«Nα υπερασπιστεί τη νέα στρατηγική της Γερμανίας έναντι της Κίνας με ιδιαίτερη έμφαση στα ανθρώπινα δικαιώματα και τον αθέμιτο ανταγωνισμό στο εμπόριο» είναι αυτό που κατά την υπουργό Εξωτερικών της Γερμανίας, Αναλένα Μπέρμποκ, πρέπει να κάνει ο καγκελάριος Σολτς κατά την επίσκεψή του, την Παρασκευή, στο Πεκίνο, αναφέρει το ΑΠΕ-ΜΠΕ.
Η Μπέρμποκ προέβη στην παραπάνω δήλωση κατά την επίσημη επίσκεψή της στην Τασκένδη, και μεταξύ άλλων επιβεβαιωσε πληροφορίες ότι ήταν δυσαρεστημένη από τις πρόσφατες κινήσεις του κ. Σολτς σε σχέση με την Κίνα.
Τόνισε ότι «ο καγκελάριος επέλεξε ο ίδιος τη στιγμή του ταξιδιού του», καθότι η επίσκεψη του Σολτς στην Κίνα έχει προκαλέσει έντονες αντιδράσεις και στο εσωτερικό της Γερμανίας. «Τώρα είναι σημαντικό να ξεκαθαρίσουμε στην Κίνα τα μηνύματα που δώσαμε μαζί στην προγραμματική συμφωνία, τα μηνύματα που έφερα μαζί μου και στην κεντρική Ασία», δήλωσε η υπουργός. Ο καγκελάριος πρέπει να καταστήσει σαφές «ότι τα ζητήματα του θεμιτού ανταγωνισμού, των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και του σεβασμού στο διεθνές δίκαιο αποτελούν για μας τη βάση για οποιαδήποτε διεθνή συνεργασία - είτε στην κεντρική Ασία είτε αλλού στον κόσμο», πρόσθεσε.
Η Γερμανία «γράφει νέα στρατηγική για την Κίνα»
Η γερμανική κυβέρνηση «γράφει νέα στρατηγική για την Κίνα», τόνισε η Μπέρμποκ κατά τη συνάντησή της με τον Ουζμπέκο ομόλογό της Βλάντιμιρ Νόροφ. Το κινεζικό πολιτικό σύστημα «έχει αλλάξει δραματικά τα τελευταία χρόνια και, ως αποτέλεσμα, έπρεπε να αλλάξει και η γερμανική πολιτική για την Κίνα», διευκρίνισε και υπενθύμισε ότι στην προγραμματική συμφωνία των κομμάτων του κυβερνητικού συνασπισμού δηλώνεται ξεκάθαρα ότι «η Κίνα είναι εταίρος της Γερμανίας σε διεθνή θέματα - δεν είναι δυνατόν σε ένα παγκοσμιοποιημένο περιβάλλον να αποσυνδεθούμε -, αλλά η Κίνα είναι και ανταγωνιστής και όλο και πιο πολύ συστημικός αντίπαλος».
Υπενθυμίζεται ότι, την περασμένη εβδομάδα το υπουργικό συμβούλιο ενέκρινε τη συμμετοχή της κρατικής κινεζικής ναυτιλιακής εταιρίας Cosco στο λιμάνι του Αμβούργου με ποσοστό 24,9%, έναντι του 35% που επρόκειτο αρχικά να διατεθεί. Το υπουργείο Εξωτερικών βρισκόταν μεταξύ των έξι υπουργείων που είχαν εκφράσει επισήμως τις αντιρρήσεις τους για τη συγκεκριμένη επένδυση.