H Τζόρτζια ανήκει στις πολιτείες που κρατούν τα «κλειδιά» για τον Λευκό Οίκο και αμφότεροι οι Τζο Μπάιντεν και Ντόναλντ Τραμπ στοχεύουν σε επίδειξη δύναμης στις κάλπες των προκριματικών που στήνονται απόψε, καθώς αποτελούν επί της ουσίας μία «πρόβα τζενεράλε» για την προεδρική αναμέτρηση της 5ης Νοεμβρίου.
Στις προκριματικές αναμετρήσεις που διεξάγονται σε Τζόρτζια, Ουάσινγκτον, Μισισίπι και Χαβάη, Μπάιντεν και Τραμπ αναμένεται να συγκεντρώσουν τον αριθμό των εκλεκτόρων που απαιτείται για να εξασφαλίσουν και τυπικά το χρίσμα Δημοκρατικών και Ρεπουμπλικανών, αντίστοιχα, για την προεδρική μάχη.
Είτε το θέλουν οι Αμερικανοί ψηφοφόροι, είτε όχι (και στις δημοσκοπήσεις είναι σαφές πως στην πλειονότητά τους δεν το θέλουν), η ρεβάνς του 2020 έχει «κλειδώσει» ήδη από την Σούπερ Τρίτη. Τώρα, αναμένεται να αρχίσει και επίσημα μία σκληρή, οκτάμηνη μάχη για τον Λευκό Οίκο σε τοξική ατμόσφαιρα και συνθήκες ακραίας πόλωσης.
Υπό αυτό το πρίσμα, όλα τα φώτα στρέφονται στην Τζόρτζια, η οποία έχει αναδειχθεί στις τελευταίες προεδρικές αναμετρήσεις σε μία από τις σημαντικότερες αμφίρροπες πολιτείες που έρχονται να κρίνουν την τελική έκβαση. Ο Τραμπ κέρδισε τους εκλέκτορες της Τζόρτζια το 2016. Ο Μπάιντεν επικράτησε οριακά το 2020 με περίπου 12.000 ψήφους. Η Τζόρτζια αποτέλεσε τόσο κομβικό πεδίο μάχης προ τετραετίας, που ο Ντόναλντ Τραμπ σήμερα βρίσκεται κατηγορούμενος για τις περίφημες εντολές του προς πολιτειακούς αξιωματούχους να «βρουν 11.780 ψήφους» για να ανατρέψει τη νίκη του Τζο Μπάιντεν. Έως και σήμερα επιμένει πως δεν έχασε την πολιτεία.
Ο Αμερικανός πρόεδρος συνένωσε γύρω του το 2020 έναν ανομοιογενή συνασπισμό, συμπεριλαμβανομένων των νέων, των μαύρων, των ισπανόφωνων και των Ασιατών Αμερικανών ψηφοφόρων και των μετριοπαθών κατοίκων των προαστίων που υποστήριξαν εν γένει την εκστρατεία του το 2020. Τον ίδιο συνασπισμό πρέπει να συγκροτήσει και φέτος για να κερδίσει, σημειώνει το δίκτυο NPR. Να προσελκύσει τους μη λευκούς ψηφοφόρους που χάνει και να αντιμετωπίσει τη δυσαρέσκεια για τους χειρισμούς του στο μέτωπο της Μέσης Ανατολής, που του στερούν ψήφους.
Η Τζόρτζια είναι η πολιτεία που μπορεί να δώσει ικανές ενδείξεις για τα δυνατά και αδύναμα σημεία των Μπάιντεν και Τραμπ. Αμφότεροι προσβλέπουν σε ισχυρή εμφάνιση και ισχυρή προσέλευση των ψηφοφόρων στις προκριματικές των κομμάτων τους, ενώ πραγματοποίησαν προεκλογικές συγκεντρώσεις στην πολιτεία ανταλλάσσοντας σκληρά «πυρά».
Η τελευταία δημοσκόπηση που δημοσιοποιήθηκε πριν τις προκριματικές στην Τζόρτζια δείχνει τον Ντόναλντ Τραμπ να διατηρεί προβάδισμα τεσσάρων ποσοστιαίων μονάδων έναντι του Τζο Μπάιντεν στην πολιτεία. Στη μέτρηση του ινστιτούτου Emerson College για την επιθεώρηση The Hill ο Τραμπ συγκεντρώνει 46% έναντι 42% του Τζο Μπάιντεν, με το 12% των ψηφοφόρων να δηλώνουν αναποφάσιστοι. Σε δημοσκόπηση του ίδιου ινστιτούτου τον περασμένο μήνα, το προβάδισμα Τραμπ έφθανε τις έξι ποσοστιαίες μονάδες.
Όταν οι αναποφάσιστοι καλούνται να επιλέξουν πλευρά, το προβάδισμα Τραμπ διατηρείται στις τέσσερις μονάδες, 52% έναντι 48% για τον Μπάιντεν. Και διευρύνεται στις έξι μονάδες όταν συμπεριληφθούν και τρίτες υποψηφιότητες. Ο Τραμπ προηγείται με 44%, ακολουθούμενος από τον Μπάιντεν με 37%, τον ανεξάρτητο Ρόμπερτ Φ. Κένεντι Τζούνιορ με 5%, τον ανεξάρτητο Κορνέλ Ουέστ με 2% και την υποψήφια του Κόμματος των Πρασίνων Τζιλ Στάιν με 1%.
