Της Οντίν Λιναρδάτου
Κανένας δεν πιστεύει τίποτα. Οι Αμερικάνοι έχουν εξαντληθεί από την πυκνή ομίχλη των πολιτικών ειδήσεων και δεν έχουν καμία διάθεση να ασχοληθούν με τις αλήθειες και τα ψέματα. Δεν έχουν καμία διάθεση να ψάξουν τι είναι αλήθεια και τι ψέματα. Αυτή τη ζοφερή πραγματικότητα της ζωής των αμερικανών ψηφοφόρων περιγράφει άρθρο των New York Times με αφορμή τη διαδικασία παραπομπής του αμερικανού προέδρου, ενός γεγονότος που θα έπρεπε να είναι ζωτικής σημασίας για τους πολίτες. Και όμως κανείς δεν ενδιαφέρεται αν εξαιρέσουμε τους πολιτικούς, τους δημοσιογράφους και τα έμμισθα στελέχη των κρατικών υπηρεσιών της Ουάσινγκτον.
Τελευταία δημοσκόπηση του Associated Press δείχνει πως το 47% των Αμερικανών πιστεύει πως είναι πολύ δύσκολο να καταλάβει κανείς αν μία πληροφορία είναι αληθινή. Μόνο το 31% το θεωρεί απλό. Το 60% των Αμερικανών υποστηρίζει πως πολύ συχνά βλέπει αντικρουόμενα ρεπορτάζ σε διαφορετικά μέσα που αφορούν όμως στο ίδιο θέμα.
Σήμερα περισσότερο από ποτέ όχι μόνο στις Ηνωμένες Πολιτείες αλλά και στην Ευρώπη και στην Ελλάδα είναι για τους πολίτες θολές οι γραμμές που χωρίζουν το ρεπορτάζ που στηρίζεται σε αληθινά γεγονότα και στην σχολιογραφική αρθρογραφία.
Αποτέλεσμα όλων αυτών είναι πως οι άνθρωποι σταματούν να ακούν γιατί δεν θέλουν πια να τσακώνονται για το ποιος έχει δίκιο και επειδή βρίσκουν αυτή την ατμόσφαιρα τοξική. Για τον κ. Τρουντέλ που εργάζεται ως διευθυντής ασφαλείας σε ένα εμπορικό κέντρο τα πράγματα είναι απλά γιατί όπως λέει η πολιτική θυμίζει πια καταθέσεις αυτόπτων μαρτύρων όπου ο καθένας λέει διαφορετικά πράγματα για το ίδιο ακριβώς γεγονός.
Το πρόβλημα είναι βαθύ και παγκόσμιο. Γιατί δεν έχει να κάνει μόνο με το γεγονός πως οι άνθρωποι πιστεύουν ενδεχομένως τα ψέματα που διαβάζουν στο διαδίκτυο αλλά κυρίως γιατί έχουν σταματήσει να πιστεύουν στα σωστά πράγματα ή έχουν σταματήσει να πιστεύουν σε οτιδήποτε πια. Οι ψευδείς ειδήσεις αποτελούν μόνο ένα μέρος του προβλήματος , ο όγκος των ειδήσεων και η δυσκολία διαχωρισμού του ρεπορτάζ από την άποψη είναι αυτό που τελικά οδηγεί στην κόπωση και στην άρνηση για ενημέρωση.
Στο σημερινό πολιτικό χρόνο δεν χρειάζεται κανείς ούτε φυσικά οι πολιτικοί να στηρίζουν αυτό που λένε σε πραγματικά στοιχεία. Το αποτέλεσμα αυτής της πρακτικής είναι η δημιουργία ενός κοινού που είναι κυνικό και που απορρίπτει οτιδήποτε δεν ταυτίζεται με τη δική του άποψη. Τη δεκαετία του 1970 τα 3/4 των Αμερικανών εμπιστευόντουσαν τις εφημερίδες , το ραδιόφωνο και την τηλεόραση.
Σήμερα λιγότεροι από τους μισούς εμπιστεύονται τα παραδοσιακά ΜΜΕ. Και εδώ η διαφορά ανάμεσα στους Δημοκρατικούς και τους Ρεπουμπλικάνους είναι σημαντική. Το 69% των Δημοκρατικών έχει εμπιστοσύνη στα ΜΜΕ ενώ μόνο το 15% των Ρεπουμπλικάνων τα εμπιστεύεται και το 36% των Ανεξάρτητων σύμφωνα με δημοσκόπηση της Gallop. Νέες ακαδημαϊκές μελέτες δείχνουν πως η αποφυγή της ενημέρωσης δεν έχει ιδεολογικό πρόσημο. Δεν αποφεύγουν δηλαδή μόνο οι δεξιοί ή μόνο οι αριστεροί να ενημερώνονται.
Οι νέοι, οι γυναίκες και οι πιο φτωχοί είναι εκείνοι που δεν επιθυμούν πια να διαβάζουν, να ακούν και να βλέπουν ειδήσεις. Είναι οι άνθρωποι που πιέζονται πιο πολύ στην καθημερινότητα τους. Δουλειά, σπίτι, υποχρεώσεις, άγχος. Δεν μένει χρόνος για να ασχοληθεί κανείς με το ποιες ειδήσεις είναι αληθείς και ποιες ψευδείς. Ο κόσμος αντιμετωπίζει με σκεπτικισμό όλα αυτά που είναι εκεί έξω στη ζώνη της πολιτικής και έχει κουραστεί να ψάχνει μόνος του να βρει τις αλήθειες . Προτιμά να βλέπει Netflix.