Τα πρόσφατα γεγονότα, ιδίως μετά το ξέσπασμα του πολέμου στην Ουκρανία, δείχνουν σε τι βαθμό η διάχυτη αίσθηση για το πού πάνε τα πράγματα, ιδίως στην οικονομία -αυτό που καμιά φορά αποκαλείται «η τσέπη του πολίτη»-, συνδέεται όχι μόνο με την πολιτική γενικώς αλλά με τις πολιτικο-εκλογικές εξελίξεις. Σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες, αλλά και εκτός Ευρώπης, το πολιτικό τοπίο σε επίπεδο εσωτερικών συσχετισμών δυνάμεων έχει πολύ έντονες μεταπτώσεις, ακόμα και σε σχέση με πρόσφατες εκλογικές αναμετρήσεις.
Στη Γαλλία, τη χώρα η οποία, από τις «μεγάλες», τα πάει σχετικά καλύτερα από πλευράς οικονομικών επιδόσεων (πληθωρισμός, ανάπτυξη), ο Πρόεδρος Μακρόν δεν δοκιμάζεται μόνο κοινοβουλευτικά, καθώς η έλλειψη απόλυτης πλειοψηφίας έχει αναγκάσει την κυβέρνησή του να καταφεύγει για όλα τα μεγάλα οικονομικής φύσης νομοσχέδια στο μηχανισμό της ψήφου εμπιστοσύνης (τα νομοσχέδια περνούν χωρίς συζήτηση αν η Βουλή δεν «ρίξει» την κυβέρνηση), αλλά δυσκολεύεται και κοινωνικά, με μεγάλη αμφισβήτηση των αποφάσεων του και διαρκείς σε βάρος του κινητοποιήσεις.
Στη Γερμανία, κάτι λιγότερο από έναν χρόνο από την ανάληψη της εξουσίας από τον τριμερή συνασπισμό υπό την ηγεσία των Σοσιαλδημοκρατών, το κυβερνών κόμμα, και ο ίδιος ο Καγκελάριος Σολτς, υπολείπονται αισθητά -σε 7 μονάδες ανεβάζει τη διαφορά η τελευταία δημοσκόπηση του Politico- από τη δεξιά αντιπολίτευση, ενώ ανεβαίνει ξανά και η αντιευρωπαϊκή ακροδεξιά.
Στην Ισπανία, που βρίσκεται προς το τέλος της θητείας της κυβέρνησης Σάντσεθ-Ποδέμος (τους ξεχάσαμε, ο αρχηγός και ιδρυτής τους Ιγλέσιας αποχώρησε από την πολιτική, όμως βρίσκονται στην εξουσία), το εκλογικό σκηνικό φαίνεται να έχει ανατραπεί υπέρ της Δεξιάς, με άνοδο κι εδώ της φασίζουσας ακροδεξιάς που εκπροσωπεί το κόμμα Vox. Στην Ιταλία, εκεί που πολύ πρόσφατα καταγράφηκε ο μεγαλύτερος θρίαμβος των μετα-φασιστών -που συνιστά κι αντίστοιχο κόλαφο για τη δημοκρατία- η παράταξη της Μελόνι, ίσως και γιατί δεν έχει ακόμα προλάβει να κυβερνήσει, αυξάνει τη διαφορά της από τους εκπροσώπους του "παλιού", ιδίως το παρηκμασμένο Δημοκρατικό Κόμμα.
Σε πρόσφατες επίσης εκλογές στη Σουηδία και τη Δανία, παρά τους διαφορετικούς τελικούς νικητές (Δεξιός συνασπισμός στην πρώτη περίπτωση, Σοσιαλδημοκράτες στη δεύτερη), ενισχύθηκαν και στις δυο αναμετρήσεις (περισσότερο στη Σουηδία, όπου επήλθε και κυβερνητική αλλαγή) οι αντι-συστημικές, αντι-μεταναστευτικές και αντι-ευρωπαικές δυνάμεις. Και στην Ολλανδία, παρά τη σχετική αντοχή του κεντρώου Πρωθυπουργού Ρούτε, που προηγείται με 20% στην τελευταία δημοσκόπηση του Politico, ανεβαίνει ο μισαλλόδοξος και ακραίος Βίλντερς (20%).
Εκτός Ευρώπης, αλλά εντός παγκοσμίου ενδιαφέροντος, στις εκλογές του τελευταίων ημερών σε Βραζιλία και Ισραήλ, οι "σκληροί", από κάθε άποψη -προσωπική, πολιτική, ιδεολογική- Μπολσονάρο και Νετανιάχου όχι απλώς το «πάλεψαν» επ' ίσοις όροις, παρά τη φθορά της εξουσίας, αλλά ο δεύτερος πέτυχε κι ένα από τα πιο δύσκολα, και πιο επίπονα -μετά από 5 εκλογικές αναμετρήσεις στα τελευταία 4 χρόνια- comeback της ιστορίας.
