Τεκτονικές αλλαγές, και πρωτίστως έναν πόλεμο στην καρδιά της, έχει βιώσει η Ευρώπη από τις τελευταίες ευρωκάλπες του 2019, ερχόμενη αντιμέτωπη με μείζονες πολιτικές, οικονομικές και γεωπολιτικές προκλήσεις που αναζητούν επειγόντως χάραξη κοινής στρατηγικής. Ποια μεγάλα ζητήματα διακυβεύονται στην ευρωκάλπη και τι ζητούν οι πολίτες από την Ευρωπαϊκή Ένωση.
Η άνοδος της Άκρας Δεξιάς σε αρκετές ευρωπαϊκές χώρες προβλέπεται ότι θα αποτυπωθεί και σε έδρες στη σύνθεση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, μια συζήτηση που κυριάρχησε καθ’ οδόν προς τις ευρωκάλπες και σε μεγάλο βαθμό επισκίασε την εξίσου ουσιώδη συζήτηση για το διακύβευμα των ευρωεκλογών σε ένα ευρύ φάσμα ζητημάτων θα ορίσουν τη φυσιογνωμία της Ευρώπης τα επόμενα χρόνια.
Απαντήσεις για την ακρίβεια
Σε επίπεδο καθημερινότητας, η ακρίβεια είναι ένα από τα μεγάλα ζητήματα που απασχολούν, φοβίζουν και οργίζουν τους Ευρωπαίους πολίτες που καλούνται στις κάλπες. Το υψηλό κόστος διαβίωσης είναι μία από τις βασικές αιτίες -αν όχι η βασικότερη- που οδηγεί τους Ευρωπαίους πολίτες να στρέφονται κατά πολιτικών των Βρυξελλών. Λύσεις για τον πληθωρισμό και αντιμετώπιση της οικονομικής ανασφάλειας ζητούν πρωτίστως οι πολίτες από την Ένωση -και ακολουθεί το μεταναστευτικό-, όπως καταδεικνύουν οι δημοσκοπήσεις πανευρωπαϊκά.
Τα δύο τρίτα των Ευρωπαίων πολιτών δηλώνουν ότι η αντιμετώπιση της αύξησης του κόστους ζωής πρέπει να αποτελέσει κορυφαία προτεραιότητα για την Ευρωπαϊκή Ένωση. Οι πολίτες αγωνιούν για τις τιμές της ενέργειας, την κάλυψη καθημερινών αναγκών, τη μη προσιτή ή ανεπαρκή στέγαση που τείνει να εξελιχθεί σε μείζον πολιτικό πρόβλημα που θα κληθεί να διαχειριστεί η ΕΕ.
Ανταγωνιστικότητα: Μάχη για να ανακτηθεί το χαμένο έδαφος
Ενώ οικονομολόγοι και αξιωματούχοι της Ευρωπαϊκής υποστηρίζουν ότι ένα ενιαίο μέτωπο δίνει στην Ευρώπη καλύτερες ευκαιρίες να ανταγωνιστεί τις δύο μεγαλύτερες οικονομίες του κόσμου, Ηνωμένων Πολιτειών και Κίνας, οι ευρωσκεπτικιστικές τάσεις όλων των αποχρώσεων που εκτιμάται ότι θα εξέλθουν ενισχυμένες από τις ευρωεκλογές αντιτίθενται σε μια τέτοια προσέγγιση, απαιτώντας να προηγείται η εθνική κυριαρχία.
Προς αυτή την κατεύθυνση εκτιμάται ότι θα συνεχιστεί και την επόμενη πενταετία η συζήτηση για μια ένωση κεφαλαιαγορών για την κινητοποίηση ιδιωτικών κεφαλαίων. Οι χώρες της ΕΕ προσπαθούν εδώ και δέκα χρόνια να εναρμονίσουν τους νόμους ώστε να διευκολυνθεί η διασυνοριακή διακίνηση κινητών αξιών και η χρηματοδότηση εταιρειών με αυτόν τον τρόπο.
Η Ευρώπη έχει μείνει πίσω στην παγκόσμια οικονομική σκακιέρα έναντι του ανταγωνισμού και χάθηκαν πολλές ευκαιρίες, όπως έχει αναλύσει εκτενώς σε συνέντευξή της στο Liberal και τον Νικόλα Ταμπακόπουλο η καθηγήτρια Αναστασία Γιακουμέλου. Η ευρωπαϊκή βιομηχανία δυσκολεύεται να διατηρήσει την ανταγωνιστικότητά της έναντι της Κίνας και των Ηνωμένων Πολιτειών. Υστερεί σε οικονομική ανάπτυξη, νομοθετική ευελιξία και φιλικότητα προς την επιχειρηματικότητα, καινοτομία και δημοσιονομική στρατηγική.
