Α. Γιακουμέλου: Η Ευρώπη έχασε το momentum έναντι των ΗΠΑ και της Κίνας
Shutterstock
Shutterstock

Α. Γιακουμέλου: Η Ευρώπη έχασε το momentum έναντι των ΗΠΑ και της Κίνας

«Η Γηραιά Ήπειρος έχει μείνει πίσω στην παγκόσμια οικονομική σκακιέρα έναντι του ανταγωνισμού» δηλώνει στο Liberal και τον Νικόλα Ταμπακόπουλο η καθηγήτρια Αναστασία Γιακουμέλου. Η ίδια τονίζει πως χάθηκαν πολλές ευκαιρίες, ενώ μιλά για τον πόλεμο στην Ουκρανία, την ενεργειακή κρίση, το κόστος της πράσινης μετάβασης, τη μείωση των επιτοκίων και τον πληθωρισμό.

2019 -2024: Πού βρίσκεται η Ευρωπαϊκή Ένωση 5 χρόνια μετά από τις προηγούμενες ευρωεκλογές, στην παγκόσμια οικονομική σκακιέρα της ανταγωνιστικότητας σε σχέση με τις ΗΠΑ, την Κίνα, αλλά και τις αναδυόμενες περιφερειακές δυνάμεις;

Όχι εκεί που θα θέλαμε. Η Ευρώπη έχει χάσει αρκετές μονάδες σε ανταγωνιστικότητα και, αν και παραμένει η τρίτη οικονομική ζώνη του πλανήτη, φοβάμαι πως αυτό δε θα διαρκέσει για πολύ. Είμαστε πίσω σε οικονομική ανάπτυξη, πίσω σε νομοθετική ευελιξία και φιλικότητα προς την επιχειρηματικότητα, πίσω σε καινοτομία, πίσω σε δημοσιονομική στρατηγική.

Έχουμε χάσει momentum σε σύγκριση με το παρελθόν μας και τους ιστορικούς μας «ανταγωνιστές», όπως επίσης έχουμε χάσει την ευκαιρία να συμμετάσχουμε δυναμικά σε κυρίαρχες βιομηχανίες που θα καθορίσουν το μέλλον, οικονομικά και κοινωνικά. Σε συνδυασμό με την αρνητική μας δημογραφική τάση και εντάσεις, όπως η χαμηλή ενσωμάτωση των μεταναστευτικών ροών, δε σχηματίζουν μία αισιόδοξη εικόνα.

Το τελευταίο δεν το αναφέρω ως ένα θέμα ανεξάρτητο από την οικονομία, καθώς καθορίζει μεγάλες δαπάνες, κοινωνικές εντάσεις και χαμένες ευκαιρίες στην ανάπτυξη του εσωτερικού ανθρώπινου ταλέντου, που είναι παράγοντας άρρηκτα συνδεδεμένος με την ανταγωνιστικότητα. Σε μια ήπειρο που συνεχίζουμε να είμαστε global leaders σε ποιότητα ζωής για τους πολίτες μας οι αντίστοιχες τάσεις είναι καθοριστικές στην πορεία που θα διαγράψουμε στο μέλλον.

Σε ποιους δείκτες βελτίωσε τη θέση της και σε ποιους δείκτες έχασε το βηματισμό της;

Στα πρώτα χρόνια αυτού του αιώνα, πριν 12-15 χρόνια, η ευρωπαϊκή οικονομία ήταν μεγαλύτερη της αμερικανικής κατά 10%. Το 2023 ήμασταν μικρότεροι κατά 24%. Το ΑΕΠ εντός Ένωσης αυξήθηκε κατά 21% αυτήν την περίοδο, σε αντίθεση με τις ΗΠΑ που κατέγραψαν αύξηση 72% και την Κίνα που ξεπέρασε το 290%.

Στον τεχνολογικό τομέα, που πλέον αντιπροσωπεύει τον πυρήνα της οικονομίας ειδικά με τη βλέψη στραμμένη στο μέλλον, η Ευρώπη δεν έχει να επιδείξει κανέναν από τους μεγαλύτερους παγκοσμίως παίκτες, ενώ Κίνα και ΗΠΑ έχουν καλύψει πλέον όλο το φάσμα sub-sectors και industries. Ενεργειακά βιώσαμε την εξάρτησή μας από περιορισμένες πηγές και τη Ρωσία, ενώ η απαγόρευση του fracking δεν ωφέλησε την εσωτερική αγορά.

Η κρίση στην Ουκρανία μας υπενθύμισε ότι είμαστε πολύ πιο ευάλωτοι σε γεωπολιτικά ρίσκα από τους οικονομικούς μας αντιπάλους, με τις συνέπειες που αυτό επιφέρει σε δαπάνες και διαχείριση ρίσκου.

