Σε αγωνιώδες αδιέξοδο οδηγείται η κρίση με την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία, καθώς ούτε η εύκολη προέλαση που ίσως ήλπιζε ο πρόεδρος Πούτιν ήρθε, ούτε όμως και η καθαρή επικράτηση των ουκρανικών δυνάμεων επί των εισβολέων είναι στον ορίζοντα.
Καθώς δεν μπορεί να ξεκαθαρίσει η εικόνα στο πεδίο, δυσχεραίνεται και η κάθε προσπάθεια για να υπάρξουν ουσιαστικές επαφές και διαπραγματεύσεις που θα οδηγούσαν σε εκεχειρία και αποκλιμάκωση.
Η τακτική που ακολούθησε η ρωσική πλευρά έχει «βραχυκυκλώσει» ακόμη και τους εις βάθος γνώστες της ρωσικής στρατηγικής και της ψυχοσύνθεσης του Ρώσου προέδρου. Αρχικά ήταν η συγκέντρωση μεγάλων δυνάμεων έξω από τα σύνορα της Ουκρανίας, οι συνεχείς κατηγορηματικές διαψεύσεις των πληροφοριών των Αμερικανών ότι επίκειται εισβολή και τέλος η ανάληψη στρατιωτικής επιχείρησης εναντίον της Ουκρανίας. Σε πρώτη φάση οι εκτιμήσεις συνέκλιναν ότι η ρωσική στρατιωτική μηχανή θα ενίσχυε τους ρωσόφωνους αυτονομιστές στο Ντονμπάς και το πιο προωθημένο σενάριο προέβλεπε ότι θα προσφέρονταν στρατιωτική στήριξη ώστε αυτοί να επεκταθούν προς τα δυτικά καταλαμβάνοντας όλα τα εδάφη που υπάγονται στα Διοικητικά όρια του Ντονμπάς.
Όμως οι επιθέσεις στο Χάρκοβο, στην Κεντρική, βόρεια και νότια Ουκρανία με χειρουργικά πλήγματα κυρίως με πυραύλους αέρος-αέρος και εδάφους αέρος επιχειρήθηκε η εξουδετέρωση της ουκρανικής αμυντικής δυνατότητας. Κάτι που όπως όλα δείχνουν δεν επιτεύχθηκε τουλάχιστον στον βαθμό που θα οδηγούσε σε άνευ όρων παράδοση.
Συγχρόνως υπήρξε προσπάθεια για τον έλεγχο υποδομών, είτε αεροδρομίων είτε υδροηλεκτρικών σταθμών και πυρηνικών σταθμών, που θα μπορούσαν έτσι να σφίξουν τον κλοιό γύρω από τον πληθυσμό αυξάνοντας την πίεση στον πρόεδρο Ζελένσκυ.
Ήταν προφανές ότι ο πρόεδρος Πούτιν και ο υπουργός Άμυνας Σ. Σοϊγκου είχαν επιλέξει τη στρατηγική της κλιμακωτής και «ήπιας» εισβολής ώστε να αποφευχθούν πλήγματα πολιτικών στόχων που θα είχαν και ως συνέπεια απώλειες μεταξύ των αμάχων, καθώς κάτι τέτοιο δεν θα εξυπηρετούσε το αφήγημα της στρατιωτικής εισβολής της Ρωσίας για την «απελευθέρωση» των Ουκρανών και των «καταπιεσμένων» ρωσόφωνων από τη «ναζιστική» κυβέρνηση Ζελένσκυ.
Όμως αυτή η τακτική προσέφερε χρόνο στην ουκρανική πλευρά να οργανώσει την άμυνα της αλλά και στη διεθνή κοινότητα να κινητοποιηθεί τόσο διπλωματικά όσο και για την ενίσχυση της άμυνας της Ουκρανίας, καίγοντας συγχρόνως και το χαρτί του αιφνιδιασμού για τη Ρωσία. Και η εισβολή στον αστικό ιστό και η κατάληψη πόλεων δεν είναι εύκολη υπόθεση πολύ περισσότερο όταν εκδηλώνεται αντίσταση από τον ίδιο τον πληθυσμό. Ούτε όμως φαίνεται από τις μέχρι τώρα κινήσεις ότι υπάρχει αποφασιστικότητα στην επιδίωξη ελέγχου των υποδομών που θα μπορούσαν να στραγγαλίσουν τις μεγάλες πόλεις κλείνοντας τη στρόφιγγα του ανεφοδιασμού, του ηλεκτρικού ρεύματος, του νερού και του φυσικού αερίου, υποχρεώνοντας την ουκρανική κυβέρνηση να καταθέσει τα όπλα.
