Ο πρώην πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ ο οποίος έχει αποκλειστεί από τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης μετά τα γεγονότα του Καπιτωλίου αναμένεται να καταθέσει αγωγές κατά του CEO του Facebook Μάρκ Ζουκερμπεργκ, του CEO του Twitter Τζακ Ντόρσεϊ και της Google με το επιχείρημα ότι βάλλουν κατά της ελευθερίας του λόγου.
Σε συνέντευξη Τύπου που παραχώρησε στο γήπεδο γκολφ που διαθέτει στο Νιου Τζέρσεϊ, ο Ντόναλντ Τραμπ τόνισε ότι ζητά «να μπει τέλος στη σιωπή που του επέβαλαν και να τον βγάλουν από τη μαύρη λίστα». Ισχυρίστηκε επίσης ότι άδικα τον έχουν λογοκρίνει και τον έχουν μπλοκάρει από τις πλατφόρμες.
Η κίνηση του Τραμπ αποτελεί μέρος συλλογικών αγωγών κατά των δυο κολοσσών της κοινωνικής δικτύωσης οι οποίες στηρίζονται από στενούς συμμάχους του πρώην προέδρου, όπως το America First Policy Institute που φέρονται να έχουν υποστεί λογοκρίσια από Twitter και Facebook.
Ο Τραμπ είπε ότι η αγωγή θα στοχεύσει «στο ελάχιστο» να αλλάξει την προστασία που απολαμβάνουν οι πλατφόρμες κοινωνικής δικτύωσης. Στο Άρθρο 230 του νόμου «Περί Ευπρέπειας στις Επικοινωνίες» ορίζεται ότι τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης δεν είναι εν γένει υπεύθυνα για το περιεχόμενο που αναρτούν οι χρήστες τους, αλλά μπορούν να αφαιρέσουν περιεχόμενο άσεμνο, παρενοχλητικό ή βίαιο.
Πριν λίγες μέρες μάλιστα ο Τραμπ, στον οποίο έχει απαγορευθεί διά βίου η χρήση του Twitter, εξήρε τη στάση της νιγηριανής κυβέρνησης του προέδρου Μουχαμαντού Μπουχάρι «Συγχαρητήρια στη χώρα της Νιγηρίας (sic), που μόλις απαγόρευσε το Twitter», ανέφερε ο μεγιστάνας.
Η πρόσβαση του Τραμπ απαγορεύτηκε εξαιτίας ανησυχιών για το ξέσπασμα μεγαλύτερων βίαιων αντιδράσεων, μετά την αιματηρή εισβολή της 6ης Ιανουαρίου στο Καπιτώλιο από υποστηρικτές του. Ο Τραμπ αποχώρησε από το Λευκό Οίκο στις 20 Ιανουαρίου, ενώ ισχυρίστηκε ψευδώς ότι έχασε τις προεδρικές εκλογές του περασμένου Νοεμβρίου από τον Τζο Μπάιντεν εξαιτίας ευρείας εκλογικής νοθεία.
Προ μηνός, το Facebook ανακοίνωσε ότι η επιστροφή του Τραμπ στην πλατφόρμα του, όπως και στην πλατφόρμα του Instagram, δεν πρόκειται να λάβει χώρα πριν από τον Ιανουάριο του 2023. Τότε, ο Αμερικανός μεγιστάνας είχε καταγγείλει την απόφαση ως «προσβολή προς τα 75 εκατομμύρια"των Αμερικανών, που τον ψήφισαν το 2020».