Απρόβλεπτος παράγοντας εν μέσω του πολέμου στη Γάζα, που μπορεί και από λάθος υπολογισμούς να οδηγήσει σε περιφερειακή σύγκρουση, είναι οι δυνάμεις των σιιτών Χούθι στην Υεμένη, μέρος του «άξονα αντίστασης» των συμμάχων και των πληρεξουσίων του Ιράν στη λεγόμενη «Σιιτική Ημισέληνο» της Μέσης Ανατολής. Όσο η σύγκρουση στη Γάζα παρατείνεται, τόσο αυξάνεται ο κίνδυνος που προέρχεται από τους Χούθι.
Οι ηγέτες των Χούθι δηλώνουν αποφασισμένοι να επιδείξουν στρατιωτική αλληλεγγύη στη Χαμάς στον πόλεμο με το Ισραήλ. Οι πύραυλοι κρουζ και τα drones που εκτοξεύονται από την Υεμένη προς το Ισραήλ καταρρίπτονται από την ισραηλινή αεράμυνα και τις αμερικανικές ναυτικές δυνάμεις στην περιοχή, ωστόσο επιβεβαιώνουν ότι ο κίνδυνος επέκτασης του πολέμου ελλοχεύει.
Παρότι σχετικά περιορισμένες, οι επιθέσεις λαμβάνουν χώρα εν μέσω σοβαρών συνομιλιών των Χούθι με τη Σαουδική Αραβία για την επίτευξη μόνιμης ειρηνευτικής συμφωνίας στη ρημαγμένη από τον εμφύλιο πόλεμο Υεμένη. Το κατά πόσο οι Χούθι θα έθεταν σε κίνδυνο μια προσέγγιση με το Ριάντ είναι αμφίβολο. Όμως η κατάληψη του πλοίου Galaxy Leader οδηγεί σε δεύτερες σκέψεις.
Τα πιθανά οφέλη για το κίνημα και τον λαό της Υεμένης μίας ειρηνευτικής συμφωνίας μπορεί να είναι πολλά, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι οι Χούθι θα ακολουθήσουν τον δρόμο της ειρήνευσης καθώς δεν μπορεί να αγνοηθεί το γεγονός ότι εξακολουθούν να λειτουργούν ως «μπαλαντέρ» στο ασταθές σκηνικό της Μέσης Ανατολής, όπως σημειώνουν αναλυτές διεθνών σχέσεων.
Ένας πόλεμος δι’ αντιπροσώπων
Ο εμφύλιος πόλεμος στην Υεμένη ξεκίνησε το 2014, όταν οι υποστηριζόμενοι από το Ιράν σιίτες αντάρτες Χούθι κατέλαβαν την πρωτεύουσα και μεγαλύτερη πόλη της Υεμένης, Σαναά, απαιτώντας χαμηλότερες τιμές καυσίμων και κυβερνητική αλλαγή.
Έπειτα από αποτυχημένες διαπραγματεύσεις με τη σουνιτική κυβέρνηση, οι αντάρτες εισέβαλαν το προεδρικό μέγαρο τον Ιανουάριο του 2015, αναγκάζοντας τον πρόεδρο Αμπντ Ράμπου Μανσούρ Χάντι να εγκαταλείψει την Σαναά και να υποβάλει την παραίτησή του. Η παραίτηση κατόπιν ανακλήθηκε σε μία απόπειρα να κυβερνήσει από το Άντεν, στα νότια, προτού τελικά φύγει από τη χώρα για να κυβερνήσει εξόριστος από τη Σαουδική Αραβία.
Από τον Μάρτιο του 2015, η Σαουδική Αραβία ενεπλάκη δυναμικά στον εμφύλιο πόλεμο της Υεμένης και με την υλικοτεχνική και πληροφοριακή υποστήριξη των Ηνωμένων Πολιτειών συγκρότησε έναν συνασπισμό από αραβικά κράτη του Κόλπου, που επέβαλε οικονομική απομόνωση και εξαπέλυσε αεροπορικές επιδρομές κατά των Χούθι, ενώ παράλληλα προχώρησε σε ναυτικό αποκλεισμό για να εμποδίσει το Ιράν να τους προμηθεύει με όπλα.
Η στρατιωτικοποίηση των υδάτων της Υεμένης τράβηξε την προσοχή του αμερικανικού Ναυτικού, το οποίο συνέχισε να κατάσχει ιρανικά όπλα που κατευθύνονταν προς την Υεμένη και ενέτεινε τις στοχευμένες επιθέσεις κατά τρομοκρατικών στόχων.
Στην πράξη, επρόκειτο για την απαρχή ενός πολέμου μεταξύ του Ιράν και της Σαουδικής Αραβίας που διεξαγόταν «δι’ αντιπροσώπων», με διαχωριστική γραμμή τα όρια επιρροής μεταξύ του σουνιτικού και σιτικού Ισλάμ.