Τέλος, παραμένουμε μακράν ο πιο αυστηρός νομοθέτης παγκοσμίως. Έχουμε ένα περιβάλλον που αφήνει πολύ χαμηλότερα περιθώρια ευελιξίας στον επιχειρηματικό κόσμο και τους επενδυτές, όπως επίσης επιβάλλει πολύ υψηλότερα κόστη συμμόρφωσης. Το ίδιο ισχύει για την αγορά εργασίας μας, με υψηλά κόστη ανθρώπινου δυναμικού (εδώ υπεισέρχεται ως παράγοντας και στρατηγικός στόχος και η υψηλότερη ευημερία της περιοχής) και μια αγορά ανελαστική, σε σύγκριση με ΗΠΑ, Ιαπωνία ή Κίνα που παραδοσιακά χαρακτηρίζονται από μειωμένες προστασίες του εργαζόμενου, αυξημένη ευελιξία για τον εργοδότη και μειωμένες κρατικές παροχές.

Ένας άλλος σημαντικός δείκτης είναι η μειωμένη προσοχή μας στις μικρομεσαίες επιχειρήσεις, που ταυτόχρονα αποτελούν καίριο κομμάτι του οικονομικού ιστού της Ένωσης, γεγονός που αντικατοπτρίζεται στη μειωμένη τους ανταγωνιστικότητα, τις δύσκαμπτες δομές κόστους και τις οικονομίες κλίμακας των χρηματαγορών μας που συνεχίζουν να αποκλείουν σε μεγάλο βαθμό τις εταιρίες μικρότερου μεγέθους.

Δεν είναι όλα, φυσικά, αρνητικά και συχνά τα αρνητικά είναι απόρροια θετικών εξελίξεων για την Ευρώπη. Για παράδειγμα, έχουμε σημειώσει σημαντική αύξηση του κατά κεφαλήν ΑΕΠ, που από 67% του αντίστοιχου αμερικανικού το 1995, έφτασε στο 72% το 2022, αν και ξεπεράστηκε κατά πολύ από τον ρυθμό αύξησης που σημείωσε η Κίνα. Το ίδιο συνέβη στην κατά κεφαλήν οικονομική μας παραγωγή. Παρόμοια εντυπωσιακή υπήρξε η βελτίωση του περιβαλλοντικού αντίκτυπου της οικονομικής μας ανάπτυξης και δραστηριότητας, με την ΕΕ να ηγείται της μετάβασης τόσο νομοθετικά όσο και σε hard data.

Αξίζει, τέλος, να σημειωθεί ότι, σε αντίθεση με ΗΠΑ και Κίνα, η ΕΕ παραμένει μία ένωση ανεξάρτητων κρατών με τις οικονομίες τους, με πολύ μικρότερη δυνατότητα συντονισμού για βελτιστοποίηση και το αιώνιο ζήτημα της αποκεντρωμένης φορολογικής πολιτικής. Αν και επιδείξαμε αυξημένα επίπεδα συνεργασίας και μία ενδυναμωμένη ενιαία αγορά, παραμένουμε κατακερματισμένοι και κατ’ επέκταση λιγότερο ευέλικτοι και ανταγωνιστικοί.

Η Ευρωπαϊκή Ένωση βρέθηκε για πρώτη φορά μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, με ένα πόλεμο πολύ κοντά στα σύνορα της. Πώς έχει επηρεάσει αυτό το γεγονός τις δημοσιονομικές της ισορροπίες; Και τι θα πρέπει να περιμένουμε, μετά και τις εξαγγελίες για τη δημιουργία ενός νέου αμυντικού ταμείου;

Μοιάζουμε μονίμως έκπληκτοι σε αυτή την όμορφη Ένωση! Μετά τη λήξη του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου είχαμε φρέσκια την απειλή της Γερμανίας, όταν υπεγράφη η Συμφωνία των Βρυξελλών, ενώ εξελίχθηκε σταδιακά σε ένα σχέδιο που θα προστάτευε από την απειλή της Πρώην Σοβιετικής Ένωσης. Σύντομα, φυσικά, αντικαταστάθηκε από την παρουσία του ΝΑΤΟ, που μέχρι και σήμερα παραμένει ο κυρίαρχος πυλώνας της άμυνας της ΕΕ συνολικά, μαζί με τις ρήτρες για συλλογική άμυνα που ενσωματώθηκε σε κάθε ευρωπαϊκή συμφωνία μετά τη Συνθήκη της Λισαβώνας.

