Με το σοκ των απογοητευτικών τους επιδόσεων στις Ενδιάμεσες Εκλογές ακόμη να διατρέχει το Κόμμα, μια φωτεινή εξαίρεση για τους Ρεπουμπλικάνους ήταν οι επιδόσεις τους στην Φλόριντα, μέχρι πρότινος αμφιλεγόμενη Πολιτεία που τα τελευταία χρόνια έχει μετατραπεί σε προπύργιο τους.
Πέρα από την συντριπτική επικράτηση σε αυτή την Πολιτεία των Ρεπουμπλικανών υποψηφίων στη Βουλή, στη Γερουσία και εν γένει σχεδόν σε όλες τις πολιτειακές αναμετρήσεις, το πιο εντυπωσιακό αποτέλεσμα ήταν η επανεκλογή του Κυβερνήτη Ρον Ντε Σάντις με είκοσι (!!) μονάδες διαφορά, έναντι μισής μονάδας με την οποία είχε αρχικά εκλεγεί το 2018.
Αυτό το γεγονός, σε συνδυασμό με τις παταγώδεις αποτυχίες πολλών υποψηφίων που είχαν προωθηθεί από τον πρώην Πρόεδρο Τραμπ (όπως ο Τουρκοαμερικανος Μεχμέτ Οζ στην Πενσυλβάνια), έχει οδηγήσει πολλούς στην εκτίμηση ότι, αν και το κέντρο εξουσίας του Κόμματος παραμένει στην Φλόριντα, έχει μεταφερθεί από το θέρετρο του Τραμπ στο Μαρ α Λάγκο στην κατοικία του Κυβερνήτη στο Ταλαχάσι. Είναι ενδεικτικό ότι στο πάρτι της νίκης του Ντε Σάντις το πλήθος ζητωκραύγαζε «άλλα δύο χρόνια», αν και η θητεία του κυβερνήτη είναι τετραετής, με σαφές το υπονοούμενο ότι αναμένουν από αυτόν να διεκδικήσει το χρίσμα του Κόμματος για τις προεδρικές εκλογές το 2024. Σύμφωνα με χθεσινές μετρήσεις, η πλειοψηφία των Ρεπουμπλικανών ψηφοφόρων στην Φλόριντα προτιμά ως υποψήφιο για τον Λευκό Οίκο το 2024 τον Ντε Σάντις από τον Τραμπ.
Η αντίδραση του Τραμπ ήταν απολύτως αναμενόμενη και επιθετική. Αφενός αποποιήθηκε κάθε ευθύνη για τις αποτυχίες στις εκλογές, κατά την προσφιλή του συνήθεια, αλλά αφετέρου έσπευσε να υπενθυμίσει πως στις προεδρικές εκλογές το 2020, πήρε περισσότερες ψήφους στη Φλόριντα από ότι ο Ντε Σάντις τώρα. Φυσικά, η σύγκριση είναι απολύτως άτοπη αφού δεν γίνεται να συγκριθεί η συμμετοχή σε προεδρικές με αυτή σε ενδιάμεσες εκλογές και, σε κάθε περίπτωση, το μέγεθος της εκλογικής επιτυχίας του Κυβερνήτη είναι ξεκάθαρο και πρωτοφανές.
Αυτή η συμπεριφορά του Τραμπ, σε συνδυασμό με τις ευθείες του απειλές προς τον Ντε Σάντις, παραμονές των εκλογών, να μην διανοηθεί να τον αμφισβητήσει εσωκομματικά, δείχνει στην πραγματικότητα ότι τον βλέπει ως μεγάλη απειλή. Πολύ περισσότερο από τη στιγμή που στους συντηρητικούς κύκλους κυριαρχούν ξαφνικά οι φωνές που κατηγορούν τον Τραμπ ως αποτυχημένο σε μία ακόμη εκλογική αναμέτρηση, μετά το 2018 και το 2020, και τεράστιο βαρίδι για το Κόμμα.
Αυτή είναι μια πραγματικότητα που δύσκολα μπορεί να αμφισβητηθεί. Είναι χαρακτηριστικό πως τη διαφορά εις βάρος των Ρεπουμπλικάνων σε εθνικό επίπεδο έκανε, σύμφωνα με τις μετρήσεις, ένα κρίσιμο 10% του εκλογικού σώματος οι οποίοι, ενώ δήλωσαν ότι είναι σχετικά δυσαρεστημένοι με τον Πρόεδρο Μπάιντεν, ψήφισαν στην πλειοψηφία τους Δημοκρατικούς υποψήφιους σε ποσοστό 53-47%. Το 2010 αντίστοιχα, οι ψηφοφόροι που ήταν σχετικά δυσαρεστημένοι με τον Ομπάμα, είχαν ψηφίσει Ρεπουμπλικάνους σε ποσοστό 70-30%.
Είναι ξεκάθαρο πως ο λόγος για αυτή την εκλογική συμπεριφορά είναι η τοξικότητα των Ρεπουμπλικάνων όσο ο ξεκάθαρος ηγέτης τους παραμένει ο Τραμπ, ο οποίος είναι λιγότερο δημοφιλής από τον Μπάιντεν ακόμη και σήμερα, παρά την κατάσταση της οικονομίας και την κακή εικόνα του Προέδρου. Όσο και να συσπειρώνει ο Τραμπ την στενή βάση των συντηρητικών ψηφοφόρων, δημιουργεί ακόμη μεγαλύτερη αντισυσπείρωση ανάμεσα στους προοδευτικούς αλλά και τους πιο κεντρώους πολίτες.
Ωστόσο, η αντίληψη αυτής της πραγματικότητας από τις ελίτ του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος δεν σημαίνει ότι μπορούν εύκολα να απαλλαγούν από τον πρώην Πρόεδρο. Αν και πληγωμένος από τις πρόσφατες εκλογές, παραμένει πολύ δημοφιλής στην κομματική βάση και δεν φαίνεται διατεθειμένος να χαρίσει τον εσωκομματικό του θρόνο σε κανένα αντίπαλο, πολύ περισσότερο στον Ντε Σάντις τον οποίο φαίνεται να αντιπαθεί σφόδρα σε προσωπικό επίπεδο. Για τον δε κυβερνήτη της Φλόριντα, παρά την ευφορία της στιγμής και το κύμα υπέρ του που αυτή έχει δημιουργήσει, το ρίσκο ευθείας αντιπαράθεσης με τον πρώην Πρόεδρο κάθε άλλο παρά αμελητέο είναι. Θα οδηγήσει σε μεγάλη εσωστρέφεια, σφοδρό εσωκομματικό διχασμό και πιθανόν σε ταπεινωτική ήττα. Ο Τραμπ συνεχίζει να έχει την προσωπική αφοσίωση μεγάλου μέρους της βάσης των Ρεπουμπλικανών και, ακόμη και σε περίπτωση που τελικά χάσει το χρίσμα, δεν θα διστάσει να τους στρέψει εναντίον του Κόμματος αν δεν είναι αυτός ο υποψήφιος.
Ο Ντε Σάντις μπορεί να προβάλει ως ο νέος αστέρας του αμερικανικού συντηρητισμού αλλά κανείς δεν πρέπει να υποτιμά τον… ελέφαντα στο δωμάτιο (του Μαρ α Λάγκο).
* Νικόλας Νικολαΐδης, Διδάκτωρ Πολιτικών Επιστημών ΕΚΠΑ, Δικηγόρος