Για τη χρονιά που μας έρχεται, μαζί με δώρα για τον πεντάχρονο γιο μου, έχω μια ειδική παραγγελία για τον Άγιο Βασίλη: Να προστατεύσει το δημοκρατικό καθεστώς της χώρας στην οποία ζω, τις Ηνωμένες Πολιτείες. Δεν είναι ένα δώρο για την Πρωτοχρονιά αλλά για την 5η Νοεμβρίου 2024, οπότε και θα διεξαχθούν οι προεδρικές εκλογές της χώρας.
Οι αμερικανικές εκλογές πάντα προσελκύουν το παγκόσμιο ενδιαφέρον διότι το κόμμα που ελέγχει την προεδρία ορίζει και την εξωτερική πολιτική της χώρας με σημαντικές επιπτώσεις για την παγκόσμια οικονομία, το εμπόριο, το περιβάλλον, τη μετανάστευση, τις αμυντικές συμμαχίες, και πολλά άλλα ζητήματα με διεθνείς προεκτάσεις.
Σε προηγούμενες εκλογικές αναμετρήσεις Έλληνες αναλυτές ρωτούσαν αν θα μπορούν οι Έλληνες να ταξιδεύουν στην Αμερική χωρίς βίζα ή αν η νέα κυβέρνηση θα είναι περισσότερο ή λιγότερο φίλα προσκείμενη στην Τουρκία.
Το θέμα που πρέπει να μας απασχολεί όλους όσον αφορά τις εκλογές του 2024 είναι το αν το Αμερικανικό πολίτευμα που ιδρύθηκε πριν 248 χρόνια θα διατηρήσει το δημοκρατικό του χαρακτήρα, ή αν οι ΗΠΑ θα αποκτήσουν ένα νέο, πιο αυταρχικό σύστημα με φασιστικά χαρακτηριστικά.
Πολλοί εμπειρογνώμονες προειδοποιούν ότι μια επανεκλογή του Ντόναλντ Τραμπ μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα την κατάλυση του Αμερικανικού συστήματος και της παγκόσμιας τάξης που οργανώθηκε μετά το Β' Παγκόσμιο Πόλεμο.
Όμως πώς έφτασε η Αμερική, η μακροβιότερη σύγχρονη Δημοκρατία, να κινδυνεύει να γίνει ένα αυταρχικό καθεστώς;
Ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή.
Δημοκρατικό έλλειμμα
Η Αμερική οδεύει προς τις εκλογές του 2024 με σοβαρό υπάρχον δημοκρατικό έλλειμμα.
Μελέτες δείχνουν ότι πολύ πριν την εμφάνιση του Τραμπ στην εθνική πολιτική σκηνή το 2015, οι ΗΠΑ ήδη υπέφεραν από δημοκρατικό έλλειμμα. Η πολιτική γεωγραφία της χώρας, δηλαδή η συγκέντρωση του πληθυσμού στις παράκτιες πολιτείες, σε συνδυασμό με την ίση εκπροσώπηση των πολιτειών στη Γερουσία, έχει οδηγήσει στην ισχυροποίηση μικρών και πολιτικά συντηρητικών πολιτειών. Το Άινταχο, μια από τις πιο συντηρητικά ακραίες πολιτείες, έχει πληθυσμό 2 εκατομμύρια και εκπροσωπείται από δύο γερουσιαστές. Τόσους έχει και η προοδευτική Καλιφόρνια με πληθυσμό 40 εκατομμύρια.
Η πρακτική του «τζεριμάντερινγκ» (gerrymandering), δηλαδή η χάραξη μονοεδρικών περιφερειών όχι με βάση τη γεωγραφία αλλά με βάση την κατανομή των ψηφοφόρων, έχει επιτρέψει στο κόμμα που πλειοψηφεί στην κάθε πολιτειακή Βουλή να «κόψει» και να «ράψει» τις περιφέρειες ώστε να έχει τη νίκη σίγουρη.
Στις εκλογές του 2022, μόνο 36 από τις 435 εκλογικές περιφέρειες της χώρας για τη Βουλή των Αντιπροσώπων ήταν πραγματικά ανταγωνιστικές. Οι υπόλοιπες αναμετρήσεις είχαν διαφορά ψήφου από 10% και πάνω. Σε 32 περιφέρειες το ένα κόμμα δεν κατέβασε καν υποψήφιο διότι οι πιθανότητες νίκης ήταν μηδενικές.
Οι πολιτικοί επενδυτές κατά της δημοκρατίας
Η επικράτηση εξτρεμιστών υποψηφίων οφείλεται και σε ένα άλλο χαρακτηριστικό του Αμερικανικού συστήματος, τον τρόπο χρηματοδότησης των εκλογών. Το Ανώτατο Δικαστήριο των ΗΠΑ αποφάσισε το 2010 ότι ιδιώτες και εταιρείες έχουν το δικαίωμα να εκφράζουν τις πολιτικές τους απόψεις υπέρ και κατά υποψηφίων με διαφημίσεις και πολιτικές καμπάνιες. Αυτοί οι πολιτικοί επενδυτές δεν υποχρεούνται να δηλώσουν ότι αυτοί πληρώνουν τις διαφημίσεις.
