Το 2023-2024 στιγματίστηκε από ένοπλες συγκρούσεις σε Ρωσία - Ουκρανία, Γάζα, Σουδάν, Μυανμάρ και από συγκρούσεις με διακυμάνσεις στο Μάλι, την Αϊτή, την Υεμένη, το Κονγκό, την Αιθιοπία, τις εκρηκτικές σχέσεις μεταξύ Αρμενίας και Αζερμπαϊτζάν καθώς επίσης και μεταξύ Βενεζουέλας και Γουϊάνας.
Στιγματίστηκε, επίσης, από δυνητικά επικίνδυνες εντάσεις μεταξύ Κίνας και Ταϊβάν και μεταξύ Βόρειας και Νότιας Κορέας, αλλά και τις εντάσεις μεταξύ των πυρηνικών δυνάμεων Κίνας - Ινδίας και Ινδίας - Πακιστάν.
Οι πιθανότητες κλιμάκωσης σε μια σειρά από μέτωπα είναι σήμερα υπαρκτές.
Παρόλα αυτά, πρόκειται κυρίως για κλιμάκωση που - εάν έλθει - θα παραμείνει πιθανότατα στο σημαντικό αλλά όχι απαραίτητα κολλητικό πλαίσιο των περιφερειακών συγκρούσεων. Η συζήτηση περί συνδέσεων μεταξύ των πολέμων παραμένει - αυτή τη στιγμή - άνευ ιδιαίτερου νοήματος σε έναν ούτως ή άλλως παγκοσμιοποιημένο κόσμο. Προφανώς συνδέονται οι πόλεμοι και οι κρίσεις, σε πολλά επίπεδα.
Το ερώτημα είναι, ποιοι πόλεμοι ενδέχεται να παγκοσμιοποιηθούν. Και η απάντηση είναι: ευτυχώς λίγοι και οι πιθανότητες είναι σχετικά μικρές.
Η σύγκρουση στη Γάζα θα συνεχιστεί, περνώντας μέσα από την επέκταση νοτιότερα, στη Ράφα, μέχρι την στιγμή κατά την οποία στο Ισραήλ η κυβέρνηση θα μπορεί να ισχυριστεί ότι οι στόχοι έχουν επιτευχθεί (πράγμα απίθανο) και η αντιπολίτευση θα είναι έτοιμη να αναλάβει την εξουσία. Ανεξαρτήτως εσωτερικών διαφωνιών, που είναι πολλές, το Ισραήλ έχει κατακτήσει ένα βαθμό στρατηγικής αυτονομίας τον οποίο περιφρουρεί συστηματικά έναντι πιέσεων.
Αλλά με την Ράφα, συγκεκριμένα, η πιθανή έκπληξη θα έλθει εάν, όπως είναι πιθανό, οι ισραηλινές ένοπλες δυνάμεις, ο IDF, ανακαλύψει και άλλες σήραγγες, στα νότια, στα σύνορα με την Αίγυπτο. Εάν συμβεί κάτι τέτοιο, τότε οι σχέσεις με την Αίγυπτο και το (σε γενικές γραμμές συνεργάσιμο) καθεστώς Σίσι θα γίνουν δυσκολότερες. Ακόμη περισσότερο αν ο IDF και η κυβέρνηση το ανακοινώσουν δημόσια.
Παρά το εντελώς όψιμο και καταφανώς προσχηματικό ενδιαφέρον της Χαμάς, η λύση των δυο κρατών είναι μακριά. Αντίθετα, η προσέγγιση του Ισραήλ με κρίσιμους Άραβες γείτονές του που δρομολογήθηκε από χρόνια και έλαβε περισσότερο συγκεκριμένες θεσμικές μορφές από το 2020 δεν έχει ακυρωθεί, παρά το τρομοκρατικό χτύπημα της Χαμάς και την κόλαση που προκάλεσε στην περιοχή.
Όμως η γενικότερη ανάφλεξη παραμένει απίθανη, παρότι φυσικά όχι αδύνατη. Το Ιράν, εξαιρετικά υπερτιμημένο ως δρών από την παγκόσμια κοινότητα, δεν επιθυμεί αυτή τη στιγμή έναν διακρατικό πόλεμο Ιράν - Ισραήλ. Θα εξακολουθήσει να παρεμβαίνει δι’ αντιπροσώπων, αλλά – μέχρι να δούμε τι θα συμβεί με το πυρηνικό πρόγραμμά του - η θέση του οριοθετήθηκε χαρακτηριστικά με την περιπέτεια των πληγμάτων. Οφείλει να δείχνει στο παγκόσμιο σιϊτικό κοινό του ότι μπορεί να αντιδράσει, αλλά δεν επιθυμεί διακρατικό πόλεμο.
