Εάν επρόκειτο για σειρά πολιτικού και δικαστικού θρίλερ θα βρισκόταν πλέον κάπου στο μέσο της πλοκής, με την τηλεθέαση παγκοσμίως να χτυπά «κόκκινο» και να διατυπώνονται υποθέσεις επί υποθέσεων για όσα μπορεί να εκτυλιχθούν προσεχώς. Όλοι βέβαια θα έλεγαν πως το σενάριο είναι ξεκάθαρα παρατραβηγμένο και αυτά δεν μπορούν να συμβούν στην Αμερική. Όμως, συμβαίνουν...
Το επόμενο επεισόδιο στο πραγματικό πολιτικό θρίλερ που ζουν οι Ηνωμένες Πολιτείες από το 2015 και έπειτα, όταν ο Ντόναλντ Τραμπ αποφάσισε ότι θέλει να γίνει πρόεδρος, έχει επίκεντρο την Τζόρτζια και την απόπειρά του ίδιου, δικηγόρων και συνεργατών του να ανατρέψουν στη βάση ψευδών ισχυρισμών περί νοθείας το εκλογικό αποτέλεσμα της 3ης Νοεμβρίου 2020 στην πολιτεία που είχε «βαφτεί» στο μπλε χρώμα των Δημοκρατικών.
Εδώ και δυόμισι χρόνια η εισαγγελέας της κομητείας Φούλτον, Φάνι Τ. Ουίλις, συγκεντρώνει στοιχεία για τα όσα έπραξαν μετεκλογικά ο Τραμπ και σύμμαχοί του -ανάμεσά τους ο πρώην δήμαρχος της Νέας Υόρκης και δικηγόρος του Τραμπ κατόπιν της προεδρικής ήττας Ρούντι Τζουλιάνι, o τότε προσωπάρχης του Λευκού Οίκου Μαρκ Μίντοους και ο επικεφαλής των Ρεπουμπλικανών στην Τζόρτζια Ντέιβιντ Σάφερ.
Πλέον έχει έλθει η ώρα της κρίσης για το εάν θα πάρει το δρόμο της δικαστικής οδού το βαρύ κατηγορητήριο που «υπογράφει» η Φάνι Ουίλις, το οποίο είναι και το πλέον διευρυμένο μέχρι στιγμής καθώς ενδέχεται να οδηγηθούν στο εδώλιο έως και 20 άτομα για εκτεταμένη συνωμοσία. Και αυτή θα είναι μία δίκη που σε αντίθεση με τις άλλες πράγματι θα «μετρηθεί» σε τηλεθέαση, καθώς θα είναι η μόνη ανοιχτή σε τηλεοπτική κάλυψη και το σύνολο των Αμερικανών θα μπορεί να βρεθεί σε ρόλο δικαστών και ενόρκων.
Η απόφαση για την παραπομπή Τραμπ ανήκει στο σώμα ενόρκων της κομητείας Φούλτον στην Ατλάντα, που αποτελείται από 23 πολίτες και συνεδριάζει από τη Δευτέρα· ενώπιόν του καταθέτουν μάρτυρες-κλειδιά και παρατίθενται το συνολικό πόρισμα της έρευνας και τα σχετικά αποδεικτικά στοιχεία, με την εισαγγελέα Ουίλις να ζητά το «πράσινο φως» για να ασκήσουν οι πολιτειακές αρχές ποινική δίωξη κατά του Ντόναλντ Τραμπ -την τέταρτη μέχρι τώρα, και τη δεύτερη κατά σειρά που αφορά σε συνωμοσία, συνειδητά ψεύδη και αντισυνταγματικές κινήσεις με στόχο την παραμονή του στην εξουσία.
Η απαγγελία νέας ποινικής δίωξης θεωρείται πλέον θέμα ημερών, ίσως ακόμη και ωρών. Εξαρτάται από το πόσο γρήγορα θα καταλήξει το σώμα των ενόρκων, αλλά σε κάθε περίπτωση οι αναλυτές προεξοφλούν (με βάση και προγενέστερες συνεδριάσεις) πως θα είναι «λευκός ο καπνός» και το κατηγορητήριο θα ανακοινωθεί άμεσα για να ακολουθήσουν οι συνήθεις πλέον σκηνές με τον Τραμπ να παρουσιάζεται στο δικαστήριο για τη διαδικασία προσαγωγής, να δηλώνει αθώος ενώπιον δικαστή και θύμα πολιτικού διωγμού ενώπιον των υποστηρικτών του και των μέσων ενημέρωσης.