«Στον τεχνολογικό τομέα, που πλέον αντιπροσωπεύει τον πυρήνα της οικονομίας ειδικά με τη βλέψη στραμμένη στο μέλλον, η Ευρώπη δεν έχει να επιδείξει κανέναν από τους μεγαλύτερους παγκοσμίως παίκτες, ενώ Κίνα και ΗΠΑ έχουν καλύψει πλέον όλο το φάσμα sub-sectors και industries» τονίζει η κα Γιακουμέλου και επισημαίνει ότι «σε αντίθεση με ΗΠΑ και Κίνα, η ΕΕ παραμένει μία ένωση ανεξάρτητων κρατών με τις οικονομίες τους, με πολύ μικρότερη δυνατότητα συντονισμού για βελτιστοποίηση και το αιώνιο ζήτημα της αποκεντρωμένης φορολογικής πολιτικής [...] Παραμένουμε κατακερματισμένοι και κατ’ επέκταση λιγότερο ευέλικτοι και ανταγωνιστικοί».
Κλιματική αλλαγή και Πράσινη Συμφωνία
Αναφορικά δε με την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής, όταν η ΕΕ στοχεύει σε μηδενικές εκπομπές αερίων θερμοκηπίου έως το 2050 επηρεάζεται το διαθέσιμο εισόδημα των Ευρωπαίων πολιτών και η βιωσιμότητα των ευρωπαϊκών επιχειρήσεων.
Η προώθηση των νέων κανονισμών την επόμενη πενταετία με τη μορφή της δέσμης μέτρων για την Πράσινη Συμφωνία αποδεικνύεται πιο δύσκολη από ό,τι υπολογίστηκε αρχικά, καθώς η ΕΕ εισέρχεται πιο βαθιά στους δαιδάλους του ευρωσκεπτικισμού και οι επιχειρήσεις καλούνται να επιβαρυνθούν με επιπλέον κόστος προσαρμογής στους περιορισμούς της Πράσινης Συμφωνίας όταν απειλούνται από οικονομική αβεβαιότητα και καλούνται να ανταγωνιστούν εταιρείες τρίτων χωρών, όπως ενδεικτικά της Νοτιοανατολικής Ασίας, που δεν έχουν ανάλογες υποχρεώσεις.
Εξάλλου, όπως επισημαίνει η καθηγ. Αναστασία Γιακουμέλου: «Αν κάνουμε τη θυσία εμείς βοηθάμε όντως τον πλανήτη συνολικά προς ένα καλύτερο μέλλον αυτή τη στιγμή; Η απάντηση είναι όχι, γιατί όσο η προσπάθεια γίνεται βεβιασμένα στην Ευρώπη, τα 2/3 του πλανήτη συνεχίζουν να εφαρμόζουν όσα τους καθιστούν περισσότερο οικονομικά ανταγωνιστικούς, οι ρύποι μας απλά θα μεταφερθούν σε άλλη χώρα, αλλά πάλι θα παραχθούν, οι κοινωνικές αδικίες το ίδιο».
Ενεργειακή αυτάρκεια
Πρόκληση για την επόμενη πενταετία θα είναι επίσης η ενεργειακή ένωση της ΕΕ για τη μείωση των τιμών της ενέργειας και τη σταθεροποίηση του εφοδιασμού. Έχοντας την πικρή εμπειρία της υπερβολικής ενεργειακής εξάρτησης από τη Ρωσία, τα κράτη-μέλη της ΕΕ αναζητούν εναλλακτικούς προμηθευτές ενέργειας, πρέπει να βρουν τεχνολογίες για να επεκτείνουν την αποθήκευση και να δημιουργήσουν διευρωπαϊκά δίκτυα.
Ένα επίσης δύσκολο κεφάλαιο είναι αυτό της γεωργίας και της κτηνοτροφίας. Οι αγρότες σε ολόκληρη την ήπειρο άρχισαν εξεγείρονται ενάντια στην αυξανόμενη πίεση των κανονισμών της ΕΕ, συμπεριλαμβανομένων των κανονισμών που σχετίζονται με την πράσινη μετάβαση και την Κοινή Αγροτική Πολιτική (ΚΑΠ). Η αναταραχή ανάγκασε την ΕΕ να αποσύρει ορισμένους κανονισμούς της ΚΑΠ. Το μέτωπο αυτό, ωστόσο, παραμένει ανοιχτό.