Κοινό σημείο όλων αυτών των εξελίξεων είναι κάτι που θα ονόμαζα «επιρροή του φόβου». Ο πόλεμος με επίκεντρο την Ουκρανία, αλλά που γενικεύτηκε και έχει επιπτώσεις σε κάθε γωνιά του πλανήτη, μέσω και των παράπλευρων αλλά απολύτως σχετικών κρίσεων που επέφερε -οικονομικής, ενεργειακής, εμπορικής, εφοδιαστικής, κλιματικής- σα να έδωσε το τελειωτικό χτύπημα σε ένα ήδη επιβαρυμένο περιβάλλον, στο οποίο κυριαρχεί η αύξηση των ανισοτήτων, ο πολλαπλασισμός των αυταρχικών κυβερνήσεων, η υποχώρηση του κράτους δικαίου, η αδυναμία διεθνών οργανισμών και διεθνούς συνεννόησης.
Αντί να συσπειρώσει τους λαούς στην υπεράσπιση της δημοκρατίας, ο πόλεμος μέχρι στιγμής -αλλά μάλλον χειροτέρευση παρά θετική ανατροπή αναμένεται- έχει δράσει αποσταθεροποιητικά για τη δημοκρατία: σχεδόν παντού ενισχύονται πρόσωπα και δυνάμεις με αυταρχική ή αυταρχίζουσα στάση, ανοιχτή ή κάπως καλυμμένη υποστήριξη της κρατικής βίας και πάντως της γυμνής ισχύος, αδιαφορία για «λεπτομέρειες» όπως η ανεξαρτησία της Δικαιοσύνης, η ελευθερία της έκφρασης, ο σεβασμός του αντιπάλου και της διαφορετικότητας.
Λυδία λίθο στην όλη εξέλιξη θα αποτελέσουν οι ενδιάμεσες εκλογές στις ΗΠΑ την επόμενη Τρίτη, με τη ρεβάνς των μισαλλόδοξων κι εμποτισμένων με τις «ιδέες» του Τραμπ Ρεπουμπλικανών να βρίσκονται προ των πυλών επανάκτησης της κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας. Προετοιμαζόμενοι για την επίθεση σε δυο χρόνια και στην προεδρική εξουσία, πιθανότατα μέσω του ίδιου του Τραμπ.
Μέσα σε αυτό το ζοφερό σκηνικό, η Ελλάδα φαντάζει -ακόμα- σχεδόν σα μια νησίδα εξαίρεσης και ομαλότητας. Σίγουρα η εκ του πολέμου οικονομική κρίση έχει επιπτώσεις, όπως και η κόπωση από τα δύσκολα χρόνια που παρατείνονται. Αισθητή και αναπότρεπτη είναι κάποια φθορά εκ της εξουσίας. Η πολιτική αντιπαράθεση έχει οξυνθεί κι όσο προχωρούμε προς τις εκλογές θα οξύνεται κι άλλο.
Η αντιπολίτευση επιτίθεται και ακραίες φωνές, εντός και εκτός «συνταγματικού τόξου», ακούγονται και επηρεάζουν. Το κοινωνικό κλίμα δεν απέχει πολύ από το σημείο βρασμού, με κτηνώδη περιστατικά να έρχονται στην επιφάνεια διαρκώς, τα νεύρα των πολιτών να είναι μονίμως τεντωμένα, το δημόσιο διάλογο, αλλά και τις ιδιωτικές σχέσεις, να μη διακρίνονται -για να πούμε ευγενικά- από μετριοπάθεια.
Από καθαρά πολιτική άποψη, ωστόσο, τίποτα δεν προιωνίζεται ανατροπή του συστήματος ανάλογη του 2015 ή απειλή κατά του δημοκρατικού πολιτεύματος: η κυβέρνηση αντιστέκεται με όπλο το έργο της, τα κόμματα της αντιπολίτευσης αγωνίζονται συχνά με κραυγές αλλά πάντα εντός δημοκρατικού πλαισίου, η ακροδεξιά δεν αποκτά την υπόκωφη δυναμική που είχε κάποτε η Χρυσή Αυγή. Από την «παράδοξη νεωτερικότητα», για την οποία είχε μιλήσει ο Γιάννης Βούλγαρης, το πολιτικό σύστημα μοιάζει να έχει μεταβεί, χωρίς πολλές φανφάρες και σε πείσμα των καιρών, σε μια «παράδοξη ομαλότητα».
Ομαλότητα δεν σημαίνει, φυσικά, ακινησία -οι ερχόμενες κάλπες θα το αποδείξουν. Αλλά αν το αποδείξουν, όπως όλα δείχνουν, εντός πλαισίου ομαλότητας, το κέρδος, όποιο και να είναι το αποτέλεσμα, θα είναι σημαντικό.
* O Κώστας Μποτόπουλος είναι Συνταγματολόγος και πρώην ευρωβουλευτής