Νέο δημοσιονομικό πακέτο στήριξης της ιταλικής οικονομίας ύψους 40 δισ. ευρώ εγκρίθηκε την Πέμπτη, με τον πρωθυπουργό της χώρας Μάριο Ντράγκι να ευελπιστεί ότι θα είναι και το τελευταίο για τη χώρα, καθώς η κρίση της πανδημίας αποκλιμακώνεται.
Οι νέες δαπάνες που θα προσφέρουν φορολογική ελάφρυνση στις επιχειρήσεις έχουν ενσωματωθεί στους δημοσιονομικούς στόχους της κυβέρνησης και θα διευρύνουν το έλλειμμα του κρατικού προϋπολογισμού στο 11,8% του ΑΕΠ φέτος από 9,5% πέρυσι.
Το μεγάλο δημόσιο χρέος της Ιταλίας, το δεύτερο υψηλότερο στην ευρωζώνη ως ποσοστό του ΑΕΠ μετά την Ελλάδα, προβλέπεται να αυξηθεί στο 159,8% του ΑΕΠ φέτος, στο υψηλότερο του επίπεδο στην μεταπολεμική ιστορία της Ιταλίας.
Μαζί με τα μέτρα στήριξης που έχει ήδη πάρει η ιταλική κυβέρνηση για να αντιμετωπιστούν οι επιπτώσεις της πανδημίας, το συνολικό δημοσιονομικό κόστος θα ξεπεράσει τα 200 δις ευρώ από τότε που ξέσπασε η κρίση COVID-19 πριν 15 μήνες.
Το νέο δημοσιονομικό πακέτο που εγκρίθηκε από το κυβερνητικό συμβούλιο περιλαμβάνει κονδύλια για τη δημιουργία θέσεων εργασίας και την αναβάθμιση του συστήματος υγείας και «δεν θα αφήσει κανέναν πίσω», δήλωσε ο Ντράγκι. «Εφόσον η κρίση στης πανδημίας συνεχίσει να βελτιώνεται όπως βλέπουμε μέχρι τώρα, ελπίζω ότι δεν θα υπάρξει ανάγκη για νέες αποφάσεις τέτοιου τύπου στο υπόλοιπο της χρονιάς».
Στην Ιταλία που παρέμεινε σε απαγορευτικό στο μεγαλύτερο μέρος της φετινής χρονιάς, τα ημερήσια κρούσματα και οι θάνατοι από τη νόσο COVID-19 έχουν μειωθεί τις τελευταίες εβδομάδες με την κυβέρνηση να χαλαρώνει τους περιορισμούς.
Από τα 40 δισ. ευρώ του πακέτου, περίπου 17 δισ. θα είναι επιχορηγήσεις σε επιχειρήσεις με τον Ντράγκι να εκτιμά ότι θα συμβάλουν στην αύξηση του ρυθμού ανάπτυξης φέτος που προβλέπεται στο 4,5% μετά την περυσινή ύφεση του 8,9% που ήταν μεταπολεμικό ρεκόρ οικονομικής συρρίκνωσης.
Γύρω στα 4 δισ. ευρώ θα δαπανηθούν για την τόνωση της αγοράς εργασίας με μέτρα όπως φοροελαφρύνσεις για επιχειρήσεις που θα κάνουν προσλήψεις και θα εκπαιδεύσουν προσωπικό.
Η κυβέρνηση ενέκρινε και μέτρα που επεκτείνουν το πάγωμα των απολύσεων που θα εξέπνεε τον Ιούνιο.
Περισσότερα από 2 δισ. ευρώ θα δαπανηθούν στον τομέα της υγείας καθώς η Ιταλία προσπαθεί να επιταχύνει τον ρυθμό εμβολιασμών. Περίπου το 15% του πληθυσμού της χώρας έχει εμβολιαστεί πλήρως ενώ ένα 33% έχει ήδη κάνει την πρώτη δόση, στατιστικά που είναι κοντά στα μέσα επίπεδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Το νέο πακέτο στήριξης της οικονομίας περιλαμβάνει και επέκταση των κρατικών εγγυήσεων σε δάνεια για άλλους έξι μήνες έως το τέλος του 2021 και αναστολές στις πληρωμές των δανείων για μικρομεσαίες επιχειρήσεις μέχρι το τέλος Ιουνίου.
Για το υπόλοιπο του 2021 θα πρέπει να πληρώνονται μόνο οι τόκοι των δανείων. Η κυβέρνηση επίσης αποφάσισε να επεκτείνει τα φορολογικά κίνητρα στις πωλήσεις κόκκινων δανείων από τις τράπεζες.
Το κυβερνητικό συμβούλιο όμως απέρριψε εκείνο το μέτρο που θα απέσυρε την οροφή στα φορολογικά κίνητρα για συγχωνεύσεις στον τραπεζικό κλάδο, κίνηση που έπληξε τις τραπεζικές μετοχές στο ιταλικό χρηματιστήριο.
Το μέτρο που είχε προταθεί από το υπουργείο Οικονομικών θα βελτίωνε την ελκυστικότητα της Banco BPM, της τρίτης μεγαλύτερης τράπεζας στην Ιταλία, με την αγορά να προσδοκά πρόταση εξαγοράς από την ανταγωνίστρια UniCredit. Η μετοχή της Banco BPM απώλεσε ένα 5%.
Τα φορολογικά κίνητρα είχαν επιλεγεί από την προηγούμενη κυβέρνηση με σκοπό να κάνουν την εξαγορά της τράπεζας Monte dei Paschi εύπεπτη για την UniCredit που έχει διάθεση για εξαγορές και συγχωνεύσεις με νέο επικεφαλής τον Andrea Orcel.
Τα κίνητρα θα αύξαναν το φορολογικά οφέλη για τη Unicredit κατά 50% σε ένα ντιλ με την Monte dei Paschi και θα ενίσχυαν ενδεχόμενη εξαγορά και της Banco BPM. Τώρα όμως το σενάριο μιας τριπλής συγχώνευσης είναι λιγότερο πιθανό σύμφωνα με τραπεζικούς κύκλους.
Η Ιταλία πρέπει να μειώσει το ποσοστό 64% που διακρατεί στην τράπεζα Monte dei Paschi μέχρι τα μέσα του 2022. Ωστόσο, οι συζητήσεις με την UniCredit μέχρι στιγμής δεν έχουν παράγει αποτελέσματα.
Η αναδιάρθρωση της Monte dei Paschi έχει αντιμετωπίσει δυσκολίες λόγω της πανδημίας και των χαμηλών επιτοκίων με την τράπεζα να χρειάζεται νέα κεφάλαια πέντε χρόνια μετά τη διάσωση της που είχε κοστίσει 8 δισ. ευρώ, από τα οποία τα 5,4 δις επιβάρυναν τους φορολογούμενους.