Ιδιαίτερα μάλιστα ενόψει του γεγονότος ότι, όπως σωστά έχει επισημάνει σε αναλύσεις του ο Edward Luttwak, οι Φρουροί της Επανάστασης πέτυχαν μεν στην πολιτική στρατολόγησης και σε σουνιτικές περιοχές της Συρίας και του Ιράκ, αλλά απέτυχαν στρατηγικά διότι οι προσπάθειές τους προκάλεσαν αντιδράσεις στα σουνιτικά αραβικά κράτη από το Μαρόκο μέχρι την Ιορδανία και τη Σαουδική Αραβία. Όταν ένα ισραηλινό χτύπημα εξόντωσε τους αξιωματικούς της αποστολής των Φρουρών της Επανάστασης στη Δαμασκό την 1η Απριλίου, στον αραβικό κόσμο οι αντιδράσεις ήταν ανύπαρκτες.
Μερική εξισορρόπηση στο δρόμο προς διαπραγμάτευση;
Για τον πόλεμο Ρωσίας - Ουκρανίας, οι ΗΠΑ θα ήθελαν να εισέλθει σε μια φάση διαπραγμάτευσης πριν από τις αμερικανικές εκλογές του Νοεμβρίου. Σε αυτό το πλαίσιο, το Κογκρέσο ενέκρινε συνολική βοήθεια 95 δισεκατομμυρίων δολαρίων προς την Ουκρανία, το Ισραήλ και την Ταϊβάν, μετά από μήνες καθυστερήσεων και αντεγκλήσεων.
Τα δυο σώματα του Κογκρέσου, αλληθωρίζοντας, όπως είναι φυσικό, και προς την εσωτερική πολιτική σκηνή και προς τις εξωτερικές συνθήκες, ενέκριναν μια βοήθεια που – ως προς την Ουκρανία – είναι απαραίτητη για να υποβοηθήσει την μερική αποκατάσταση της ισορροπίας δυνάμεων στο πεδίο, καθώς θα εισέλθουμε στο δρόμο προς τη διαπραγμάτευση.
Διαπραγμάτευση με τον Πούτιν επελαύνοντα, δεν θα μπορέσει να γίνει. Αυτό είναι, αυτή τη στιγμή, η ουσία του πράγματος, ανεξαρτήτως φωνασκιών ένθεν κακείθεν ("η Αμερική επενδύει στον πόλεμο μέχρι τέλους" λένε κάποιοι, "η Ουκρανία τελικά θα νικήσει και ο αναθεωρητισμός στον πλανήτη θα ηττηθεί" διαβεβαιώνουν κάποιοι άλλοι).
Τα 61 δισ. δολ. που αντιστοιχούν στην Ουκρανία, παρότι τεράστιο ποσό, είναι οριακά για την μερική αποκατάσταση της ισορροπίας στο πεδίο πριν καταρρεύσει εντελώς το Κίεβο. Ιδιαίτερα με δεδομένο το γεγονός ότι ένα μεγάλο μέρος (20 δισ.) πηγαίνει σε αναπλήρωση των αμερικανικών αποθεμάτων που εξαντλήθηκαν από τις αποστολές προς Ουκρανία, άλλα 8 δισ. θα πάνε για πληρωμή μισθών κλπ του γενικού κρατικού τομέα στην Ουκρανία και από τα υπόλοιπα θα δούμε πόσα και πότε θα φτάσουν στο πεδίο.
Πρόκειται για σχεδιασμό σε δυο βήματα, ενόψει και των αμερικανικών εκλογών του Νοεμβρίου: Μερική αποκατάσταση ισορροπίας και ηθικού, ακολουθούμενη από διαπραγμάτευση. Φυσικά είναι άλλο ζήτημα, το εάν αυτός ο σχεδιασμός θα αποδώσει, με δεδομένη την σαφή επιδίωξη Πούτιν για μέγιστα οφέλη. Προφανώς χρειάζεται προσοχή, αυτό λέγαμε κάποιοι με απόλυτη σαφήνεια από το 2022, όταν πολλοί επέμεναν ότι «ο αναθεωρητισμός [γενικώς!] θα πάρει ένα μάθημα στην Ουκρανία».