Εξωτερική πολιτική και κοινή Άμυνα
Η στήριξη της Ουκρανίας και η θωράκιση της Ευρώπης απέναντι στη ρωσική απειλή βρίσκονται στην πρώτη γραμμή των προτεραιοτήτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η οποία ενδεχομένως κληθεί να διαχειριστεί κατά τη νέα νομοθετική περίοδο του Ευρωκοινοβουλίου τις επιπτώσεις μία νίκης του Ντόναλντ Τραμπ στις Ηνωμένες Πολιτείες που θα θέσει σε άλλη βάση τις διατλαντικές σχέσεις, (εξ)ωθώντας την Ευρώπη στην ανάληψη νέων πρωτοβουλιών.
Επιπτώσεις, σε ορίζοντα που κυμαίνεται από το πεδίο της μελλοντικής κατεύθυνσης της εξωτερικής πολιτικής της Ουάσινγκτον -ιδίως όσον αφορά την (σφιχτά εναγγαλιζόμενη με τη Ρωσία) Κίνα και τη στήριξη στο Κίεβο-, των εγγυήσεων ασφαλείας έναντι συμμάχων στο πλαίσιο του ΝΑΤΟ, και εν γένει τις σχέσεις των ΗΠΑ με τους διεθνείς εταίρους τους, μέχρι την οικονομία, την ενέργεια και το κλίμα, καθώς και την προσήλωσή τους στους διεθνείς θεσμούς και την πολυμερή συνεργασία.
Κοινή είναι η εκτίμηση στην ΕΕ ότι χρειάζεται μεγαλύτερη κοινή χρηματοδότηση της άμυνας και ανάπτυξη κοινών αμυντικών μέσων, κάτι που παραδοσιακά ήταν αρμοδιότητα των εθνικών κυβερνήσεων. Η εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία πιέζει προς αυτή την κατεύθυνσή όμως η κατάσταση περιπλέκεται όταν εθνικές κυβερνήσεις (όπως στην Ουγγαρία και τη Σλοβακία), αλλά και ισχυρά λαϊκιστικά κόμματα της ριζοσπαστικής δεξιάς αντιπολίτευσης σε κράτη-μέλη θέτουν τις δικές τους «προτιμήσεις» και προτεραιότητες υπεράνω από εκείνες των Βρυξελλών έναντι της Μόσχας.
Η οποία Μόσχα «βάλλει» κατά της ΕΕ διά της προπαγάνδας και της παραπληροφόρησης, έχει φθάσει να παρεισφρήσει στους κόλπους του ίδιου του Ευρωκοινοβουλίου διά των «προθύμων» της Άκρας Δεξιάς και εσχάτως φέρεται να επιδίδεται σε μία σειρά υβριδικών επιθέσεων με δολιοφθορές σε ευρωπαϊκής πρωτεύουσες.
Στο πεδίο της Άμυνας, η συζήτηση θα περιστραφεί, μεταξύ άλλων, και γύρω από την πρόταση που έχουν καταθέσει από κοινού ο Έλληνας πρωθυπουργός, Κυριάκος Μητσοτάκης, και ο Πολωνός ομόλογός του Ντόναλντ Τουσκ αναφορικά με το εγχείρημα μίας κοινής αντιπυραυλικής ασπίδας για την προστασία ολόκληρου του ευρωπαϊκού εναέριου χώρου.
Η εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία ώθησε την Ευρωπαϊκή Ένωση να επανεξετάσει πολλά δεδομένα, ιδίως όσον αφορά τη διεύρυνση, ένα από τα βασικά εργαλεία της κοινής εξωτερικής πολιτικής. Παρόλο που τα κράτη-μέλη έχουν την πρωταρχική αρμοδιότητα στην εξωτερική πολιτική και την πολιτική ασφάλειας, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ασκεί σημαντική επιρροή στην έγκριση της ένταξης νέων μελών μέσω της δημοσιονομικού ελέγχου στην προενταξιακή χρηματοδότηση και του μηχανισμού συναπόφασης μαζί με το Συμβούλιο.
Τα κεντρώα κόμματα, δηλαδή το ΕΛΚ, οι Σοσιαλιστές και οι Φιλελεύθεροι ενδέχεται να «προσκρούσουν» στην λαϊκιστική ριζοσπαστική δεξιά που δεν ευνοεί την περαιτέρω διεύρυνση της ΕΕ, την ενισχυμένη οικονομική βοήθεια για μεταρρυθμίσεις που σχετίζονται με τη διεύρυνση και την ενίσχυση του Κράτους Δικαίου. Ωστόσο, η ένταξη της Ουκρανίας -στην οποία έχει αποδοθεί καθεστώς υποψήφιας προς ένταξη χώρας- αποτελεί υψηλή προτεραιότητα για τις Βρυξέλλες και για τους διατλαντικούς σχεδιασμούς.