Η Σαουδική Αραβία και τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα ηγήθηκαν επίσης μιας αδυσώπητης αεροπορικής εκστρατείας, με τον συνασπισμό τους να πραγματοποιεί πάνω από 25.000 αεροπορικές επιδρομές που προκάλεσαν περισσότερους 19.000 θύματα μεταξύ των αμάχων. Από το 2021 έως το 2022 οι Χούθι απάντησαν με σειρά επιθέσεων με μη επανδρωμένα αεροσκάφη κατά της Σαουδικής Αραβίας και των Ηνωμένων Αραβικών Εμιράτων.
Τον Ιούλιο του 2016, οι Χούθι και η κυβέρνηση του πρώην προέδρου Σάλεχ, ο οποίος ανατράπηκε το 2011 μετά από σχεδόν 30 χρόνια στην εξουσία, ανακοίνωσαν τη συγκρότηση ενός πολιτικού συμβουλίου για τη διακυβέρνηση της Σαναά και μεγάλου μέρους της βόρειας Υεμένης. Ωστόσο, τον Δεκέμβριο του 2017, ο Σάλεχ ήρθε σε ρήξη με τους Χούθι και κάλεσε τους οπαδούς του να πάρουν τα όπλα εναντίον τους. Ο Σάλεχ σκοτώθηκε και οι δυνάμεις του ηττήθηκαν μέσα σε δύο ημέρες.
Εν τω μεταξύ, ο Χάντι και η διεθνώς αναγνωρισμένη κυβέρνηση αντιμετώπισαν τη δική τους πρόκληση: το Μεταβατικό Συμβούλιο του Νότου (STC). Το STC ιδρύθηκε το 2017 και προέκυψε από το νότιο αυτονομιστικό κίνημα που προϋπήρχε του εμφυλίου πολέμου και ελέγχει περιοχές στα νοτιοδυτικά, συμπεριλαμβανομένου του Άντεν. Μια συμφωνία του 2019 με τη μεσολάβηση της Σαουδικής Αραβίας ενσωμάτωσε το STC στη διεθνώς αναγνωρισμένη κυβέρνηση, αλλά η φράξια αυτή αποτελεί ακόμη κίνδυνο για την ενότητα της χώρας, καθώς έχει επαναλάβει τις εκκλήσεις για ένα ανεξάρτητο κράτος στα νότια της Υεμένης, περιπλέκοντας τις προοπτικές ειρήνης.
Τον Απρίλιο του 2022, ο διεθνώς αναγνωρισμένος πρόεδρος της Υεμένης, Αμπντ Ραμπού Μανσούρ Χάντι, παραιτήθηκε έπειτα από δέκα χρόνια στην εξουσία για να δώσει τη θέση του σε ένα νέο επταμελές προεδρικό συμβούλιο, πιο αντιπροσωπευτικό των πολιτικών παρατάξεων της Υεμένης. Στο νέο συμβούλιο προεδρεύει ο Ρασάντ αλ-Αλίμι, σύμβουλος του Χάντι με στενούς δεσμούς με τη Σαουδική Αραβία και ισχυρούς πολιτικούς της Υεμένης.
Η χειρότερη ανθρωπιστική κρίση
Οι συνεχιζόμενες συγκρούσεις έχουν προκαλέσει τη χειρότερη ανθρωπιστική κρίση παγκοσμίως, που επηρεάζει 21,6 εκατομμύρια ανθρώπους, συμπεριλαμβανομένων 11 εκατομμυρίων παιδιών και 4,5 εκατομμυρίων εκτοπισμένων. Ο ΟΗΕ εκτιμά ότι το 60% των περίπου 377.000 θανάτων στην Υεμένη μεταξύ του 2015 και των αρχών του 2022 ήταν αποτέλεσμα έμμεσων αιτιών, όπως η επισιτιστική ανασφάλεια και η έλλειψη πρόσβασης σε υπηρεσίες υγείας.
Πέντε εκατομμύρια άνθρωποι κινδυνεύουν από λιμό και η επιδημία χολέρας έχει πλήξει πάνω από ένα εκατομμύριο ανθρώπους. Όλες οι πλευρές της σύγκρουσης φέρονται να έχουν παραβιάσει τα ανθρώπινα δικαιώματα και το διεθνές ανθρωπιστικό Δίκαιο.
Η οικονομική κρίση συνεχίζει επίσης να επιδεινώνει τον ανθρωπιστικό εφιάλτη. Στα τέλη του 2019, ο πόλεμος οδήγησε στη διάσπαση της οικονομίας σε δύο ευρείες ζώνες: Τα εδάφη που ελέγχονται από τους Χούθι και την υποστηριζόμενη από τη Σαουδική Αραβία κυβέρνηση.
