Η ουκρανική αντεπίθεση η οποία εκτοξεύτηκε στις αρχές Σεπτεμβρίου έχει προκαλέσει σημαντική πίεση στη Ρωσία. Η Ρωσία αντιδρώντας στην ανακατάληψη ευρέων ουκρανικών εδαφικών εκτάσεων, με διαδικασίες εξπρές («δημοψηφίσματα» κτλ) ενσωμάτωσε περιοχές της Ουκρανίας στην Ομοσπονδία, κήρυξε στρατιωτικό νόμο σε αυτές, ενέργησε μερική επιστράτευση στο εσωτερικό της, με ποικίλες κοινωνικές αντιδράσεις και απείλησε με τη χρησιμοποίηση πυρηνικών όπλων.
Το ζήτημα το οποίο τίθεται είναι αν η Ουκρανία με τη δυναμική που έχει αναπτύξει έχει τη δυνατότητα να ανακαταλάβει τα εδάφη που έχει χάσει από το 2014, έτσι ώστε, όπως η ίδια διακηρύσσει, να καθίσει στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων με τη Ρωσία για να συζητήσει τους όρους τερματισμού του πόλεμου και πόσο χρόνο θα διαρκέσει αυτό.
Η ουκρανική άμυνα εδράζεται σε δύο κέντρα βάρους, στο εθνικό φρόνημα και στη θέληση για αντίσταση στην ρωσική εισβολή και στην ισχυρή δυτική βοήθεια, χωρίς την οποία θα ήταν πολύ δύσκολο να υποστηρίξει την παρατεταμένη άμυνα που έχει παρουσιάσει. Τα δύο αυτά στοιχεία είναι αλληλένδετα και αλληλοτροφοδοτούμενα.
Η ισχυρή θέληση αντιστάσεως των Ουκρανών στην αρχική φάση των επιχειρήσεων είναι αυτή που δημιούργησε τις προϋποθέσεις και τις συνθήκες για την αποστολή της δυτικής ενίσχυσης. Η δυτική βοήθεια από την άλλη πλευρά, στις μεταγενέστερες φάσεις των επιχειρήσεων, είναι αυτή που συντηρεί το υψηλό φρόνημα, τις αμυντικές δυνατότητες και δίνει ακόμη και την ικανότητα εκτοξεύσεως της αντεπιθέσεως.
Επομένως, η Ουκρανία για να συνεχίσει να αντιμετωπίζει τη Ρωσία πρέπει να διατηρήσει σε ισορροπία και να προστατεύσει αυτά τα κέντρα βάρους. Όμως η δυτική βοήθεια δεν εξαρτάται από αυτή, αλλά από την πολιτική των δυτικών δημοκρατιών, η οποία πέραν των στρατηγικών επιδιώξεων υπόκειται και στην υποστήριξη των κοινωνιών τους.
Η Ρωσία έχει εντοπίσει αυτό το τρωτό σημείο και προσπαθεί να το ανατρέψει. Ειδικότερα επιχειρεί να επηρεάσει αρνητικά τις ευρωπαϊκές οικονομίες, με τον περιορισμό της ροής φυσικού αερίου προς αυτές και πλέον στοχευμένα με την αύξηση του κόστους ζωής και του οικογενειακού προϋπολογισμού (π.χ. θέρμανση το χειμώνα κτλ). Όλα αυτά συνοδεύονται από μια ισχυρή πληροφοριακή εκστρατεία ανοικτή ή συγκεκαλυμμένη.
Επίσης, για τη Ρωσία ένα θεμελιώδες ζήτημα είναι η κοινωνική υποστήριξη για την εισβολή στην Ουκρανία. Οι αντιδράσεις στην επιστράτευση των εφέδρων έδειξαν ότι αυτή δεν είναι δεδομένη και αποδυνάμωσαν το αφήγημα του Πούτιν.
Επομένως, μένει να καταδειχθεί αν η θέληση του Πούτιν και του κύκλου του, εκπροσωπεί και τη θέληση του ρωσικού λαού.