Σε ομοσπονδιακό επίπεδο, έχει ήδη κατατεθεί η «μητέρα» των κατηγορητηρίων που ξεκινά από την ήττα Τραμπ, και το κόντρα αφήγημα ότι του «έκλεψαν» τη νίκη, και καταλήγει στην εισβολή της 6ης Ιανουαρίου 2021 στο Καπιτώλιο. Στην Ουάσινγκτον, ο Ντόναλντ Τραμπ θα δικαστεί για συνωμοσία εξαπάτησης της χώρας του ενώ ήταν εν ενεργεία πρόεδρος, παρακώλυση και απόπειρα παρακώλυσης νόμιμης διαδικασίας (σ.σ. την επικύρωση της νίκης Μπάιντεν από το Κογκρέσο), καθώς και συνωμοσία που αγγίζει επί της ουσίας τη στέρηση πολιτικών δικαιωμάτων των ψηφοφόρων και της βούλησης του εκλογικού σώματος στις προεδρικές κάλπες του 2020.
Η ημερομηνία της δίκης στην Ουάσινγκτον επίκειται να προσδιοριστεί στα τέλη Αυγούστου, και παρά την παρελκυστική τακτική που ακολουθεί συνολικά η υπερασπιστική ομάδα του Τραμπ, το δικαστήριο -που απέχει μια ανάσα από το Καπιτώλιο- θα τον «υποδεχθεί» σίγουρα εν μέσω της προεκλογικής εκστρατείας για την προεδρική αναμέτρηση. Μίας εκστρατείας πρωτοφανούς στα χρονικά, όσο πρωτοφανείς είναι και οι κατηγορίες εις βάρος του. Ένας υπόδικος πρώην πρόεδρος είναι πιθανόν εν τω μεταξύ να έχει λάβει εκ νέου το ρεπουμπλικανικό χρίσμα και, γιατί όχι πλέον, ακόμη και να επανεκλεγεί στην προεδρία στην κάλπη της 5ης Νοεμβρίου 2024.
Στο βάθος συνταγματική κρίση
Κάθε επόμενο βήμα για τις Ηνωμένες Πολιτείες εμπεριέχει πολιτικούς κινδύνους σε μία χώρα ακραία πολωμένη· το δικαστικό σύστημα καλείται να σταθεί στο ύψος ιστορικών περιστάσεων, ενώ στο… βάθος διαρκώς «παραμονεύει» μία συνταγματική κρίση. Και το κατηγορητήριο της Τζόρτζια μπορεί να αποδειχθεί το πλέον «οδυνηρό» και δύσκολα διαχειρίσιμο για τον Τραμπ.
Στην περίπτωση της δίκης της Ουάσινγκτον, όπου βρίσκεται αντιμέτωπος με την ομοσπονδιακή Δικαιοσύνη, θα μπορούσε εφόσον επανεκλεγεί να επιχειρήσει να απονείμει χάρη στον εαυτό του, κάτι που δεν έχει (ευτυχώς) «δοκιμαστεί» μέχρι στιγμής, ούτε και είναι σαφές εάν πραγματικά μπορεί συμβεί χωρίς να εμπλακεί το (συντηρητικό) Ανώτατο Δικαστήριο και να πυροδοτηθεί μία συνταγματική κρίση.
Ωστόσο, στην Τζόρτζια τα πράγματα θα είναι πολύ πιο δύσκολα διότι οι προεδρικές εξουσίες που θα μπορούσε να επικαλεστεί για να παρέμβει σε ομοσπονδιακές υποθέσεις δεν επεκτείνονται σε πολιτειακό επίπεδο. Μία απόφαση για την απονομή χάριτος δεν επαφίεται καν στον κυβερνήτη (σήμερα είναι ο Ρεπουμπλικανός Μπράιαν Κέμπ), καθώς αρμόδιο είναι ένα συμβούλιο απονομής χάριτος, γεγονός που σύμφωνα με νομικούς εμπειρογνώμονες και ομοσπονδιακούς εισαγγελείς θα καθιστούσε πολύ πιο περίπλοκη την όποια διαδικασία και θα οδηγούσε και πάλι σε συνταγματική κρίση. Ούτε θα μπορούσε ο Τραμπ να βάλει συνοπτικά την υπόθεση στο «συρτάρι».