Ταυτόχρονα, πολλούς «τρίτους», όπως είναι η Ινδία, δεν συμφέρει μια γονατισμένη Ρωσία που θα καταστεί υπηρέτης της ανερχόμενης Κίνας. Ως προς αυτή τη διάσταση, πάντως, οι εξελίξεις τρέχουν και διαφορετικά σενάρια είναι ακόμη πιθανά. Όπως πολύ εύστοχα ανέλυσε προ ημερών η Agathe Demarais στους Financial Times, σε ένα σημαντικό άρθρο, ακόμη και η πολυσυζητημένη οικονομική σχέση Ρωσίας - Κίνας έχει πολύ συχνά προσεγγιστεί με προχειρότητα.
Αντί για συνεχή ανάπτυξη, οι εμπορικοί δεσμοί μεταξύ Ρωσίας και Κίνας δίνουν εντυπωσιακά μεγέθη διότι ξεκινούν από μια πολύ χαμηλή βάση, πριν το 2022, ενώ οι κυρώσεις στη Ρωσία μετά την εισβολή στην Ουκρανία τον Φεβρουάριο του 2022 έστρεψαν αναπόφευκτα την Ρωσία από την Ευρώπη στην Κίνα, τροφοδοτώντας την γρήγορη ανάπτυξη των σχέσεων.
Εάν αυτή η «catch-up theory» της Demarais είναι ορθή, τότε το εμπόριο Ρωσίας-Κίνας θα μπορούσε αντίστοιχα, αναλόγως των εξελίξεων, να συνεχίσει να μεγεθύνεται ή, το πιθανότερο, να φτάσει σε ένα επίπεδο και να σταθεροποιηθεί εκεί, με διακυμάνσεις στη συνέχεια. Π.χ. οι διαπραγματεύσεις για τον αγωγό φυσικού αερίου Power of Siberia 2 έχουν αρχίσει να καθυστερούν. Παράλληλα, παραμένουν λίγα τα κινεζικά διυλιστήρια που μπορούν να επεξεργάζονται ρωσικό αργό πετρέλαιο πλούσιο σε θείο. Οι δύο αυτοί ξεχωριστοί παράγοντες υποδηλώνουν ότι οι ρωσικές πωλήσεις ενέργειας στην Κίνα θα μπορούσαν σύντομα να σταθεροποιηθούν αντί να συνεχίσουν την αυξητική τάση τους, υποστηρίζει η Demarais.
Η ένταση στα Στενά της Ταϊβάν
Την πιο επικίνδυνη, ίσως, περίπτωση, συνιστά η ένταση για την Ταϊβάν. Τα συνεχή κινεζικά γυμνάσια στα Στενά της Ταϊβάν συνιστούν μια ιδιότυπη πολιορκία του νησιού, την ανεξαρτησία του οποίου ποτέ δεν αποδέχτηκε η Κίνα, παρότι μετά το 2000 οι εμπορικές σχέσεις μεταξύ τους αναπτύχθηκαν μαζί με τις επενδύσεις, κυρίως από την Ταϊβάν προς την Κίνα.
Η σχετικά πρόσφατη υπερανάπτυξη της στρατιωτικής ισχύος της Κίνας έχει φέρει στο προσκήνιο τη συζήτηση για την - πάντοτε ανοικτή - δυνατότητα «επανένωσης» μέσω στρατιωτικού στραγγαλισμού ή/ και εισβολής.
Προφανώς η «επανένωση» με την Ταϊβάν θα έδινε στην Κίνα ένα αυξημένο γεωπολιτικό πλεονέκτημα στον Δυτικό Ειρηνικό, εξασθενώντας κάποιες από τις εμπορικές γραμμές της Ιαπωνίας και της Νότιας Κορέας, μειώνοντας τους συμμάχους και δυνητικά συμμάχους των ΗΠΑ στην περιοχή και επιφέροντας συμβολικές νίκες και ήττες, αντίστοιχα, στο Πεκίνο και την Ουάσιγκτον.
