμιστή, ήταν ο βετεράνος χριστιανοδημοκράτης βουλευτής Πίτερ Όμτσιχτ με το νεοϊδρυθέν κεντρώο Νέο Κοινωνικό Συμβόλαιο (NSC). Καθώς οι εκλογές ανέδειξαν ένα Κοινοβούλιο με συνολική πλειοψηφία υπέρ της ευρύτερης δεξιάς, τέσσερα κόμματα επιχείρησαν να διερευνήσουν τη δυνατότητα σχηματισμού κυβέρνησης. Το ακροδεξιό PVV, το κεντρώο NSC, οι κεντροδεξιοί φιλελεύθεροι (VVD) και το λαϊκιστικό Κίνημα Αγροτών-Πολιτών (BBB), το οποίο αναδύθηκε μέσα από τις μαζικές αγροτικές κινητοποιήσεις.
Η αιφνίδια «έξοδος» του Πίτερ Όμτσιχτ από τη διαπραγμάτευση εντός της εβδομάδας σημαίνει ότι ο Γκερτ Βίλντερς έχει σχεδόν μηδαμινές πιθανότητες να μπορέσει να συγκροτήσει κυβέρνηση πλειοψηφίας. Ο επικεφαλής του NSC δήλωσε ότι περιήλθε σε σοκ όταν ενημερώθηκε λεπτομερώς (και καθυστερημένα όπως κατήγγειλε) για τη δημοσιονομική κατάσταση της χώρας, τονίζοντας ότι δεν θα μετάσχει σε μία κυβέρνηση που δίνει υποσχέσεις για δημόσιες δαπάνες που γνωρίζει ότι δεν μπορεί να τηρήσει. Σύμφωνα με οικονομικούς αναλυτές, η νέα κυβέρνηση θα πρέπει να προχωρήσει σε περικοπές δαπανών και διαρθρωτικές παρεμβάσεις ύψους 17 δισ. ευρώ.
Η δημοσιονομική πολιτική ήταν και παραμένει βασικό πεδίο διαφωνίας στις μετεκλογικές συνομιλίες. Ο Βίλντερς και το BBB προωθούν ατζέντα που ουσιαστικά θυμίζει εκείνη της Βρετανίδας πρωθυπουργού των 45 ημερών, Λιζ Τρας, η οποία ζητούσε μεγαλύτερες δαπάνες για κοινωνικές υπηρεσίες με ταυτόχρονη μείωση των φόρων. Το VVD, αντίθετα, ακολουθεί την πιο παραδοσιακή οδό της περικοπής των δαπανών, ενώ το NSC υποστηρίζει επιλεκτικές αυξήσεις φόρων.
Αποχωρώντας από τις συνομιλίες, ο Πίτερ Όμτσιχ άφησε ανοιχτό το ενδεχόμενο να προσφέρει κατά περίπτωση τη στήριξή του σε κυβέρνηση μειοψηφίας υπό τον Βίλντερς, ανέφερε όμως πως θα ήταν ανοιχτός και σε συνομιλίες με «άλλες ομάδες». Όπου «άλλες ομάδες» είναι η αριστερή Συμμαχία Εργατικών-Πρασίνων (GL/PvdA), στα ηνία της οποίας βρίσκεται ο πρώην κοινοτικός επίτροπος Φρανς Τίμερμανς. H συμμαχία ήλθε δεύτερη στις κάλπες με 25 έδρες. Για τα ολλανδικά δεδομένα όσον αφορά το χρονικό διάστημα που παίρνει η συγκρότηση κυβερνήσεων συνασπισμού, αναλυτές θεωρούν ότι ακόμη είναι πολύ νωρίς για να βγει μπροστά το ενδεχόμενο μίας εναλλακτικής συμμαχίας των VVD, NSC και Εργατικών-Πρασίνων.
Οι περισσότεροι πολιτικοί ηγέτες, συμπεριλαμβανομένου του Τίμερμανς, έχουν αναγνωρίσει ότι τα δεξιά κόμματα κέρδισαν τις εκλογές, ότι οι Ολλανδοί ψηφοφόροι επιθυμούν τον σχηματισμό μιας δεξιάς κυβέρνησης και ότι οι προσπάθειες για κάτι τέτοιο απέχουν πολύ από το να έχουν εξαντληθεί. Ο πρώην υπουργός Εσωτερικών Ρόναλντ Πλάστερκ, ο οποίος βρίσκεται σε ρόλο συντονιστή στις διερευνητικές επαφές, είχε νέες συνομιλίες με τους τρεις εναπομείναντες πιθανούς εταίρους ενός συνασπισμού υπό τον Βίλντερς και τη Δευτέρα θα υποβάλει σχετική έκθεση στο Κοινοβούλιο.
Η ολλανδική προεκλογική εκστρατεία επικεντρώθηκε σε τρία βασικά ζητήματα: Μετανάστευση, βιοτικό επίπεδο και κλιματική αλλαγή. Η νίκη του Βίλντερς ήταν η κορύφωση του ακροδεξιού ντόμινο λόγω μεταναστευτικού το 2023 και ήλθε ως προειδοποίηση προς τα κυρίαρχα κόμματα σε όλη την Ευρώπη, μόλις λίγους μήνες προτού περισσότεροι από 400 εκατομμύρια ψηφοφόροι στα 27 κράτη-μέλη της ΕΕ προσέλθουν στις κάλπες των ευρωεκλογών.
Πρόσφατη μελέτη του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Εξωτερικών Σχέσεων (ECFR) έχει καταδείξει ότι ακροδεξιά κόμματα βρίσκονται σε τροχιά να κατακτήσουν την πρώτη θέση σε τουλάχιστον εννέα κράτη-μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, περιλαμβανομένων Γαλλίας, Αυστρίας, Ιταλίας και Ολλανδίας, ενώ στη δεύτερη ή την τρίτη θέση θα βρεθούν σε άλλες εννέα χώρες, μεταξύ τους η Γερμανία, η Ισπανία και η Σουηδία.
Η πολιτική ομάδα της ακροδεξιάς Ταυτότητα και Δημοκρατία (ID), που συνενώνει την Εθνική Συσπείρωση της Μαρίν Λεπέν και την Εναλλακτική για τη Γερμανία (ΑfD), εμφανίζεται να οδεύει προς την τρίτη θέση πίσω από το Ευρωπαϊκό Λαϊκό Κόμμα (ΕΛΚ) και την Προοδευτική Συμμαχία Σοσιαλιστών και Δημοκρατών (S&D). Σημαντικά ενισχυμένοι αναμένεται να βγουν και οι Ευρωπαίοι Συντηρητικοί και Μεταρρυθμιστές, στους οποίους ανήκουν τα Αδέλφια της Ιταλίας (FdI) της Τζόρτζια Μελόνι, το ισπανικό Vox και το κόμμα του Βίκτορ Όρμπαν.
Η εικόνα προδιαθέτει σε κινδύνους παρεμπόδισης της προώθησης της εφαρμογής της Ευρωπαϊκής Πράσινης Συμφωνίας, και σε μία πολύ πιο σκληρή γραμμή όσον αφορά τη μετανάστευση, τη διεύρυνση, και την υποστήριξη της Ουκρανίας, κατά τους συγγραφείς της μελέτης, Σάιμον Χιξ και Κέβιν Κάνιγχαμ.