Εάν «κερδίσει» τον Λευκό Οίκο τον Νοέμβριο του 2024, ο Τραμπ θα μπορούσε εν τέλει να προβάλει στα πολιτειακά δικαστήρια το επιχείρημα ότι χαίρει ασυλίας από διώξεις σε πολιτειακό επίπεδο, κάτι που πάλι θα έριχνε τις ΗΠΑ σε αχαρτογράφητα νερά πυροδοτώντας έναν «κυκεώνα» ερμηνειών του Συντάγματος περί ζητημάτων για τα οποία δεν υπάρχει ούτε προηγούμενο, ούτε σαφές πλαίσιο. Στην άλλη περίπτωση, θα μπορούσε να αντικαταστήσει τον γενικό εισαγγελέα στην Ουάσινγκτον, και εκείνος με τη σειρά του να κλείσει τις ομοσπονδιακές έρευνες του Τζακ Σμιθ (για την 6η Ιανουαρίου και τα έγγραφα του Μαρ-α-Λάγκο).
Η έρευνα της Φάνι Ουίλις έχει επικεντρωθεί σε πλείστες απόπειρες να ανατραπεί η εκλογική έκβαση στην Τζόρτζια, με αποκορύφωμα το επίμαχο τηλεφώνημα Τραμπ στον υπουργό Εσωτερικών της Τζόρτζια, Μπραντ Ράφενσπεργκερ, τον οποίο πίεσε να προχωρήσει σε επανακαταμέτρηση και «να του βρει» τις σχεδόν 12.000 ψήφους που του έλειπαν ώστε να «βγει μπροστά» και να κερδίσει την πολιτεία και τις αντίστοιχες ψήφους στο Κολέγιο των Εκλεκτόρων. Ο Τραμπ και συνεργάτες του διεξήγαγαν μία εκστρατεία παρενόχλησης και συκοφάντησης κατά τοπικών εκλογικών αντιπροσώπων, τους οποίους «βομβάρδισαν» με τα περί νοθείας και ψευδώς κατηγόρησαν ότι ευθύνονται για παρατυπίες, κατά τα όσα έχουν γίνει γνωστά αναφορικά με την έρευνα.
Δικηγόροι του Τραμπ έλεγαν ψέματα σε πολιτειακά νομοθετικά σώματα, εμφάνισαν από το πουθενά υποτιθέμενους εκλέκτορες που πιστοποιούσαν τη νίκη του, ενώ απέκτησαν παράνομα πρόσβαση και αντέγραψαν ευαίσθητο λογισμικό που χρησιμοποιείται στα μηχανήματα ψηφοφορίας, ψάχνοντας μανιωδώς κάτι για να στηρίξουν τα περί «κλοπής της νίκης». Η εταιρεία διαλογής ψήφων Dominion Voting Systems την εποχή εκείνη κατηγορούνταν περί εμπλοκής σε νοθεία υπέρ του Μπάιντεν, αφήγημα που σταθερά τροφοδοτούσε το δίκτυο Fox News και τελικά του «κόστισε» 787 εκατ. δολάρια στο πλαίσιο του μεγαλύτερου διακανονισμού για συκοφαντική δυσφήμηση που αφορά σε εταιρεία μέσων ενημέρωσης στα χρονικά των ΗΠΑ.