Πολιτικά, ο πρόεδρος Ζελένσκυ είναι πλέον ισχυροποιημένος με τη στήριξη που δέχεται από τη Δύση και θα είναι ιδιαίτερα δύσκολο να θεωρηθεί ότι αρκεί μια δική του παραίτηση για να δώσει διέξοδο στην κρίση. Ο Ζελένσκυ αποτελεί κόκκινο πανί για τη Μόσχα η οποία θα επιθυμούσε διακαώς και αυτό ήταν το Σχέδιό της, να ανατραπεί ο ουκρανός πρόεδρος και να εγκατασταθεί μια άλλη ηγεσία φιλορωσική.
Εξάλλου ακόμη και στις χθεσινές διαπραγματεύσεις και επαφές φαίνεται ότι παραμένει η απαίτηση του κ. Πούτιν που προβάλλεται επικοινωνιακά ως «αποναζικοποίηση» της χώρας.
Ακόμη κι αν ο Ζελένσκυ προθυμοποιούνταν να θυσιαστεί και να αποχωρήσει από την Προεδρία, δεν θα υπήρχε δυνατότητα συνεννόησης και συμβιβασμού σε μία άλλη προσωπικότητα ενωτική και ανεξάρτητη.
Πέραν των προσώπων όμως, τα κρίσιμα θέματα τις επόμενες ημέρες θα είναι τόσο το εδαφικό, δηλαδή αν θα γίνει αποδεκτή μια ντε φάκτο διεύρυνση των εδαφών που θα απολέσει η Ουκρανία, προς όφελος είτε των περιοχών που έχουν αποσχισθεί, είτε της ιδίας της Ρωσίας, αλλά και το μελλοντικό καθεστώς της Ουκρανίας σε ό,τι αφορά τις ρυθμίσεις ασφάλειας.
Τα τετελεσμένα επί του εδάφους σπανίως ανατρέπονται με διαπραγματεύσεις και συνεπώς θα είναι πολύ δύσκολη η εξίσωση μιας και ο πρόεδρος Πούτιν που έφθασε στο σημείο να απειλεί με το «πυρηνικό οπλοστάσιο» της Ρωσίας, κινητοποίησε μια σημαντική στρατιωτική δύναμη και προφανώς δεν θα επιστρέψει εντός των συνόρων του, χωρίς να αποσπάσει σημαντικά ανταλλάγματα που θα δικαιολογήσουν και στο εσωτερικό της Ρωσίας, το τεράστιο κόστος αυτής της επιχείρησης.
Όμως και για τον ίδιο τον πρόεδρο Ζελένσκυ είναι ζωτικής σημασίας και θέμα εθνικής επιβίωσης να αποτρέψει έναν ακόμη ακρωτηριασμό της εδαφικής κυριαρχίας της Ουκρανίας. Η επέκταση του ελέγχου των αυτονομιστών σε όλη τη διοικητική περιφέρεια του Ντονμπάς, ή η ενοποίηση με την Κριμαία των περιοχών που έχουν αποσχισθεί και πολύ περισσότερο η δημιουργία νέας κάθετης «γραμμής επαφής» που θα φθάνει μέχρι λίγα χιλιόμετρα ανατολικά του Κιέβου είναι ενδεχόμενα που δεν μπορεί να τα αντέξει καμιά ουκρανική κυβέρνηση. Και φυσικά ούτε η Δύση.
Σοβαρότατο ζήτημα παραμένει το θέμα των εγγυήσεων ασφαλείας. Υπό τις συνθήκες αυτές είναι απολύτως ξεκάθαρο ότι πέραν ορισμένων ρητορικών καθησυχαστικών δηλώσεων ότι δεν επίκειται ένταξη της Ουκρανίας στο ΝΑΤΟ, καμιά κατηγορηματική και με μακροχρόνιο ορίζοντα δέσμευση για αποστρατικοποίηση και ουδετεροποίηση της Ουκρανίας δεν μπορεί να προσφερθεί στον Β. Πούτιν.
Εξάλλου ή ίδια η ρωσική επίθεση επιβεβαίωσε όλους όσοι επέμεναν ότι δεν είναι επιλογή η ουδετεροποίηση της Ουκρανίας, καθώς μόνο με χώρες υποτελείς (όπως η Λευκορωσία) αισθάνεται ασφάλεια η Ρωσία.
Οι επόμενες ημέρες θα είναι εξαιρετικά κρίσιμες καθώς η Συμφωνία επί των όρων μιας εκεχειρίας είναι εξαιρετικά δύσκολη και συγχρόνως ο Ρώσος πρόεδρος έχοντας ήδη υποστεί τις πιο σοβαρές και επώδυνες κυρώσεις και τη διεθνή κατακραυγή, ίσως μπει στον πειρασμό να ολοκληρώσει την περιπέτεια της Ουκρανίας με τα πιο ακραία σενάρια. Που θα δημιουργήσουν τρομακτικά τετελεσμένα σε μια Ήπειρο που δείχνει σαστισμένη μια και ήλπιζε ότι έχει ξεπεράσει το φάντασμα των πολέμων με τη λήξη του Β Παγκοσμίου Πολέμου στην Ευρώπη στις 9 Μαΐου 1945.