Οι σχέσεις της Ελλάδας με την Αλβανία βρίσκονται ξανά το τελευταίο διάστημα στο προσκήνιο.
Η καλή σχέση της Ελλάδας με την Αλβανία είναι πολύ σημαντική, όχι μόνο γιατί η χώρα μας συνορεύει στα βορειοδυτικά με αυτήν, αλλά και γιατί οι δύο κοινωνίες, η ελληνική και η αλβανική, ιδίως μετά την πτώση του κομμουνισμού πριν από τριάντα χρόνια, βρίσκονται σε διαρκή στενή επαφή. Εκατοντάδες χιλιάδες Αλβανοί ζουν και εργάζονται στην πατρίδα μας, ενώ στην Αλβανία διαβιεί μια μεγάλη ελληνική μειονότητα και όλος ο αλβανικός νότος βρίσκεται υπό την οικονομική και πολιτιστική επιρροή της Ελλάδας. Με άλλα λόγια, η καλή σχέση των δύο λαών δεν είναι πια μόνο διεθνές ζήτημα, αλλά και εσωτερικό των δύο χωρών.
Η Ελλάδα υποστηρίζει την ευρωπαϊκή προοπτική όλων των Δυτικών Βαλκανίων - ήταν άλλωστε αυτή που τη θεμελίωσε με την περίφημη Σύνοδο της Θεσσαλονίκης το 2003. Έκτοτε έγιναν κάποια βήματα, αλλά υπάρχουν και σημαντικές καθυστερήσεις. Ευθύνες έχουν και η Αλβανία και η Ευρώπη, αλλά και τα κράτη της περιοχής εξαιτίας των προβλημάτων που αντιμετωπίζουν σε ζητήματα κράτους δικαίου, διαφθοράς, οργανωμένου εγκλήματος, συνοριακών διαφορών αλλά και οικονομικής καχεξίας.
Η Αλβανία ξεκινώντας από πολύ χαμηλή βάση, όντας η φτωχότερη χώρα στην Ευρώπη τη δεκαετία του '90, έχει μια αξιοπρεπή έως και αξιοθαύμαστη οικονομική επίδοση, σε αντίθεση με άλλες όμορες χώρες της και παραμένει μια σχετικά δυναμική κοινωνία, παρά τη διαρκή διαρροή εργατικού δυναμικού κυρίως προς την Ελλάδα και την Ιταλία. Η περαιτέρω ανάπτυξη και εξευρωπαϊσμός της Αλβανίας αποτελεί σημαντική ελληνική προτεραιότητα.
Όμως για λόγους ιστορικούς, πολιτικούς, θρησκευτικούς και οικονομικούς, η Αλβανία επιδιώκει να ισορροπήσει μεταξύ Ελλάδος και Τουρκίας. Θεωρεί και τις δύο χώρες στρατηγικούς εταίρους, παρά την ένταση που υπάρχει ανάμεσα στις δύο χώρες. Η Τουρκία έχει αναγνωρίσει το Κόσοβο, προμήθευσε την Αλβανία με εμβόλια κατά του κορονοϊού, οι δύο χώρες έχουν αμυντική συνεργασία και πρόσφατα η Αλβανία αγόρασε τουρκικά drones. Η Αλβανία με την Ελλάδα έχει πολλά διμερή θέματα και κοιτάει προς την Ε.Ε.
Αυτή η πολιτική των ίσων αποστάσεων για τα Τίρανα μεταξύ Άγκυρας και Αθήνας δεν είναι πάντοτε εφικτή εξαιτίας και της έντασης στις ελληνοτουρκικές σχέσεις. Η Ελλάδα ήδη από την πρώτη δεκαετία του αιώνα επιδίωξε την οριοθέτηση υφαλοκρηπίδας και ΑΟΖ με την Αλβανία και κατέληξε σε σχετική συμφωνία το 2009, η οποία ωστόσο δεν επικυρώθηκε στη συνέχεια, εξαιτίας και της πίεσης της Τουρκίας.
Πρόσφατα συμφωνήθηκε η παραπομπή της υπόθεσης στη Χάγη, αλλά η υπογραφή του σχετικού συνυποσχετικού καθυστερεί με ευθύνη της αλβανικής πλευράς, εξαιτίας όπως λέγεται, των συνεχιζόμενων τουρκικών πιέσεων. Η Τουρκία δεν θέλει ένα προηγούμενο στην περιοχή όπου δύο κράτη λύνουν ειρηνικά τις διαφορές τους μέσω της προσφυγής στης Χάγη.
Από την άλλη μεριά, η ευρωπαϊκή προοπτική της Αλβανίας περνάει μέσα από την Αθήνα, χωρίς τη συναίνεση της οποίας δεν μπορεί αυτή να προχωρήσει. Αυτό είναι κι ένα σπουδαίο χαρτί το οποίο αξιοποιεί κατάλληλα η ελληνική διπλωματία. Ο Έντι Ράμα δεν είναι πια ο μετρημένος, μετριοπαθής μεταρρυθμιστής των πρώτων χρόνων στην πολιτική. Οι εκλογικές νίκες του, αλλά και η αδυναμία της κεντροδεξιάς αντιπολίτευσης του έχουν δώσει αυτοπεποίθηση, έως και μια σχετική αλαζονεία που συχνά τον κάνει δύσκολο συνομιλητή.
Ωστόσο, ιστορικά το Αλβανικό Σοσιαλιστικό Κόμμα, του οποίου ηγείται, θεωρούσε τον αλβανικό νότο προπύργιό του και διέθετε ισχυρά ερείσματα και στην ελληνική μειονότητα, σε αντίθεση με το Δημοκρατικό Κόμμα του Σαλί Μπερίσα, το οποίο είχε τη δύναμή του συγκεντρωμένη στον αλβανικό Βορρά. Αυτό το στοιχείο ίσως φανεί χρήσιμο στην ελληνοαλβανική προσέγγιση που επιχειρείται, προς όφελος της ειρήνης και της σταθερότητας στα πάντα ασταθή και εύφλεκτα Βαλκάνια, την ώρα, που μετά τον πόλεμο στην Ουκρανία, η Ευρώπη το τελευταίο που χρειάζεται είναι μια αναζωπύρωση της έντασης στην ευρύτερη περιοχή μας.