Ο εκτελεστικός διευθυντής του ινστιτούτου Emerson College, Σπένσερ Κίμπα, ανέφερε σε ανακοίνωσή του ότι η υποστήριξη προς τον Ρόμπερτ Φ. Κένεντι Τζούνιορ προέρχεται σε μεγάλο βαθμό από το 8% των ψηφοφόρων κάτω των 40 ετών, το 8% των ανεξάρτητων, το 6% των Δημοκρατικών και το 3% των Ρεπουμπλικανών.
Κατά κανόνα, σε αυτό το στάδιο της προεκλογικής εκστρατείας, όταν πλέον το χρίσμα έχει εξασφαλιστεί και απομένει η τυπική έγκριση στα συνέδρια των δύο κομμάτων το καλοκαίρι, οι υποψήφιοι για την αμερικανική προεδρία αλλάζουν το μήνυμά τους· δεν περιορίζονται πλέον στη στενή κομματική βάση και αρχίζουν να απευθύνονται σε ένα ευρύτερο φάσμα ψηφοφόρων -ιδιαίτερα στους μετριοπαθείς και ανεξάρτητους- που διαδραματίζουν πιο σημαντικό ρόλο στις προεδρικές εκλογές. Στις παρούσες συνθήκες πρόκειται για την εκλογική ομάδα που έδωσε την ψήφο της στην κούρσα των προκριματικών στην πρώην κυβερνήτη της Νότιας Καρολίνας Νίκι Χέιλι. Μέτρηση του ινστιτούτου Emerson έχει καταδείξει πως το 63% των υποστηρικτών της θα κατευθύνονταν στον Μπάιντεν.
Ο Αμερικανός πρόεδρος τους έχει ήδη απευθύνει κάλεσμα να τον ακολουθήσουν -οι μισοί εξ αυτών άλλωστε είχαν ψηφίσει τον Μπάιντεν στις κάλπες του 2020. Από την άλλη, αν οι ομιλίες του προηγούμενου Σαββατοκύριακου προσφέρουν κάποια ένδειξη, ο Τραμπ δείχνει ελάχιστο ενδιαφέρον -ή ικανότητα- να υιοθετήσει έναν πιο περιεκτικό ή μετριοπαθή τόνο, υπογραμμίζει το Associated Press. Εξακολουθεί να επιμένει ψευδώς ότι του έκλεψαν τις εκλογές του 2020 -παρότι οδηγείται σε δίκη γι’ αυτό- και να επαινεί εκείνους που εισέβαλαν στο Καπιτώλιο σε μια από τις πιο σκοτεινές ημέρες στη σύγχρονη Ιστορία των ΗΠΑ.
Μάλιστα, προαναγγέλλει ότι μία από τις πρώτες του ενέργειες εφόσον επανεκλεγεί θα είναι να «απελευθερώσει» τους συλληφθέντες για τα έκτροπα της 6ης Ιανουαρίου 2021, τους οποίους σταθερά χαρακτηρίζει «ομήρους» του ίδιου δικαστικού συστήματος που κατά το αφήγημά του θέλει να τον καταστρέψει. Θα κλείσει τα σύνορα, θα κάνει εξορύξεις και «θα απελευθερώσει τους ομήρους της 6ης Ιανουαρίου που κρατούνται άδικα» έγραψε χθες σε ανάρτησή του στο Truth Social. Κατά το δίκτυο CBS, ήταν η πρώτη φορά που έθεσε ρητά ως προτεραιότητα της πρώτης ημέρας την αποφυλάκιση των συλληφθέντων.
Η εκστρατεία Μπάιντεν πέρασε κατευθείαν στην αντεπίθεση για τα σχόλια Τραμπ, λέγοντας ότι ο υπόδικος τέως πρόεδρος έχει δείξει ότι θα κάνει τα πάντα για να κρατηθεί στην εξουσία, περιλαμβανομένης της δικαιολόγησης και ενθάρρυνσης της πολιτικής βίας. «Ο αμερικανικός λαός δεν έχει ξεχάσει τη βίαιη επίθεση στο Καπιτώλιό μας στις 6 Ιανουαρίου -γνωρίζει ότι ο Τραμπ είναι πολύ επικίνδυνος για να τον αφήσουμε να πλησιάσει ξανά το Οβάλ Γραφείο και θα προσέλθει [σ.σ. στις κάλπες] για να προστατεύσει τη δημοκρατία μας και να κρατήσει τον Τραμπ μακριά από τον Λευκό Οίκο αυτόν τον Νοέμβριο» αναφέρει η εκστρατεία Μπάιντεν. Ο ίδιος ο Αμερικανός πρόεδρος στην ομιλία του για την Κατάσταση του Έθνους είχε ήδη θέσει την προάσπιση της αμερικανικής Δημοκρατίας ως το διακύβευμα της κάλπης.