Σε ένα περίπλοκο και κατακερματισμένο πολιτικό τοπίο θα βαδίσει ο Φρίντριχ Μερτς την επομένη της κάλπης της 23ης Φεβρουαρίου, έχοντας συμβάλλει και ο ίδιος προεκλογικά στην επιδείνωση της πόλωσης με την παραβίαση του «τείχους ασφαλείας» που χωρίζει το δημοκρατικό τόξο από την Άκρα Δεξιά. Θεωρείται βέβαιη η επιστροφή των Χριστιανοδημοκρατών στην εξουσία με καγκελάριο τον μακροχρόνιο αντίπαλο στα δεξιά της Άνγκελα Μέρκελ, αβέβαιη είναι όμως η σύνθεση του κυβερνητικού συνασπισμού του οποίου θα ηγηθεί και η διαπραγμάτευση προδιαγράφεται εξαιρετικά δύσκολη.
Από την κοινοβουλευτική δύναμη των μικρότερων κομμάτων θα κριθεί εάν ο Φρίντριχ Μερτς θα χρειαστεί να αναζητήσει έναν ή δύο κυβερνητικούς εταίρους· ένας τρικομματικός συνασπισμός είναι εξαιρετικά ανεπιθύμητος ειδικά μετά και το «πείραμα» της κυβέρνησης Σολτς με Φιλελεύθερους και Πράσινους, όμως θα είναι μάλλον αναπόφευκτος εφόσον δύο από τα τρία μικρότερα κόμματα -Πράσινοι, Φιλελεύθεροι και Αριστερά- περάσουν το κατώφλι εισόδου και εκπροσωπούνται κοινοβουλευτικά και στη νέα Μπούντεσταγκ.
Ο πιο «δοκιμασμένος» είναι ο κοκκινόμαυρος «μεγάλος συνασπισμός» των Χριστιανοδημοκρατών/Χριστιανοκοινωνιστών (CDU/CSU) που έχει ηγηθεί της Γερμανίας τέσσερις φορές από το 1949, οι τρεις υπό τα ηνία της καγκελαρίου Άνγκελα Μέρκελ. Και το πιο δύσκολο σενάριο από πλευράς προγραμματικής σύγκλισης εκτιμάται ότι θα ήταν αυτό ενός τρικομματικού συνασπισμού μεταξύ CDU/CSU, Σοσιαλδημοκρατών και Πρασίνων, ο αποκαλούμενος συνασπισμός «Κένυα» επειδή τα χρώματα των κομμάτων ταιριάζουν με τη μαυρο-κόκκινο-πράσινη σημαία της αφρικανικής χώρας.
Ο απερχόμενος καγκελάριος Όλαφ Σολτς ηγήθηκε μίας κυβέρνησης βυθισμένης σε εσωτερικές έριδες και σχεδόν σε μόνιμη κρίση μετά τη σύμπραξη των Σοσιαλδημοκρατών με Φιλελεύθερους και Πράσινους κατόπιν της εκλογικής αναμέτρησης της 26ης Σεπτεμβρίου 2021 και της ιστορικής επιστροφής του SPD ως πρώτου σε κοινοβουλευτική δύναμη κόμματος στη γερμανική πολιτική σκηνή. Σήμερα, τρεισήμισι χρόνια μετά, οι Σοσιαλδημοκράτες αναμένεται να τερματίσουν τρίτοι στις κάλπες πίσω από την εθνικολαϊκιστική Εναλλακτική για τη Γερμανία (AfD) που εν τω μεταξύ «κάλπασε» πατώντας πάνω στις ανησυχίες για το μεταναστευτικό και την οικονομία.
Το σενάριο ενός συνασπισμού «καταδικασμένου» εξ αρχής να καταρρεύσει είναι αυτό που ο Φρίντριχ Μερτς θέλει πάση θυσία να αποφύγει. Το CDU θα πρέπει να σταθμίσει προσεκτικά τις επιλογές του, εξισορροπώντας την ανάγκη για μια σταθερή κυβερνητική πλειοψηφία με το πιθανό πολιτικό κόστος της ευθυγράμμισης με ορισμένα κόμματα. Τα κόμματα της Κεντροαριστεράς από πλευράς τους θα πρέπει ίσως να επιλέξουν εάν στις σκληρές μετεκλογικές διαβουλεύσεις θα πιέσουν κυρίως για μια άμβλυνση της σκληρής στάσης του Μερτς στο μεταναστευτικό ή όσον αφορά τις δημόσιες δαπάνες.
