Τι συμβαίνει με την Τουρκία; Η ανταγωνιστική συμπληρωματικότητα Πούτιν – Ερντογάν, όπως την ονόμασα προ ετών, αναδεικνύεται εκ νέου με τη συνάντηση στο Σότσι, αλλά το βάθος και οι προοπτικές των σχέσεων εκτείνονται πολύ πέραν των προβλημάτων και των ευκαιριών που προσφέρει η τραγωδία του ρωσο-ουκρανικού πολέμου.
Από τις ιστορικές αντιπαλότητες και τον πρόσφατο ανταγωνισμό στη Συρία μέχρι τους S-400 και την κατασκευή του πυρηνικού αντιδραστήρα στην Τουρκία, το Κρεμλίνο και η Άγκυρα επί Πούτιν και Ερντογάν διαμόρφωσαν μια λεπτή αλλά κρίσιμη ισορροπία συγκλίσεων και αποκλίσεων, με τελικό γνώμονα την κυμαινόμενη αύξηση (ενίοτε και μείωση) της ωφέλειας της κάθε πλευράς σε διαφορετικά επιμέρους πεδία, με τρόπο ώστε η συνολική ωφέλεια σε όλα τα πεδία κοινού ενδιαφέροντος να προσλαμβάνεται ως θετική και για τις δυο.
Η συνέχιση των προσπαθειών για την εξαγωγή ουκρανικών σιτηρών μέσω της Μαύρης Θάλασσας, που οδήγησε τελικώς τον Ιούλιο 2022 στη συμφωνία που επιτεύχθηκε με την μεσολάβηση του ΟΗΕ και της Τουρκίας, σημαίνει για την Άγκυρα την επανεμφάνισή της στο προσκήνιο ως πολύτιμου διαμεσολαβητή μεταξύ της Ρωσίας και της Δύσης. Η συμφωνία του Ιουλίου 2022 επέτρεπε στην Ουκρανία να εξάγει σιτηρά από τα λιμάνια της στη Μαύρη Θάλασσα ενώ ο πόλεμος συνεχιζόταν.
Η Ρωσία αποχώρησε από τη συμφωνία ένα χρόνο μετά, τον φετινό Ιούλιο, ισχυριζόμενη ότι οι συνεχιζόμενες οικονομικές κυρώσεις της Δύσης εμποδίζουν τις εξαγωγές ρωσικών σιτηρών, τροφίμων και λιπασμάτων (που το Κρεμλίνο ανέμενε να επιτραπούν βάσει ενός πρόσθετου μνημονίου που είχε συμφωνηθεί στις 22 Ιουλίου 2022 μεταξύ της Ρωσίας και του ΓΓ του ΟΗΕ) και καταγγέλλοντας ότι οι εξαγωγές που τελικώς πραγματοποιούνται δεν κατευθύνονται στις χώρες που έχουν περισσότερο ανάγκη τα ουκρανικά σιτηρά.
Τον φετινό Ιούλιο, αφού η Ρωσία αποχώρησε από τη συμφωνία του 2022, πραγματοποιήθηκε συνάντηση του Ρώσου υπουργού Εξωτερικών Σεργκέι Λαβρόφ με τον νέο Τούρκο ομόλογό του Χακάν Φιντάν. Στη συνάντηση συζητήθηκαν οι δυνατότητες εξαγωγής ρωσικών σιτηρών μέσω διαδρομών που δεν θα είναι ευάλωτες «σε σαμποτάζ του Κιέβου και της Δύσης», όπως ανακοίνωσε το ρωσικό υπουργείο Εξωτερικών.
