Κοντεύουν να περάσουν σαράντα χρόνια από τότε που το γερμανικό κίνημα των Πράσινων – Οικολόγων κατάφερε για πρώτη φορά να εισέλθει στην (δυτικο)γερμανική ομοσπονδιακή Βουλή, προκαλώντας αίσθηση σε όλη την Ευρώπη. Όσο περνούσαν τα χρόνια το κίνημα ωρίμαζε και άρχισε να μοιάζει περισσότερο με κόμμα, και το 1998 έκανε το μεγάλο βήμα συμμετέχοντας στην ομοσπονδιακή κυβέρνηση ως ελάσσων εταίρος του Σοσιαλδημοκρατικού κόμματος.
Η ανάληψη του υπουργείου εξωτερικών από τον τότε ηγέτη τους Γιόσκα Φίσερ τους έφερε στο επίκεντρο της παγκόσμιας προσοχής και προκάλεσε αρκετές τριβές στο κόμμα. Μετά την πτώση της κυβέρνησης το 2005, οι Πράσινοι απέφυγαν την συμμετοχή σε κυβερνητικό συνασπισμό και προτίμησαν να «προπονηθούν» παίρνοντας μέρος σε κυβερνητικούς συνασπισμούς στις επιμέρους Πολιτείες της χώρας.
Καθώς όμως η γερμανική πολιτική ετοιμάζεται για την μετά – Μέρκελ εποχή, και ενόψει των μεγάλων δυσκολιών που αντιμετωπίζουν τα δύο μεγάλα κόμματα, φαίνεται πως έχει φθάσει η ώρα να επανέλθουν στην κυβέρνηση, όχι πλέον ως ελάσσονες εταίροι. Η μακροχρόνια φθορά των Σοσιαλδημοκρατών (SPD) συνεχίζεται ενώ είναι πλέον εμφανής και η αδυναμία της Χριστιανοδημοκρατικής ένωσης (CDU). Η στροφή της CDU προς μία περισσότερο κεντρώα πολιτική τοποθέτηση καθ’ όλη την περίοδο Μέρκελ έχει διχάσει την ένωση και δυσκολεύει πολύ την συνεργασία της με τους παραδοσιακούς Βαυαρούς εταίρους της.
Η πολύ πρόσφατη ανάληψη της ηγεσίας της CDU από τον Άρμιν Λάσετ, ο οποίος θα είναι και ο υποψήφιος καγκελάριος στις ομοσπονδιακές εκλογές του ερχόμενου Σεπτεμβρίου, μπορεί να ικανοποίησε την κομματική ιεραρχία αλλά δεν φαίνεται να εμπνέει τους συντηρητικούς Γερμανούς ψηφοφόρους. Από τις περισσότερες σχετικές δημοσκοπήσεις είναι ξεκάθαρο πως οι ψηφοφόροι προτιμούσαν τον ηγέτη της Βαυαρικής Χριστιανοκοινωνικής ένωσης (CSU) Μάρκους Σέντερ για υποψήφιο καγκελάριο.
Η επιλογή του Λάσετ μπορεί να κοστίσει πολύ ακριβά στην μακρόχρονη συμμαχία CDU – CSU. Δημοσκοπήσεις που έγιναν αμέσως μετά την επιλογή του ως υποψήφιου καγκελάριου έδειξαν μία μεγάλη πτώση στα ποσοστά της συντηρητικής συμμαχίας και αντίστοιχη άνοδο σε αυτά των Πράσινων και της υποψήφιάς τους Αναλένα Μπέρμποκ, ενώ σε κάποιες από αυτές οι Πράσινοι πήραν την πρώτη θέση.
Ανεξάρτητα από το αν οι Πράσινοι θα συνεχίσουν να προηγούνται στις δημοσκοπήσεις, το γεγονός πως φέρονται να πετυχαίνουν ποσοστά αρκετά πάνω από το 20% δείχνει πως θα είναι πολύ δύσκολο να σχηματιστεί κυβερνητικός συνασπισμός το ερχόμενο φθινόπωρο χωρίς την συμμετοχή τους. Είτε θα είναι σχεδόν ισότιμοι εταίροι της συντηρητικής συμμαχίας και ενός μικρότερου κόμματος ή θα είναι μείζονες εταίροι μίας συμμαχίας με τους Σοσιαλδημοκράτες και κάποιου άλλου κόμματος.
Οι Πράσινοι το γνωρίζουν πολύ καλά και μάλλον νοιώθουν κατάλληλα προετοιμασμένοι για την άνοδό τους στην εξουσία. Όπως δήλωσαν εκπρόσωποι του κόμματος στους ξένους ανταποκριτές: «είναι έτοιμοι να αναλάβουν τις ευθύνες τους και θέλουν να εισέλθουν στην κυβέρνηση για να αλλάξουν πράγματα». Από δηλώσεις άλλων στελεχών τους γίνεται φανερό πως δεν τρέφουν αυταπάτες και γνωρίζουν καλά πως θα δεν θα είναι δυνατόν να εφαρμόσουν «κατά λέξη» το πρόγραμμά τους, ιδίως αν συγκυβερνήσουν με την συντηρητική συμμαχία, πράγμα που σημαίνει πως δεν θα πρέπει να περιμένουμε κινήσεις πολύ «εχθρικές» προς τις επιχειρήσεις.