Μετανάστευση και πολιτική ασύλου
Το σύνθετο και πολύπλευρο ζήτημα του μεταναστευτικού ήταν και θα παραμείνει βασική πρόκληση και για το επόμενο Ευρωκοινοβούλιο, και σαφώς τις ευρωπαϊκές κυβερνήσεις που καλούνται να απαντήσουν σε μία από τις πρωταρχικές ανησυχίες που εκφράζουν οι πολίτες.
Σε έρευνα της Kapa Research σε δέκα κράτη-μέλη, περιλαμβανομένης της Ελλάδας, αναφορικά με τις μεγάλες προκλήσεις με τις οποίες βρίσκεται αντιμέτωπη η ΕΕ, το μεταναστευτικό καταγράφεται ως η δεύτερη σημαντικότερη πηγή ανησυχίας των Ευρωπαίων (μετά την οικονομική ανασφάλεια) σε ποσοστό 37%, κατά μέσο όρο.
Στο ερώτημα σε ποιους τομείς θα πρέπει να επικεντρωθεί η Ευρώπη τα επόμενα πέντε χρόνια, ο «αυστηρότερος έλεγχος της μετανάστευσης» ιεραρχείται ως κορυφαία προτεραιότητα από το 36% των ερωτηθέντων σε όλες τις χώρες, ενώ η αντίληψη της μετανάστευσης ως «απειλή για τη δημόσια τάξη» είναι ευρέως διαδεδομένη, με το 68% των ερωτηθέντων να έχει αυτή την άποψη, σε σύγκριση με μόλις το 23% που την εκλαμβάνει ως «ευκαιρία για ένα νέο εργατικό δυναμικό».
Υπό αυτό το γενικό πρίσμα, και αναλόγως και των νέων πολιτικών ισορροπιών που θα επικρατούν στην επόμενη Ευρωβουλή, οι πολιτικές της ΕΕ για τη μετανάστευση, το άσυλο και την ενσωμάτωση είναι πιθανό να αναθεωρηθούν προς πιο αυστηρή κατεύθυνση, που ίσως περιλαμβάνει και την αλλαγή του Συμφώνου για το Άσυλο και τη Μετανάστευση που εγκρίθηκε στις 14 Μαΐου. Τα δέκα νομοθετικά κείμενα του Συμφώνου θα τεθούν σε ισχύ το 2026, δηλαδή εντός της θητείας της επόμενης Ευρωβουλής, και είναι πιο περιοριστικά από τους προηγούμενους κανονισμούς, οι οποίοι δεν είχαν επικαιροποιηθεί εδώ και περίπου δύο δεκαετίες.
«Για πολλά κράτη μέλη, η Ευρώπη δεν έχει προχωρήσει αρκετά στο μέτωπο της ασφάλειας. Η μετανάστευση θα παραμείνει βασική πρόκληση για το επόμενο Κοινοβούλιο, με σαφές χάσμα μεταξύ αριστεράς και δεξιάς», δηλώνει στο France 24 η Σεγκολέν Μπαρμπού ντε Πλας, διευθύντρια του ερευνητικού δικτύου της ΕΕ Euro-Lab.
Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο είναι το μόνο θεσμικό όργανο της Ευρωπαϊκής Ένωσης που εκλέγεται απευθείας από τους πολίτες και ως λειτουργικά νομοθετικό όργανο διαδραματίζει καίριο ρόλο στην έγκριση ή απόρριψη των ευρωπαϊκών κανονισμών, καθώς και στην έγκριση του Κοινοτικού Προϋπολογισμού και στην εποπτεία της εφαρμογής του. Η έκβαση των ευρωεκλογών θα «σφραγίσει» επίσης την εκλογή του επόμενου προέδρου της Κομισιόν και του σώματος των κοινοτικών επιτρόπων.
Καταληκτικά, δεν απέχει από την πραγματικότητα η παρατήρηση του Κέντρου Στρατηγικών και Διεθνών Μελετών (CSIS) ότι οι Ευρωπαίοι πολίτες σπάνια έχουν εναποθέσει τόσο υψηλές προσδοκίες για το τι μπορεί ή πρέπει να επιτύχει η Ευρωπαϊκή Ένωση, ωστόσο οι εκλογές θα διεξαχθούν κυρίως με βάση τις εθνικές πολιτικές προτεραιότητες. Πολλά κόμματα θα αξιοποιήσουν τα εθνικά θέματα ή τη δυσαρέσκεια κατά του ευρωπαϊκού κατεστημένου για να κερδίσουν ψήφους σε έναν όλο και πιο ανασφαλές περιβάλλον.