Έχει σωστά επισημανθεί από τον Andrew Wilks και την Elise Morton ότι ο Ερντογάν δεν έκρυψε ποτέ τη συμπάθειά του για τα αιτήματα του Κρεμλίνου αναφορικά με τις προϋποθέσεις για μια νέα συμφωνία, επιχειρηματολογώντας προ μηνός ότι η Ρωσία έχει συγκεκριμένες προτάσεις για τη διάνοιξη της οδού της Μαύρης Θάλασσας σε σχέση και με ρωσικά εμπορεύματα και ότι οι χώρες της Δύσης θα έπρεπε να προσπαθήσουν να ανταποκριθούν. Από την πλευρά του, ο ΓΓ του ΟΗΕ, Αντόνιο Γκουτέρες έστειλε προ ημερών ως απάντηση στον Λαβρόφ κάποιες «συγκεκριμένες προτάσεις», όπως μετέδωσε το Reuters.
Επανερχόμενη, η ρωσική κυβέρνηση δηλώνει ότι αναμένει νεότερες, βελτιωμένες προτάσεις. Στην παρούσα φάση, αυτή κυρίως θα είναι η συγκεκριμένη αποστολή Ερντογάν στο Σότσι, παρά τις ευρύτερες συνδηλώσεις της: η βελτίωση των όρων και των προϋποθέσεων και από τις δυο πλευρές, Δύσης και Ρωσίας, ώστε ο ΟΗΕ να επανέλθει με βελτιωμένες προτάσεις που θα μπορέσει να αποδεχθεί το Κρεμλίνο.
Κατά συνέπεια, είναι προφανές ότι η ανταγωνιστική συμπληρωματικότητα δοκιμάστηκε αλλά δεν κατέρρευσε ούτε στην περίοδο μετά την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία. Η Άγκυρα διατήρησε μια προνομιακή, για χώρα του ΝΑΤΟ, σχέση συνομιλητή με το Κρεμλίνο, ενώ παράλληλα προμήθευε την Ουκρανία με drones (των οποίων η αποτελεσματικότητα αμφισβητήθηκε) και, φυσικά, απέφευγε να ταυτιστεί με τη ρωσική πλευρά αναφορικά με τα αίτια του πολέμου στην Ουκρανία.
Ως γνωστόν, η Τουρκία εξακολουθεί να εξαρτάται σε σημαντικό βαθμό από τη Δύση για εξοπλιστική και οικονομική βοήθεια. Όμως οι προσπάθειες της Άγκυρας δεν εξαντλούνται στη Δύση, όπως δείχνουν οι επαφές και οι συμφωνίες με ομάδες (BRICS, Σαγκάη) και επιμέρους χώρες (Κατάρ, Ιράν, Πακιστάν, κ.α.).
Η Τουρκία και η μεγάλη εικόνα
Όπως επισημαίνουμε από χρόνια, μετά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου αναπτύσσεται από την Άγκυρα μια στρατηγική ενίσχυσης της τουρκικής στρατηγικής αυτονομίας. Παρά τα φαινόμενα, που περιλαμβάνουν αναδιπλώσεις και ασυνέχειες, η συνολική στρατηγική κατεύθυνση είναι σαφής. Και όμως, οι τακτικισμοί της Άγκυρας και, ειδικά μετά το αποτυχημένο πραξικόπημα του 2016, η σφραγίδα του Ερντογάν ενίοτε αποπροσανατολίζουν τους παρατηρητές και καθιστούν δυσδιάκριτη τη συνεχή και σχετικά συνεπή πορεία.
Μια δεύτερη διαπίστωση, αναγκαία για να αρχίσουμε να αντιλαμβανόμαστε την τουρκική τοποθέτηση στο μεταβαλλόμενο διεθνές σύστημα, είναι ότι η Τουρκία γίνεται περισσότερο αναθεωρητική, επεκτατική και επικίνδυνη όταν ισχυροποιείται, όχι όταν έχει προβλήματα. Όχι τόσο όταν αντιμετωπίζει π.χ. εσωτερικές προκλήσεις και δυσκολίες, όπως λέγεται κατά κόρον, όσο όταν αποκτά μεγαλύτερη ισχύ. Από το τέλος του Ψυχρού Πολέμου (που όπως σωστά επισημαίνει εδώ και δεκαετίες ο François Géré της έδωσε την αίσθηση μιας νέο-οθωμανικής οπτικής) μέχρι την έκρηξη των οικονομικών μεγεθών σε μια χώρα με εντυπωσιακή δημογραφική δυναμική (το τουρκικό ΑΕΠ πλησίασε το 1 τρις δολάρια το 2013-14 και συγκρατήθηκε παρόλες τις μεγάλες δυσκολίες σχεδόν στα 700 δις το 2020), οι τουρκικές ελίτ συνάντησαν τα απωθημένα σχέδια του τουρκικού βαθέως κράτους σε ένα όραμα επέκτασης και ηγεμονικής αναρρίχησης.