Πλούσιοι πολίτες, όπως ο Ντόναλντ Τραμπ, ο Μάικλ Μπλούμπεργκ (πρώην Δήμαρχος της Νέας Υόρκης), ο Τζει Μπι Πρίτζκερ (Κυβερνήτης του Ιλινόι) και πολλοί άλλοι μπορούν να χρησιμοποιήσουν όσα χρήματα θέλουν από την προσωπική τους περιούσια για να εκλεγούν. Και πολλοί εκατομμυριούχοι χρηματοδοτούν τις καμπάνιες υποψηφίων που τους υπόσχονται τα περισσότερα οφέλη.
Όπως έχει δείξει η Αμερικανίδα δημοσιογράφος Τζέιν Μαγέρ στο συγκλονιστικό βιβλίο της «Μαύρο Χρήμα», ένας πολύ μικρός αριθμός πολυεκατομμυριούχων έχει επενδύσει αμύθητα ποσά σε ακραίους Ρεπουμπλικανούς υποψήφιους, ειδικά σε πολιτειακό επίπεδο. Κι επειδή οι καμπάνιες για την τοπική βουλή είναι κατά κανόνα πολύ φθηνότερες από ότι για το Κογκρέσο (ένας υποψήφιος για το Κογκρέσο χρειάζεται κατά μέσο όρο δύο εκατομμύρια δολάρια), και οι τοπικές βουλές κάνουν το «τζέριμαντερινγκ», η απόδοση της επένδυσης ήταν τεράστια.
Με την επικράτηση των Ρεπουμπλικανών σε πολιτείες όπως το Μίσιγκαν, το Οχάιο, και το Γουισκόνσιν, το «τζεριμάντερινγκ» έφτιαξε καινούργιες σταθερά Ρεπουμπλικανικές πλειοψηφίες σε πολιτείες που τα προηγούμενα χρόνια ήταν ανταγωνιστικές, και σε μικρό χρόνο.
Αυτοί οι πολιτικοί επενδυτές ενδιαφέρονται για τα δικά τους οικονομικά συμφέροντα και όχι απαραίτητα για το δημοκρατικό χαρακτήρα της χώρας. Μελέτες δείχνουν ότι υπαρχει μεγάλη απόκλιση μεταξύ των προτιμήσεων του μέσου Αμερικανού και του μέσου πολυεκατομυριούχου σε ότι αφορά το κοινωνικό κράτος, τη φορολογία και άλλα οικονομικά θέματα.
Όπως έχουν καταδείξει οι πολιτικοί επιστήμονες Πολ Πήρσον και Τζέικομπ Χάκερ, στο βιβλίο τους με τον ειρωνικό τίτλο «Δώστους να φάνε Τουίτς (Tweets)», η στρατηγική που έχουν χρησιμοποιήσει αυτοί οι επενδυτές είναι να υποστηρίζουν συντηρητικούς υποψήφιους που προβάλουν θέματα κοινωνικά, όπως η ομοφυλοφιλία, τα όπλα, και οι αμβλώσεις, ενώ ταυτόχρονα υπονομεύουν το κοινωνικό κράτος.
Τοξική πόλωση
Το δημοκρατικό έλλειμμα που απορρέει από το «τζεριμάντερινγκ» και την εμπορευματικοποίηση των εκλογών έχει ως επίπτωση την τοξική πόλωση που φθείρει κι άλλο τη δημοκρατία.
Λόγω του «τζεριμάντερινγκ», το κέντρο βάρους έχει μεταφερθεί από τις εθνικές εκλογές στις εσωκομματικές εκλογές, τα λεγόμενα «πράιμαρις» (primaries). Το κάθε κόμμα της κάθε πολιτείας ορίζει από μόνο του πότε θα κάνει τις εκλογές του και συνήθως στις εσωκομματικές εκλογές παίρνουν μέρος οι πιο πολιτικοποιημένοι και συχνά οι πλέον ακραίοι εκλογείς. Κατά μέσο όρο, λιγότερο από το 30% των ψηφοφόρων ψηφίζει στις ενδοκομματικές εκλογές, γεγονός που σημαίνει ότι ένας πολύ μικρός αριθμός των πολιτών αποφασίζει ποιος υποψήφιος καταλήγει στο Κογκρέσο. Και επειδή ο μέσος κομματικός ψηφοφόρος στις εσωκομματικές εκλογές δεν είναι ο μέσος Αμερικανός, το Κογκρέσο έχει γεμίσει με ακραίες φωνές, ειδικά από την εθνικιστική, ρατσιστική, ευαγγελική δεξιά.