Όμως όσο εξοπλίζεται η Ταϊβάν και, παράλληλα, αυξάνουν οι προσπάθειες αποτροπής εκ μέρους των ΗΠΑ και κάποιων εκ των συμμάχων τους, τόσο αυξάνει το ενδεχόμενο κόστος για το Πεκίνο. Τα τελευταία χρόνια, η Ταϊβάν εξοπλίζεται σοβαρά και με διπλή στόχευση: ναυτικό και αεροπορία στην προσπάθεια να αποτρέψει την Κίνα και εξοπλισμοί για άμυνα στο έδαφός της, αν η εισβολή πραγματοποιηθεί.
Όπως προαναφέρθηκε, το αμερικανικό Κογκρέσο ενέκρινε σημαντική πολεμική βοήθεια προς την Ουκρανία, το Ισραήλ και την Ταϊβάν. Το Πεκίνο αντέδρασε, δηλώνοντας ότι η βοήθεια «παραβιάζει σοβαρά» τις δεσμεύσεις των ΗΠΑ προς την Κίνα και «στέλνει ένα λάθος μήνυμα στις αυτονομιστικές δυνάμεις για την ανεξαρτησία της Ταϊβάν». Το Πεκίνο αναφέρεται στην μακροχρόνια προσέγγιση των ΗΠΑ που ούτε υποστηρίζουν την ανεξαρτησία της Ταϊβάν ούτε αποδέχονται την ενσωμάτωση με βίαια μέσα.
Η Κίνα επισημαίνει και ότι το κυβερνών κόμμα στην Ταϊβάν, το οποίο κέρδισε μια τρίτη τετραετή προεδρική θητεία τον Ιανουάριο, είναι πρόθυμο «να καταστεί πιόνι για εξωτερικές δυνάμεις που θα χρησιμοποιήσουν την Ταϊβάν για να περιορίσουν την Κίνα», οδηγώντας την Ταϊβάν σε μια «επικίνδυνη κατάσταση».
Για την Μόσχα, ένας πόλεμος στην Ταϊβάν θα ήταν «μάννα εξ ουρανού». Βέβαια το Πεκίνο γνωρίζει ότι υπάρχουν πλέον ρίσκα και ότι τα ενδεχόμενα κόστη θα είναι επίσης σημαντικά. Παρότι δεν φαίνεται άμεσα κάτι στον ορίζοντα, αυτή θα ήταν, πράγματι, μια σύγκρουση που θα αντιπροσώπευε έναν αυξημένο κίνδυνο γενικότερης αντιπαράθεσης μεταξύ συνδεόμενων δυνάμεων, ανεξαρτήτως του εάν ανήκουν σε επίσημες συμμαχίες (η Ταϊβάν προφανώς δεν ανήκει).
Αύξηση των φορέων στρατηγικής αυτονομίας
Η πιθανότητα επέκτασης των συγκρούσεων με τρόπο που θα απορροφήσει δυνάμεις και θα ομαδοποιήσει στρατηγικές σε παγκόσμιο επίπεδο είναι σήμερα σχετικά μικρή. Αυτό οφείλεται (α) στο είδος και το περιεχόμενο των συγκεκριμένων συγκρούσεων και (β) στα χαρακτηριστικά του αναδυόμενου διεθνούς συστήματος.
Ως προς το (α), τα πράγματα θα ήταν προφανώς διαφορετικά εάν π.χ. ο Πούτιν είχε επιτεθεί στη Σουηδία (φθονώντας τη δόξα του Μεγάλου Πέτρου στον Μεγάλο Βόρειο Πόλεμο) αντί της Ουκρανίας. Στην πραγματικότητα, το δημόσιο αφήγημα που διακινείται και επιμένει ότι ο Πούτιν πρέπει να ηττηθεί κατά κράτος γιατί «βρισκόμαστε πάλι στη δεκαετία του 1930», κλπ., αγνοεί τόσο τις συνθήκες του σημερινού διεθνούς συστήματος όσο και τη δυναμική του πολέμου των διαδόχων κρατών της ΕΣΣΔ.
Ως προς το (β), έχουμε από χρόνια επισημάνει ότι ο υβριδικός κόσμος που αναδύεται κινδυνεύει περισσότερο από την αύξηση των σκληρών περιφερειακών συγκρούσεων και λιγότερο από έναν παγκόσμιο πόλεμο. Ο κόσμος που αναδύεται είναι πολυπολικός και πολυκεντρικός. Ακριβέστερα, οδηγεί στη διαμόρφωση ενός διεθνούς συστήματος που θα απαρτίζεται από λίγους (αλλά κατά κανένα τρόπο δυο) πόλους και πολλά επιμέρους κέντρα.