Τι λοιπόν συμβαίνει σήμερα; Όπως με κάθε ευκαιρία εξηγώ τα τελευταία χρόνια, αυτό που επιχειρεί να πραγματοποιήσει η Τουρκία συνιστά προσπάθεια διεύρυνσης των ακρότατων ορίων των πιθανοτήτων της για μαξιμαλιστική επιτυχία σε πολλαπλά μέτωπα (Συρία, Λιβύη, Καύκασος, ελληνοτουρκικά, Κυπριακό, ενεργειακό, κουρδικό κλπ). Προτεραιότητα είναι η διεύρυνση των ορίων των πιθανοτήτων αποκόμισης ωφελειών σε επιμέρους εκβάσεις, με τις συγκρούσεις ακόμη και εντός του ΝΑΤΟ να αποτελούν ένα καταρχήν όχι επιθυμητό αλλά σε καμία περίπτωση απαγορευτικό σενάριο.
Το πλαίσιο στο οποίο εξελίσσονται οι σχέσεις Δύσης – Τουρκίας
Όπως ορθά αντιλαμβάνεται ο επικίνδυνος κ. Ερντογάν, στον δύσκολα αναδυόμενο μετα-μονοπολικό κόσμο, οι ισχυροί περιφερειακοί δρώντες έχουν αναβαθμισμένο ρόλο, οι περιφερειακές συγκρούσεις είναι πιθανότερες και συχνότερες και κάποιες από τις συμμαχίες είναι εύπλαστες και εξαρτώμενες από τα επιμέρους ζητήματα και προκλήσεις που ανακύπτουν (γεωπολιτικά, ενεργειακά, διαθέσιμων πόρων, δημογραφικά, ταυτοτικά, μεταναστευτικών ροών, κλπ).
Στον αναδυόμενο αυτό κόσμο, ούτε ο πλανήτης ταυτίζεται με τη Δύση ούτε η ορθολογική εκτίμηση των εθνικών συμφερόντων παραχωρεί εύκολα τη θέση της στη συνήθη, σχηματική επίκληση του Καλού εναντίον του Κακού. Είναι αδύνατον να υιοθετηθεί ο πολιτικός λόγος και η κουλτούρα ενός (επιδιωκόμενου από κάποιους) νέου διπολισμού στην Ινδία, την Κίνα, τη Νότια Αφρική, τη Σαουδική Αραβία, την Ινδονησία, την Αργεντινή ή την Βραζιλία. Ούτε στη σημερινή Τουρκία.
Η μαζική εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία που ξεκίνησε στις 24 Φεβρουαρίου 2022 ήταν ένα «ιστορικό λάθος» του Πούτιν, όπως εύστοχα το χαρακτήρισε ο Μακρόν, αλλά ένα λάθος που αναφέρεται στον τρόπο, όχι τη στόχευση: οι επεκτατικές προθέσεις του Κρεμλίνου ως προς την Ουκρανία και οι κόκκινες γραμμές του ως προς το ΝΑΤΟ είχαν διαφανεί από το 2003-2004 με αφορμή τις πολιτικές αλλαγές στη Γεωργία και την Ουκρανία και είχαν πάντως αποτυπωθεί με σαφήνεια στη γνωστή ομιλία του Πούτιν στη Διάσκεψη Ασφαλείας του Μονάχου του 2007.