Πολιτικοί επιστήμονες, και ειδικά ο Πουλ και ο Ρόζενθαλ, έχουν αναλύσει την αύξηση της πόλωσης στο Κογκρέσο. Το παρακάτω γράφημα δέιχνει το ποσοστό των εκπροσώπων των δύο κόμματων που αποκλίνουν από το πολιτικό κέντρο από το 1879 μέχρι το 2015. Ανάμεσα στους Δημοκρατικούς, περιπου 10% των βουλευτών είναι «προοδευτικοί» δηλαδή προσκυνται στην σοσιαλδημοκρατική αριστερά εδώ και δεκαετίες. Αλλά ανάμεσα στους Ρεπουμπλικάνους, ο αριθμός των ακροδεξιών βουλευτών αυξηθηκε από περίπυ 10% στη δεκαετία του 1980 σε 80% το 2015.
Η ιδεολογία του πληθυσμού δεν έχει αλλάξει ουσιαστικά από το 1980 μέχρι σήμερα. Όμως η ιδεολογία των εκπροσώπων και οι πολιτικές που προωθούν στη Βουλή των Αντιπροσώπων έχει κινηθεί προς τα δεξιά.
Τοξικές κομματικές ταυτότητες
Οι μισοί Αμερικανοί δηλώνουν πολιτικά ανεξάρτητοι, δηλαδή δεν έχουν κάποια κομματική ταυτότητα. Αλλά οι περισσότεροι ανεξάρτητοι δεν παρακολουθούν τα πολιτικά δρώμενα, δεν έχουν πολύ σαφείς πολιτικές προτιμήσεις, και ψηφίζουν σποραδικά. Οι άλλοι μισοί που δηλώνουν ότι είναι Δημοκρατικοί ή Ρεπουμπλικάνοι, είναι συναισθηματικά δεμένοι με το κόμμα τους, και παρακολουθούν την επικαιρότητα μέσα από κομματικές πηγές.
Πολλοί αντιμετωπίζουν την άλλη πλευρά όχι σαν συμπολίτες τους με διαφορετική πολιτική ιδεολογία, αλλά σαν εχθρούς που θέτουν τη χώρα και τις αξίες της σε κίνδυνο. Δεν είναι λοιπόν παράξενο που οι μελέτες δείχνουν ότι οι έντονα κομματικοποιημένοι Αμερικανοί αποδέχονται ακόμα και τη χρήση βιας εναντίον των πολιτικών τους αντιπάλων.
Έντονα κομματικοποιημένοι πολίτες δεν ανέχονται ούτε την εσωκομματική κριτική προς δημοφιλείς ηγέτες, όπως ο Τραμπ, και τιμωρούν στις κάλπες τους εσωκομματικούς κριτές. Και όχι μόνο στις κάλπες: πολλοί αντιφρονούντες έχουν δεχθεί απειλές κατά τις ζωής τους.
Έχουμε δει, λοιπόν, πολλαπλές αποχωρήσεις και παραιτήσεις από το Ρεπουμπλικανικό Κόμμα στελεχών που διαφωνούν με τον Τραμπ και τη ρητορεία του. Οι υπόλοιποι είτε σιωπούν και ανέχονται τον Τραμπισμό προκειμένου να επανεκλεγούν, ή γίνονται τραμπικότεροι του Τραμπ, προωθώντας παραπληροφόρηση, και αναζητώντας να τιμωρήσουν τους αντιπάλους τους και συγκεκριμένα την οικογένεια Μπάιντεν. Ο κύριος στοχος είναι η δημιουργία μιας διαστρεβλωμένης πραγματικότητας στη οποία ο Τραμπ είναι αθώος ενώ ο Μπάιντεν είναι διεφθαρμένος και καταδιώκει τον πρώην πρόεδρο για πολιτικούς λόγους. Ταυτόχρονα, οι Τραμπικοί στο Κογκρέσο απειλούν και δημόσιους λειτουργούς της δικαιοσύνης που δικάζουν τις πολλαπλές υποθέσεις στις οποίες εμπλέκεται ο Τραμπ.
Αυτό το κλίμα ενδυναμώνει τις ακραίες τάσεις μεσα στο Ρεπουμπλικανικό εκλογικό σώμα εφόσον οι πεποίθηση των πολιτών ότι οι Δημοκρατικοί και οι αντιφρονούντες Ρεπουμπλικάνοι είναι εχθροί της δημοκρατίας και θέλουν το κακό της χώρας ενισχύονται από τους κομματικούς ηγέτες τους και τον ίδιο τον Ντόναλντ Τραμπ.
* Δρ Αλεξάνδρα Φιλήνδρα, αναπληρώτρια καθηγήτρια Πολιτικών Επιστημών και Ψυχολογίας στο Πανεπιστήμιο του Ιλινόι στο Σικάγο