Η προδιαγραφόμενη νίκη Μερτς είναι συνεπώς μόνο η αρχή της ιστορίας, καθώς η ικανότητά του να κυβερνήσει αποτελεσματικά θα εξαρτηθεί από το πώς θα περιηγηθεί στον πολύπλοκο ιστό της γερμανικής κομματικής πολιτικής σκηνής για να δημιουργήσει έναν σταθερό και λειτουργικό συνασπισμό που θα μπορέσει πρωτίστως να «ανατάξει» την οικονομία. Το πολιτικό σύστημα της Γερμανίας απαιτεί συμμαχίες, καθιστώντας τις μετεκλογικές διαπραγματεύσεις εξίσου σημαντικές με την ίδια την ψηφοφορία.
Τα σενάρια για κυβέρνηση περιλαμβάνουν σαφώς έναν νέο «μεγάλο συνασπισμό» CDU/CSU-SPD δίχως τον Όλαφ Σολτς πλέον στα ηνία των Σοσιαλδημοκρατών και με τον απερχόμενο υπουργό Άμυνας, Μπόρις Πιστόριους, ή τον αντιπρόεδρο του κόμματος Λαρς Κλίνκμπαϊλ να βγαίνουν μπροστά. Η ανανέωση της συμμαχίας CDU/CSU και SPD ενώ μπορεί να προσφέρει σταθερότητα και εμπειρία, οι βαθιές ιδεολογικές διαιρέσεις και οι πρόσφατες πολιτικές συγκρούσεις θα μπορούσαν να καταστήσουν τις διαπραγματεύσεις εξαιρετικά δύσκολες. Η συμφωνία σε βασικά ζητήματα όπως η κοινωνική πρόνοια και η άμυνα θα ήταν απαραίτητη.
Μία «μαυρο-πράσινη» συμμαχία (CDU/CSU, Πράσινοι) αν και δυνητικά θα μπορούσε να προσελκύσει μετριοπαθείς ψηφοφόρους και υπάρχει συναίνεση στην εξωτερική πολιτική και τις αμυντικές δαπάνες (αμφότερα τα κόμματα έχουν επικρίνει τον Σολτς για αναποφασιστικότητα όσον αφορά τη στήριξη στην Ουκρανία), οι διαφορές σε οικονομικά και κοινωνικά ζητήματα, και φυσικά στο μεταναστευτικό, δυσχεραίνουν την όποια συνεργασία. Θα αποτελούσε «επίσημη πρώτη» σε ομοσπονδιακό επίπεδο -και την έχει αποκλείσει προκαταβολικά ο επικεφαλής της CSU Μάρκους Ζέντερ- παρόλο που τρία από τα 16 γερμανικά κρατίδια κυβερνώνται σήμερα από τους λεγόμενους συνασπισμούς «Ακτινίδιο». Το ενδεχόμενο θα πέσει στο «τραπέζι» εάν η εκλογική επίδοση των Πρασίνων είναι ισχυρή, αλλά εκτιμάται ότι η προοπτική αυτή θα χρησιμοποιηθεί κυρίως από το συντηρητικό κόμμα ως μοχλός πίεσης στις διαπραγματεύσεις με το SPD.
Τα σενάρια για τρικομματικό συνασπισμό -που δοκιμάστηκε, όχι επιτυχώς, επί Σολτς για πρώτη φορά σε έξι δεκαετίες- περιλαμβάνουν τον λεγόμενο «γερμανικό συνασπισμό» CDU/CSU, Σοσιαλδημοκρατών και Φιλελεύθερων, καθώς και τον «συνασπισμό Κένυα» CDU/CSU, SPD και Πρασίνων. Ο «συνασπισμός Τζαμάικα» (CDU/CSU, Πράσινοι, FDP), που και πάλι δανείζεται το όνομά του από τα χρώματα των κομμάτων που σε αυτή την εκδοχή «ζωγραφίζουν» τη σημαία της Τζαμάικα, είχε επίσης εξεταστεί στο παρελθόν.
Ως προς τον παράγοντα AfD, παρόλο που οι Χριστιανοδημοκράτες έχουν ξεκάθαρα αποκλείσει οποιαδήποτε επίσημη συνεργασία με την Άκρα Δεξιά, η αυξανόμενη επιρροή της προσθέτει ένα επίπεδο πολυπλοκότητας. Η ικανότητα του Φρίντριχ Μερτς να αντιμετωπίσει τις ανησυχίες των ψηφοφόρων που συμπίπτουν με την πλατφόρμα της AfD, χωρίς να νομιμοποιήσει το ξενοφοβικό, φιλορωσικό και νεοναζιστικών συνιστωσών κόμμα, θα είναι κρίσιμη για τη διαμόρφωση του μετεκλογικού τοπίου.