Η νέα, τραγική και με απρόβλεπτη κατάληξη, πολεμική σύγκρουση δεν είναι φυσικά η μόνη ούτε φαίνεται να μπορεί να μας επιστρέψει σε ένα νέο διπολισμό. Οι τάσεις της σύγκρουσης σε περιοχές που για διαφόρους λόγους – ο ενεργειακός σημαντικός ανάμεσά τους αλλά όχι μόνος – απασχολούν την οπτική γωνία της Δύσης ήταν έκδηλες από χρόνια. Βεβαίως η ανά πάσα στιγμή υιοθέτηση της ματιάς της Δύσης μπορεί να είναι παραπλανητική. Αν παρακολουθήσουμε π.χ. το (σίγουρα όχι «αντιδυτικό») International Crisis Group, τουλάχιστον δέκα (10) εστίες σημαντικών ένοπλων συγκρούσεων χρειάζονταν ιδιαίτερη προσοχή το 2022 και εξακολουθούν να μας απασχολούν και το 2023 από την Υεμένη μέχρι την Μυανμάρ.
Όπως έχω εξηγήσει αναλυτικά, ο διπολισμός του πάλαι ποτέ Ψυχρού Πολέμου είναι απίθανο να αναστηθεί, παρά τα φαινόμενα και όσους τα αναπαράγουν (υποθέτοντας ίσως ότι συνιστούν από μόνα τους εξήγηση). Όπως έχω επισημάνει αναλυτικά με ποικίλες αφορμές στο παρελθόν, η δομή του διεθνούς συστήματος θα είναι – στο προβλεπτό μέλλον – βασικά πολυπολική και πολυκεντρική. Η στήριξη της Κίνας στη Ρωσία, σήμερα όπως και σε πολλές άλλες συγκυρίες στο πλαίσιο της αποκαλούμενης «China-Russia Comprehensive Strategic Partnership of Coordination», υπόκειται σε σοβαρές διακυμάνσεις και εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από τις ξεχωριστές διαδράσεις της κάθε πλευράς με τις ΗΠΑ και τις άλλες δυτικές δυνάμεις.
Σε αντίθεση με τις δεκαετίες του Ψυχρού Πολέμου, το στοιχείο της παροδικότητας είναι σήμερα ιδιαίτερα σημαντικό σε πλανητικό επίπεδο. Βεβαίως μια σύρραξη μπορεί να προκύψει και μέσα από τη συγκυριακή συρροή επιμέρους παραγόντων που δεν φαίνονται δομικά αναπόδραστοι σε μια δεδομένη στιγμή. Είναι σε αυτό το πλαίσιο ενδεικτική η εξαιρετικά διεισδυτική ματιά του Christopher Clark για τους παράγοντες που οδήγησαν στο αιματοκύλισμα της μεγάλης σύρραξης που σήμερα αποκαλούμε Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο. Όμως ένας μεγάλος πόλεμος δεν είναι σήμερα εξαιρετικά πιθανός. Αντίθετα, πολλοί μικρότεροι πόλεμοι είναι. Διότι το υπό διαμόρφωση κεντρικό σενάριο για το προβλεπτό μέλλον είναι ο ρευστός πολυκεντρισμός: λίγοι (αλλά όχι δυο) πόλοι, πολλά κέντρα. Ενδεχόμενη επανεκλογή του Τράμπ ή εκπροσώπου τραμπικών θέσεων στις ΗΠΑ το 2024 θα επιταχύνει ακόμη περισσότερο αυτή την ήδη σαφή πορεία.
Η κρίσιμη ρωσο-ουκρανική σύγκρουση θα παραμείνει με την μια ή την άλλη μορφή σημαντική πηγή εντάσεων στα επόμενα χρόνια. Μια ευρέως αποδεκτή διπλωματική λύση δεν φαίνεται άμεσα πιθανή, όμως ο ρωσο-ουκρανικός πόλεμος δεν μπορεί να συντηρηθεί (ακόμη και από τους δρώντες που το επιθυμούν) επ΄ άπειρο.