Αποκλειστικό ρεπορτάζ του CNN εντός του Σαββατοκύριακου έδωσε μία σαφή «γεύση» του τεράστιου εύρους της έρευνας της Φάνι Ουίλις και της βαρύτητας των πιθανών κατηγοριών. Πέραν προφορικών καταθέσεων, οι εισαγγελείς έχουν στην κατοχή τους sms και e-mail που συνδέουν ευθέως μέλη του νομικού επιτελείου Τραμπ με την παραβίαση τα συστήματα ηλεκτρονικής ψηφοφορίας στην κομητεία Κόφι τον Ιανουάριο του 2021. Από τα γραπτά μηνύματα προκύπτει οργανωμένη απόπειρα των συνηγόρων Τραμπ και συνεργατών να αποκτήσουν πρόσβαση στις καταχωρήσεις στα συστήματα ψηφοφορίας τις ημέρες πριν την προγραμματισμένη επικύρωση της νίκης Μπάιντεν.
Μανχάταν, Φλόριντα, Ουάσινγκτον και Ατλάντα
Εις βάρος του Ντόναλντ Τραμπ έχουν ασκηθεί μέχρι στιγμής τρεις ποινικές διώξεις. Η αρχή έγινε τον Απρίλιο στον Μαχάνταν για την ελάσσονος βαρύτητας υπόθεση παραποίησης επιχειρηματικών αρχείων προς συγκάλυψη μυστικών πληρωμών για να εξαγοράσει τη σιωπή της Στόρμι Ντάνιελς. Ακολούθησε η Φλόριντα, όπου τον Ιούνιο δήλωσε κατά την προσαγωγή του αθώος έναντι των κατηγοριών -που περικλείουν και παραβίαση του νόμου περί κατασκοπείας- αναφορικά με τα επίμαχα απόρρητα έγγραφα που διατηρούσε κατόπιν της λήξης της θητείας του στο θέρετρο Μαρ-αλ-Λάγκο. Ο Αύγουστος ξεκίνησε με το βαρύτερο όλων ομοσπονδιακό κατηγορητήριο για την 6η Ιανουαρίου, και ως φαίνεται θα τελειώσει με τον Τραμπ να έχει απέναντί του και τη Δικαιοσύνη της Τζόρτζια.
Όπως και στην περίπτωση του Δημοκρατικού εισαγγελέα του Μανχάταν Άλβιν Μπραγκ, ο Ντόναλντ Τραμπ κατηγορεί την επίσης Δημοκρατική Φάνι Ουίλις, «εισαγγελέα της ριζοσπαστικής αριστεράς» όπως την αποκαλεί, ότι ενεργεί στο πλαίσιο ευρύτερης συνωμοσίας με στόχο να πληγεί η εκστρατεία του για το ρεπουμπλικανικό χρίσμα και να ανακοπεί η επιστροφή του στο Λευκό Οίκο. Όσο για τον ειδικό εισαγγελέα Τζακ Σμιθ που ανέλαβε τις έρευνες για τις εκλογές του 2020 και τα έγγραφα του Μαρ-α-Λάγκο, για τον Τραμπ είναι «παράφρων», πολιτικά υποκινούμενος και ταγμένος μαζί με τους Δημοκρατικούς να τον καταστρέψει.
Παρεμπιπτόντως, ενώ οι δίκες δεν έχουν καν ακόμη αρχίσει η προεκλογική εκστρατεία Τραμπ οικονομικά «αιμορραγεί», καθώς είναι υπέρογκα τα έξοδα που καλείται να καταβάλλει στους δικηγόρους του και φυσικά αναμένεται να αυξηθούν ακόμη περισσότερο. Μόνο το πρώτο εξάμηνο του 2023 δαπανήθηκαν συνολικά για δικαστικά έξοδα περίπου 27 εκατ. δολάρια, βάσει ανάλυσης των New York Times για τις προεκλογικές δαπάνες υποψηφίων. Οκτώ δικηγορικές εταιρείες έχουν αναλάβει τους «φακέλους» Τραμπ, και σε αυτές κατευθύνεται ο κύριος όγκος των κονδυλίων από τις επιτροπές στήριξης της εκστρατείας τέως πρόεδρου. Αντίστροφη όμως είναι η τάση όσον αφορά την υποστήριξη της ρεπουμπλικανικής βάσης στο πρόσωπό του, καθώς μέχρι στιγμής καμία δημοσκόπηση δεν δείχνει κάμψη, αλλά αντίθετα τον εμφανίζει να προηγείται με ιλιγγιώδη διαφορά έναντι όλων των υπολοίπων.