Παρότι για τη διάκριση μεταξύ μεγάλων και μεσαίων δυνάμεων παραμένουν διαφωνίες, θεωρώ υπερβολικά συμβατική και απαρχαιωμένη την άποψη που περιορίζει την έννοια των «μεγάλων δυνάμεων» στα κράτη που κατέχουν μόνιμη θέση στο Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ (ΗΠΑ, Ρωσία, Κίνα, Βρετανία, Γαλλία).
Η διάκριση, αντίθετα, μεταξύ πυρηνικών και συμβατικών δυνάμεων έχει μεγαλύτερη σημασία. Σε κάθε περίπτωση, στο αναδυόμενο σύστημα, οι μεσαίες δυνάμεις διαδραματίζουν ολοένα σημαντικότερους ρόλους. Οι μεσαίες δυνάμεις δεν διαθέτουν πυρηνικά όπλα, στρατηγικά ή τακτικά, όμως ο συνδυασμός οικονομικής ισχύος ή δυνατοτήτων, γεωπολιτικής θέσης και ρόλων σε διεθνή ή περιφερειακά δίκτυα τους ανοίγει το δρόμο στην πιθανότητα να καταστούν κέντρα (και όχι πόλοι, όπως λανθασμένα ενίοτε υποστηρίζεται) επιδραστικών διεθνών διαδράσεων.
Η νέα σημασία των μεσαίων και περιφερειακών δυνάμεων (Αυστραλία, Γερμανία, Βραζιλία, Αργεντινή, Ιαπωνία, Τουρκία, Ιταλία, Νότια Αφρική, Νότια Κορέα, Ινδονησία, Καναδάς) κουμπώνει εξαιρετικά με τα βασικά χαρακτηριστικά του αναδυόμενου συστήματος. Οι στρατηγικές των μεσαίων δυνάμεων γενικά διαψεύδουν τις απλουστευτικές κατατάξεις σε «άξονες» του Καλού και του Κακού, της Δημοκρατίας και του Αυταρχισμού.
Ακριβώς επειδή ένα από τα χαρακτηριστικά του είναι η ρευστότητα, το αναδυόμενο σύστημα ευνοεί ποικίλες μετακινήσεις και μετατοπίσεις που αντανακλούν επιμέρους πεδία συγκλινόντων συμφερόντων περισσότερο από μακροχρόνιες ιστορικές συμμαχίες. Οι τελευταίες είναι σημαντικές, αλλά καθίστανται σπανιότερες και περισσότερο ευάλωτες σε διακυμάνσεις. Παράλληλα, ορισμένα ειδικότερα πεδία όπως η κυβερνοασφάλεια επιτείνουν τη σημασία των πολλαπλών κέντρων αλλά και της κινητικότητας μεταξύ των οντοτήτων που παροδικά συνθέτουν τους διαφορετικούς πόλους.
Με δυο λόγια, παρατηρούμε τη διαμόρφωση ενός νέου, σύνθετου αστερισμού: ένας περιορισμένος αριθμός πόλων (τρεις ή τέσσερις, πάντως περισσότεροι από δύο) και ένας μεγαλύτερος αριθμός κέντρων ή αναδυόμενων κέντρων, αποτελούμενων από μία ή περισσότερες μεσαίες δυνάμεις που προσπαθούν να επιτύχουν ρόλους τόσο εντός όσο και μεταξύ διαφορετικών πόλων.
Δύσκολοι καιροί για οκνηρές ηγεσίες, οκνηρές κοινωνίες και οκνηρούς αναλυτές. Ειδικά στις μικρότερες χώρες του μετασχηματιζόμενου διεθνούς συστήματος όπως το βιώνουμε σήμερα, σε μια σκληρή μεταβατική φάση γεμάτη απρόοπτα.
*Ο Κώστας Α. Λάβδας είναι Καθηγητής στο Πάντειο Πανεπιστήμιο. Έχει διατελέσει, μεταξύ άλλων, Senior Research Fellow στη London School of Economics και κάτοχος της Έδρας Ελληνικών και Ευρωπαϊκών Σπουδών «Κωνσταντίνος Καραμανλής» στη Fletcher School of Law and Diplomacy του Πανεπιστημίου Tufts στις ΗΠΑ.