Αν αφήσουμε προς το παρόν στην άκρη το εφιαλτικό ενδεχόμενο μιας γενικότερης ανάφλεξης, μια πιθανότητα είναι η συνέχιση της ρωσο-ουκρανικής σύγκρουσης μέσω μιας δια συμβιβασμού ειρήνης. Η Κριμαία παραμένει στην Ρωσία, για το Ντονμπάς εξετάζεται μια παραλλαγή των συμφωνιών του Μίσνκ που δεν εφαρμόστηκαν και οι δυο αντίπαλοι εξακολουθούν να μπορούν να παρουσιάσουν την (προσωρινή) έκβαση ακριβώς όπως θεωρούν ότι τη χρειάζονται: εν μέρει δικαίωση των θυσιών, εν μέρει διαιώνιση μιας αδικίας που θα αρθεί σε ένα μελλοντικό χρονικό σημείο.
Ανάλογα με τις προσλαμβανόμενες διαστάσεις του συμβιβασμού και την προσχηματικότητα της αποδοχής του, η δια συμβιβασμού ειρήνη ενδέχεται να αποδειχθεί μια κατ’ επίφαση ειρήνη. Με τους αντιπάλους να εξετάζουν τις συνθήκες και να προετοιμάζουν τις δυνάμεις τους για την κατάλληλη ευκαιρία. Αντίθετα, όπως έχουμε αναλύσει από χρόνια, η βιώσιμη ειρήνη αντανακλά μια πλειάδα συνθηκών που εγγυώνται μια σημαντική πιθανότητα διαιώνισης της ειρηνικής συνύπαρξης.
Με δεδομένα τα εμφανή όρια της Ουκρανικής αντεπίθεσης, είναι πιθανό η Άγκυρα να βρεθεί σύντομα σε μια συγκυρία που η ανάγκη για μια διαπραγματευτική διέξοδο στον Ρωσο-Ουκρανικό πόλεμο θα της επιτρέψουν να επιχειρήσει την περαιτέρω αναβάθμιση του διαμεσολαβητικού ρόλου της.
Για την Ελλάδα αυτό σημαίνει ότι οι ευκαιριακές διπλωματικές «επιτυχίες» (απλώς επικοινωνιακές ή και ουσιαστικές) θα πρέπει να υποτάσσονται σε μια ευρύτερη και μακρόπνοη στρατηγική κατεύθυνση αντιμετώπισης του τουρκικού παράγοντα.
Εξισορρόπηση ισχύος, αντίσταση στην πίεση, διαπραγμάτευση ουσίας με χρονικό βάθος. Αυτό – όπως επιμένω από χρόνια – είναι το τρίπτυχο για την επίτευξη μιας βιώσιμης ειρήνης με την Τουρκία μακροπρόθεσμα, παράλληλα με κάποιες πραγματικές κόκκινες γραμμές. Στο άμεσο μέλλον, οφείλουμε να κάνουμε τη σαφή διάκριση μεταξύ εξομάλυνσης των σχέσεων (στόχος εφικτός εφόσον και η Άγκυρα δεν επιθυμεί να φανεί σήμερα ότι δυναμιτίζει το ΝΑΤΟ) και αναζήτησης «λύσεων» σε διαφορές που όμως η κάθε πλευρά προσεγγίζει εντελώς διαφορετικά ενώ η μια ανακαλύπτει και ολοένα περισσότερες. Με δυο λόγια: ναι στην εξομάλυνση των σχέσεων, όχι στις άμεσες δήθεν «λύσεις» υπό τις παρούσες διεθνείς και περιφερειακές συνθήκες.
*Ο Κώστας Α. Λάβδας είναι Καθηγητής στο Πάντειο Πανεπιστήμιο. Έχει διατελέσει, μεταξύ άλλων, Senior Research Fellow στη London School of Economics, κάτοχος της Έδρας Ελληνικών και Ευρωπαϊκών Σπουδών Κωνσταντίνος Καραμανλής στη Fletcher School of Law and Diplomacy της Βοστώνης και Αντιπρύτανης του Πανεπιστημίου Κρήτης.