Η αμερικανική εμπλοκή
Παράλληλα με τον εμφύλιο, οι επιθέσεις της Αλ Κάιντα στην Αραβική Χερσόνησο αυξήθηκαν κατακόρυφα, ωθώντας τις Ηνωμένες Πολιτείες σε στοχευμένες αεροπορικές επιδρομές. Ο ισλαμικός εξτρεμισμός στην Υεμένη αποτελούσε ήδη πηγή ανησυχίας για τις ΗΠΑ, πριν από το ξέσπασμα του εμφυλίου, από την εποχή της βομβιστικής επίθεσης στο αμερικανικό πολεμικό πλοίο USS Cole το 2000 στο λιμάνι του Άντεν.
Από το 2002, οι Ηνωμένες Πολιτείες έχουν πραγματοποιήσει σχεδόν 400 επιδρομές στην Υεμένη. Ενώ οι αντάρτες Χούθι δεν αποτελούν άμεση απειλή για τις Ηνωμένες Πολιτείες, οι επιθέσεις τους στις υποδομές και το έδαφος της Σαουδικής Αραβίας απειλούν έναν σημαντικό εταίρο των ΗΠΑ.
Μετά την πρόσφατη κατάληψη του εμπορικού πλοίου Galaxy Leader και τις πυραυλικές επιθέσεις με στόχο το Ισραήλ, η Ουάσινγκτον δεν αποκλείεται να χαρακτηρίσει ξανά τους Χούθι εκ νέου τρομοκρατική οργάνωση -τους είχαν βγάλει από τη λίστα το 2021 για να διευκολυνθεί η ανθρωπιστική βοήθεια.
Ισορροπίες τρόμου
Οι μάχες στην Υεμένη έχουν σε μεγάλο βαθμό υποχωρήσει το 2023, ως αποτέλεσμα και της διπλωματικής προσέγγισης μεταξύ του Ιράν και της Σαουδικής Αραβίας, των δύο βασικών δρώντων που κινούν τα νήματα των εμπόλεμων πλευρών.
Η εξάμηνη κατάπαυση του πυρός με τη μεσολάβηση του ΟΗΕ έληξε επισήμως τον Οκτώβριο του 2022, αλλά έκτοτε η ένταση των συγκρούσεων παραμένει σε χαμηλά επίπεδα.
Οι ειρηνευτικές συνομιλίες μεταξύ αξιωματούχων της Σαουδικής Αραβίας και των Χούθι, με τη μεσολάβηση του Ομάν, επαναλήφθηκαν τον Απρίλιο του 2023, παράλληλα με τις προσπάθειες διαμεσολάβησης του ΟΗΕ. Η πρώτη επίσημη επίσκεψη των Χούθι στην πρωτεύουσα της Σαουδικής Αραβίας από την έναρξη του πολέμου, στις 14 Σεπτεμβρίου, δεν απέδωσε τίποτα πέρα από αισιόδοξες δηλώσεις. Οι συζητήσεις φέρεται να επικεντρώθηκαν γύρω από την πλήρη επαναλειτουργία των λιμανιών που ελέγχονται από τους Χούθι και του αεροδρομίου της Σαναά, τις προσπάθειες ανοικοδόμησης και ένα χρονοδιάγραμμα για την αποχώρηση των ξένων δυνάμεων από τη χώρα.
Την περασμένη εβδομάδα οι Σαουδάραβες κάλεσαν το Προεδρικό Συμβούλιο, την επίσημη αναγνωρισμένη από τον ΟΗΕ κυβέρνηση της Υεμένης που εδρεύει στο Άντεν, για περαιτέρω συνομιλίες στο Ριάντ, προκειμένου να παρουσιάσουν έναν αναθεωρημένο οδικό χάρτη που θα οδηγήσει στην αποχώρηση των ξένων δυνάμεων, συμπεριλαμβανομένων εκείνων της Σαουδικής Αραβίας, σε έξι μήνες.
Περιλαμβάνει μια δημοσιονομική συμφωνία βάσει της οποίας μεγάλα ποσά θα μεταφερθούν από τον πλούσιο σε πετρέλαιο Νότο στον φτωχό Βορρά, όπου κυριαρχούν οι Χούθι. Η Σαουδική Αραβία θα χρηματοδοτήσει επίσης την καταβολή μισθών σε δεκάδες χιλιάδες απλήρωτους κυβερνητικούς υπαλλήλους. Οι επικριτές της συμφωνίας ισχυρίζονται ότι αυτή ενισχύει τους Χούθι.
Η Σαουδική Αραβία, που επιθυμεί διακαώς να τερματίσει την εμπλοκή της το συντομότερο δυνατό, ελπίζει τώρα ότι μπορεί να διατηρήσει μία απόσταση ασφαλείας μεταξύ των ειρηνευτικών συνομιλιών για την Υεμένη και των επιθέσεων των Χούθι στο Ισραήλ. Όμως στο Λονδίνο και την Ουάσινγκτον ασκούνται πιέσεις για τον επαναπροσδιορισμό των Χούθι ως τρομοκρατικής οργάνωσης, γεγονός που θα απειλούσε οποιαδήποτε συμφωνία.