Από τις 24 Φεβρουαρίου η Οικουμένη κρατάει την ανάσα της και δεν παύει να διερωτάται: Θα νικήσει; Στρατιωτικά και βραχυπρόθεσμα, σε κάποιον βαθμό τουλάχιστον, πιθανότατα ναι. Μακροπρόθεσμα, σε πολιτικό, γεωπολιτικό, ηθικό και συμβολικό επίπεδο, με βεβαιότητα όχι. Στην πραγματικότητα έχει ήδη ηττηθεί. Κατά κράτος. Πιο συγκεκριμένα…
Αν είχε κάποιο δίκαιο (για την αμετροεπή διάθεση κάποιων ιεράκων του ΝΑΤΟ να περικυκλώσουν και να στραγγίσουν τη χώρα του), το έχασε…
Αν, περισσότερο επί του πρακτικού και συγκεκριμένου και λιγότερο επί του αξιακού και ηθικού, ήθελε να ανακόψει την επεκτατική διάθεση και βουλιμία της Βορειοατλαντικής Συμμαχίας, της άνοιξε διάπλατα τις πόρτες δύο μεγάλων σκανδιναβικών χωρών (βάζοντας, ταυτόχρονα, τον πλανήτη να κάθεται πάνω σε πυριτιδαποθήκη).
Αν, όπως έλεγε, δεν υπήρχε ουκρανικό έθνος, το δημιούργησε. Με συγκρότηση ενός εξαγνισμένου μαρτυρολόγιου, κοινών τραυματικών μνημών, ακόμη και μύθων, επίσης όμως και ενός κοινού εχθρού. Στοιχεία που προστέθηκαν στην επί δεκαετίες εθνοποιητική λειτουργία των δημοκρατικών θεσμών, σε μια περιοχή του κόσμου όπου αυτοί δεν έχουν εξαιρετικά μεγάλη διάδοση.
Αν η Ευρώπη εστερείτο πράγματι συνοχής και συναντίληψης, της τα προσέφερε.
Αν η Δύση κινείτο πάντα με βραχυπρόθεσμα και ευτελή/ιδιοτελή υλιστικά κίνητρα, την έκανε να στραφεί προς τα μακροπρόθεσμα, τα μετα-υλιστικά και τα μεγάλα.
Αν ήθελε να αναδείξει το μεγαλείο της ρωσικής ψυχής, την κατέστησε την τρισκατάρατη της υφηλίου.
Αν, αυτός και οι στρατηγοί του, περίμεναν οι νότιοι γείτονές του να ανοίξουν τα χέρια για να υποδεχτούν με αγκαλιές τους σπαθοφόρους «ελευθερωτές» τους –απελευθερωτές από τους «ναζί, τους ναρκομανείς και τους ομοφυλόφιλους»- αυτοί οι «αγνώμονες» άνοιξαν, άλλοι κυριολεκτικά και άλλοι μεταφορικά, μόνο τα δάχτυλα και των δύο χεριών για να τους φασκελώσουν. Μαζί με όλη σχεδόν την υφήλιο.
Αν πίστευε πως οι «αλήθειες» του θα βρουν κάποια ευρύτερη απήχηση, μάλλον δεν βρέθηκε κάτω από τον ουράνιο θόλο άνθρωπος που να πίστεψε πως οι ναυαρχίδες αυτοαναφλέγονται (ή «αυτοκτονούν», όπως η πέρδικα του Θεόδωρου Πάγκαλου*), πως οι ουκρανίδες αυτοβιάζονται, πως τα νοσοκομεία και τα σχολεία αυτοβομβαρδίζονται, πως τα πτώματα υποκρίνονται ότι είναι πεθαμένα.
Ακόμη και τους Κινέζους, όμως, αν θεωρούσε πως θα τους έφερνε πολιτικά πιο κοντά του, ούτε αυτό είναι βέβαιο πως το κατάφερε: Αυτοί, προς ώρας τουλάχιστον, μάλλον σε οικονομικούς πολέμους αρέσκονται…
Αν, τέλος, εποφθαλμιούσε θέση στην Ιστορία ανάλογη προς αυτή του Μεγάλου Πέτρου, μάλλον ως Νεοχίτλερ θα καταγραφεί…
Συμπερασματικά, και εν κατακλείδι (ή όπως έλεγαν οι παλαιότεροι κάτοικοι αυτής εδώ της γωνιάς του πλανήτη) «συνελόντι ειπείν»: Όλη η στρατιωτική και πολιτική επένδυσή του περίμενε –και προσέβλεπε σε- έναν πόλεμο-αστραπή.
Η μόνη προσωνυμία με την οποία θα καταγραφεί στο συλλογικό ασυνείδητο της ανθρωπότητας η εισβολή στην Ουκρανία θα είναι: «Ο πόλεμος του Σατράπη». (Όσον αφορά, δε, ειδικά τη χώρα μας είναι ευτύχημα πως μόνο το κόμμα του Βελόπουλου –που προφανώς έχει όλως ειδικές γεωπολιτικές ευαισθησίες- δεν συμμερίζεται τον χαρακτηρισμό αυτόν).
*Παραπέμπω στο αμέσως προηγούμενο άρθρο μου στο Liberal.gr.
ΥΓ. Πάντως, και όση και αν είναι η αρχαϊκότητα και ο πρωτογονισμός του λόγου που ακούστηκε στο συνέδριο του ΣΥΡΙΖΑ, ως Ελλάδα τού οφείλουμε και κάτι: με ολόκληρη τη Σερβία, κοινωνία και πολιτικό σύστημα εξίσου, φανατικά πουτινόφιλη, αποτελεί ευτύχημα που ο βόρειος γείτονάς μας αποσπάστηκε από τα νύχια του ρώσου δικτάτορα-κακεμπίτη…
**O καθηγητής Θανάσης Διαμαντόπουλος είναι συγγραφέας του έργου «Η κορύφωση του Εθνικού Διχασμού: Η δίκη των Έξι, ‘αναγκαίο σφάλμα’ ή ‘δικαστικός φόνος’;»