Απ’ ό,τι φαίνεται έχουν πείσει για την ικανότητά τους να κυβερνήσουν, ακόμα και την επιχειρηματική ηγεσία της χώρας. Δημοσκόπηση για το περιοδικό Wirtschaftswoche που έγινε ανάμεσα σε 1.500 στελέχη επιχειρήσεων, στα μέσα της προηγούμενης εβδομάδας έδειξε πως ανάμεσα στους υποψήφιους καγκελάριους, το 26,5% των ερωτηθέντων προτιμά την Μπέρμποκ, το 16,5% τον ηγέτη των Ελεύθερων Δημοκρατών, τον Λάσετ το 14,3% και τον Σοσιαλδημοκράτη Όλαφ Σολτς μόλις το 10,5%. Είναι προφανές πως οι Γερμανοί επιχειρηματίες δεν φοβούνται τους Πράσινους και την Μπέρμποκ.
Η οικονομική πολιτική που περιλαμβάνει το πρόγραμμα των Πράσινων, θυμίζει σε πολλά την αντίστοιχη της κυβέρνησης του προέδρου των ΗΠΑ. Όπως είναι φυσικό, δίνουν μεγάλη έμφαση στην στροφή προς την πράσινη ενέργεια σε όλους τους τομείς της οικονομικής δραστηριότητας, όχι μόνο για λόγους ιδεολογικούς. Όπως δήλωσε η Μπέρμποκ, ο στόχος πρέπει να είναι «να οδηγήσουμε τις ευρωπαϊκές βιομηχανίες σε ένα φιλικό προς το κλίμα μέλλον χωρίς να χαθούν θέσεις εργασίας».
Όπως είναι επίσης αναμενόμενο, προτιμούν την αύξηση της φορολογίας στους «πλούσιους», ενώ ένα άλλο κοινό σημείο με την πολιτική του αμερικανού προέδρου είναι η πιο σκληρή στάση απέναντι στην Κίνα και την Ρωσία. Ένα άλλα κοινό σημείο είναι η έμφαση στην υπεράσπιση των ανθρώπινων δικαιωμάτων, αυτό όμως δεν σημαίνει με κανένα τρόπο πως οι Πράσινοι είναι οπαδοί της αμερικανικής παγκόσμιας ηγεμονίας.
Η στροφή προς την πράσινη ενέργεια, που επιταχύνθηκε απότομα λόγω της πανδημίας, όπως και η στροφή σε λιγότερο συντηρητική οικονομική πολιτική, έχουν προετοιμάσει το έδαφος για τη συμμετοχή των Πράσινων στη διακυβέρνηση της πιο ισχυρής ευρωπαϊκής χώρας. Αν μπορέσουν πραγματικά να αλλάξουν τη γερμανική πολιτική και να τη φέρουν πιο κοντά στις θέσεις τους, μπορεί να βοηθήσουν πολύ την Ευρωπαϊκή Ένωση να αντιμετωπίσει τις προκλήσεις που έρχονται. Η στάση τους απέναντι στην Κίνα και την Ρωσία δείχνει πως αντιλαμβάνονται πως η Ευρώπη πρέπει να ενισχύσει την οικονομία της και να εξαρτάται λιγότερο από τις εξαγωγές της σε ανελεύθερες χώρες.
Η δήλωση/στόχος της Μπέρμποκ μας κάνει να συμπεράνουμε πως θα προσπαθήσει να επιταχύνει την προσπάθεια της Ευρώπης να τρέξει πιο γρήγορα στον τεχνολογικό τομέα. Οπωσδήποτε θα βοηθήσουν την Ευρώπη να κινηθεί πιο γρήγορα στον σχεδιασμό και την εφαρμογή του μεγάλου προγράμματος στήριξης και ανάπτυξης της οικονομίας που συμφωνήθηκε πέρυσι, ενώ οι θέσεις του κόμματος σχετικά με την αλληλεγγύη ανάμεσα στα μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης μπορεί να βοηθήσουν στην άμβλυνση των αντιθέσεων μεταξύ των κρατών μελών.
Ίσως τελικά να είναι η πλέον κατάλληλη λύση για την εποχή μας. Το πρώτο πράσινο κόμμα της Ευρώπης να γίνει η ηγετική δύναμη της Γερμανίας και της Ευρώπης στη μεγάλη μετάβαση προς το «πράσινο μέλλον» και στην προσπάθεια της «Γηραιάς Ηπείρου» να αποφύγει τον εγκλωβισμό ανάμεσα στους δύο μεγάλους αντιπάλους, την Κίνα και τις ΗΠΑ.