Στην προεκλογική Γερμανία το μεταναστευτικό ξεπέρασε την οικονομία και αναδείχθηκε στο κυρίαρχο ζήτημα μετά και την τελευταία αιματηρή επίθεση στη Βαυαρία, με τον Μερτς να συγκεντρώνει τα «πυρά» όλων των πολιτικών δυνάμεων, πλην της AfD φυσικά, για την εισαγωγή σκληρής νομοθεσίας εν γνώσει του ότι θα μπορούσε να περάσει μόνο με τις ψήφους της AfD. Στη δεύτερη και σημαντικότερη ψηφοφορία επί νομοσχεδίου για το μεταναστευτικό, ο Μερτς ηττήθηκε από τις ψήφους που δεν έδωσαν βουλευτές των ίδιων των Χριστιανοδημοκρατών και των Φιλελεύθερων και αφότου είχε προηγηθεί η παρέμβαση Μέρκελ.
Δημοσκοπικά πάντως ο αρχηγός των Χριστιανοδημοκρατών δεν «τιμωρείται» για τη σιωπηρή αποδοχή της υποστήριξης της Άκρας Δεξιάς, αλλά ούτε και αντλεί ψήφους από τη δεξαμενή των ψηφοφόρων της. Η τελευταία πολυαναμενόμενη δημοσκόπηση του δικτύου ARD που ήλθε να καταγράψει τον παλμό έπειτα από ένα δραματικό τριήμερο στη Μπούντεσταγκ εμφανίζει τους Χριστιανοδημοκράτες (CDU) και το αδελφό κόμμα των Χριστιανοκοινωνιστών της Βαυαρίας (CSU) ενισχυμένους κατά μία ποσοστιαία μονάδα -στο 31%- και τη δημοτικότητα του ίδιου του Μερτς αυξημένη κατά τέσσερις μονάδες. Μία μονάδα έχει κερδίσει όμως και η ίδια η AfD αγγίζοντας το ποσοστό του 21%, αλλά και η (αναιμική) δημοτικότητα Σολτς ανέβηκε κατά έξι ποσοστιαίες μονάδες.
Το ποσοστό των Σοσιαλδημοκρατών παρέμεινε αμετάβλητο στο 15%, ενώ οι Πράσινοι υποχωρούν κατά μία μονάδα στο 14%. Το Κόμμα της Αριστεράς (Die Linke) βρίσκεται στο 5%, ενώ οι Φιλελεύθεροι (FDP) και η λαϊκιστική συμμαχία της Σάρα Βάγκενγκνεχτ (BSW), με ποσοστό 4% και οι δύο, «παλεύουν» να πιάσουν το όριο για κοινοβουλευτική εκπροσώπηση.
Καταγράφεται αυξανόμενη ανησυχία μεταξύ των ψηφοφόρων για το ενδεχόμενο μιας ασταθούς κυβέρνησης μετά τις εκλογές, με το 69% να εκφράζει σοβαρό προβληματισμό -πρόκειται για αύξηση 10 μονάδων σε σύγκριση με τον Δεκέμβριο του 2024. Επιβεβαιώνεται επίσης πως μεταναστευτικό και οικονομία είναι τα κυρίαρχα ζητήματα για τους Γερμανούς, ενώ ως προς τη στάση Μερτς με την αποδοχή των ψήφων της AfD στη Μπούντεσταγκ, οι ερωτηθέντες στη δημοσκόπηση του ARD εμφανίζονται διχασμένοι με ποσοστό 49% να στέκεται επικριτικά και ποσοστό 44% να θεωρεί τη στάση αποδεκτή.
Η τελευταία αυτή δημοσκόπηση ήλθε να επιβεβαιώσει την τάση που κατέδειξαν προηγούμενες μετρήσεις και η οποία δείχνει πως οι ψηφοφόροι δεν σπεύδουν να «τιμωρήσουν» τον Φρίντριχ Μερτς. Ενώ είχε προϋπάρξει την περασμένη Τρίτη μία δημοσκόπηση που έδειχνε το ποσοστό των Χριστιανοδημοκρατών μειωμένο κατά δύο ποσοστιαίες μονάδες, στο 28%, δύο άλλες μετρήσεις που δημοσιοποιήθηκαν την ίδια ημέρα δεν κατέγραφαν αλλαγές στη στάση των ψηφοφόρων.