Η Ουκρανία από την άλλη πλευρά με την αντεπίθεση και την ανακατάληψη εδαφών, η οποία παίζει ψηλά στη δυτική επικοινωνία και μεγεθύνεται, ξέφυγε από την απώλεια και τη στατικότατα, εμφανίζει ανατροπή των ρωσικών αποτελεσμάτων στο πεδίο, έστω και περιορισμένη. Αυτό προσφέρει στις αντίστοιχες κυβερνήσεις το υπόβαθρο να αντλήσουν κοινωνική υποστήριξη για συνέχιση της βοήθειας.
Σε μια σύγκρουση για την ασθενέστερη πλευρά η ευκολότερη μορφή επιχειρήσεων είναι η άμυνα, όταν αυτή αναγκάζεται να ενεργήσει επιθετικά και πιο συγκεκριμένα για ανακατάληψη των εδαφών της ,είναι βέβαιο ότι θα βρεθεί προ δυσχερειών. Η Ουκρανία στη φάση αυτή πρέπει να ξεπεράσει το μέγεθος της Ρωσίας δηλαδή την αριθμητική υπεροχή της σε ανθρώπινο δυναμικό αλλά και εξοπλισμό.
Σε ότι αφορά στο δεύτερο, αυτό επιτυγχάνεται σε ικανοποιητικό βαθμό με τη δυτική βοήθεια, όμως και αυτή έχει τα όρια της. Η ανακατάληψη του συνόλου των ουκρανικών εδαφών τα οποία απωλέσθηκαν από το 2014, συμπεριλαμβανομένης και της Κριμαίας, δεν είναι εύκολη υπόθεση, πλην της περιπτώσεως κάποιου απρόβλεπτου γεγονότος (κοινωνική αναταραχή στη Ρωσία, ανατροπή του Πούτιν κτλ), το οποίο θα αποδιοργανώσει τις ρωσικές ένοπλες δυνάμεις και θα υποβαθμίσει τις δυνατότητές τους.
Αυτό φυσικά γιατί η Ρωσία ναι μεν δεν μπορεί να καταλάβει ολόκληρη την Ουκρανία, με αυτά που έχει δείξει μέχρι τώρα, είναι όμως σε θέση να διατηρήσει αρκετά εδάφη τα οποία έχει κατακτήσει και μάλιστα σε βάθος χρόνου.
Έχοντας κατά νου τα ανωτέρω, είναι απαραίτητο να εξετασθεί η παράμετρος του χρόνου. Αν η Ουκρανία ανακτήσει τα εδάφη της σε εύλογο χρόνο θα βρεθεί σε πλεονεκτική θέση. Επειδή όμως με βάση λογικά δεδομένα αυτό δεν είναι εύκολα επιτεύξιμο, η σύγκρουση μπορεί να μετατραπεί σε να μακροχρόνιο αγώνα φθοράς.
Αυτό πιθανότατα θα δημιουργήσει συνθήκες οι οποίες είναι δυνατόν να αποδυναμώσουν τον παράγοντα της διεθνούς βοήθειας, ο οποίος είναι ζωτικός για την Ουκρανία, όπως προαναφέρθηκε. Βεβαίως, ο χρόνος επηρεάζει και τη Ρωσία. Όμως αν αυτή μεταπέσει στην άμυνα, που συνεπάγεται περιορισμό των απωλειών, η οποίες επηρεάζουν την κοινωνία της, προς διατήρηση ουκρανικών εδαφών και παράλληλα προβαίνει στην προσβολή ζωτικών στόχων, ανά πάσα στιγμή σε ολόκληρο το ουκρανικό έδαφος, με βάση τις δυνατότητες που έχει, τότε μάλλον ο χρόνος θα αρχίσει να λειτουργεί υπέρ αυτής.
Σε ένα τέτοιο επιχειρησιακό πλαίσιο είναι αχρείαστη η όποια αναφορά ακόμη δε περισσότερο η χρησιμοποίηση πυρηνικών όπλων. Επομένως, οι αντιμαχόμενες πλευρές, αλλά και ο διεθνής παράγοντας πρέπει να σταθμίσουν πολύ προσεκτικά την παράμετρο του χρόνου στην Ουκρανία.
* Ο Κωνσταντίνος Γκίνης είναι Στρατηγός ε.α. - Επίτιμος Α/ΓΕΣ