Αυτό από μόνο του έκρυβε κάποια αντικειμενικά ευαίσθητα σημεία, που η εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία επανέφερε στο προσκήνιο και στην κορυφή της πολιτικής ατζέντας. Αν η κοινή μας άμυνα εξαρτάται από το ΝΑΤΟ, τι συμβαίνει όταν αλλάζει η ηγεσία των ΗΠΑ; Ζήτημα που θα κληθούμε να αντιμετωπίσουμε πολύ σύντομα. Ακόμη πιο σύνθετη γίνεται η ανάλυση όταν πάμε να εκτιμήσουμε την ευρωπαϊκή εξωτερική πολιτική, που ήδη αποτελεί ένα σύνολο θέσεων των μεμονωμένων χωρών, σε συνάρτηση με την αμερικανική εξωτερική πολιτική. Τι συμβαίνει αν δεν είμαστε πάντα ευθυγραμμισμένοι; Αυτά τα ρίσκα θα αντιμετώπιζε δυνητικά ένας ενιαίος ευρωπαϊκός στρατός και μία κεντρική πολιτική άμυνας, όπως αυτή που θίχτηκε πρόσφατα με αφορμή τις παρούσες εντάσεις τόσο κοντά στα σύνορά μας. Η πρόθεση αυτή πήρε απτή μορφή στις 30 στρατιωτικές επιχειρήσεις από το 2003, όπως επίσης στη «Στρατηγική Πυξίδα» που υπεγράφη τον Μάρτιο του 2022.

Παρά τις καλές προθέσεις, ωστόσο, είναι απίθανο, αν όχι αδύνατον, να μιλήσουμε σύντομα για ουσιαστική κοινή άμυνα. Η κεντρική πρωτοβουλία, για παράδειγμα, αναφέρεται σε 5.000 στρατιώτες, νούμερο που είναι πέραν σύγκρισης με τα αντίστοιχα νούμερα του ΝΑΤΟ για «σκληρή παρέμβαση» (στο Αφγανιστάν στάλθηκαν μεταξύ 2003 και 2014 130.000 στρατιώτες) ή τα «μπλε κράνη» του ΟΗΕ, που ξεπερνάνε τις 100.000. Η Ευρώπη παραμένει μια συμμαχία, όχι μια ομοσπονδία, παράγοντας που καθιστά ιδιαιτέρως δύσκολο να ξεπεράσουμε τους περιορισμούς που επιτάσσει η ανάγκη για συντονισμό των μεμονωμένων κυβερνήσεων και κρατικών στρατιωτικών δυνάμεων. Ακόμη και η αύξηση του αμυντικού προϋπολογισμού των κρατών της ΕΕ το 2022 υπήρξε μία ισχυρή παρότρυνση του ΝΑΤΟ, απέναντι στα γεγονότα.

Πώς εξελίσσεται η μάχη με τον πληθωρισμό; Εκτιμάτε ότι η ECB τα καταφέρνει και πότε βλέπετε ότι η μείωση των επιτοκίων θα δώσει ανάσες στην πραγματική οικονομία;

Η μάχη με τον πληθωρισμό εξελίσσεται όπως είχαμε προβλέψει πως θα εξελιχθεί από το 2023, τουλάχιστον οι πιο πραγματιστές από εμάς. Είχα τονίσει και σε συνέντευξή μου στις αρχές φθινοπώρου του 2023 πως οι προβλέψεις που τοποθετούσαν τον πληθωρισμό στα επιθυμητά επίπεδα νωρίς μέσα στο 2024 δεν είχαν βάση.

Έχοντας φτάσει το ύψιστο επίπεδο του 11,5% τον Οκτώβρη του 2022, μια αναμενόμενη απόρροια της αποκατάστασης της ζήτησης που σημειώθηκε μετά την πανδημική κρίση και εξερράγη με την ουκρανική κρίση, είμαστε σε σταθερά καθοδική πορεία σημειώνοντας μία μέση τιμή 2,6% στην Ευρωζώνη, αν και παρατηρούμε σοβαρές αποκλίσεις μεταξύ μελών. Δε θα είναι εύκολο να φτάσουμε στον στόχο του 2% της ΕΚΤ, κυρίως λόγω των περιορισμών που επιβάλλει το γενικότερο περιβάλλον αυτή τη στιγμή.

Η ΕΚΤ, σε μία κριτική ανάλυση, παρουσίασε σοβαρές ελλείψεις στην προληπτική της πολιτική και την ηγετική της ικανότητα να τραβήξει την ευρωπαϊκή οικονομία. Αυτό δεν ήρθε, βέβαια, ως έκπληξη, για δυο καίριους λόγους. Είμαστε στην μετά-Draghi και μετά-COVID εποχή. Βγήκαμε από μία επιμήκη περίοδο «δωρεάν χρημάτων» και ακραίας «γενναιοδωρίας» των κεντρικών τραπεζών (όχι μόνο της ΕΚΤ), που στόχο είχαν να αντιμετωπίσουν μία πολύπλευρη, μακροπρόθεσμη, ενδογενή συστημική κρίση.

Όσο η πρότερη πολιτική της ΕΚΤ ντόπαρε με μηδενικά επιτόκια και «ενέσιμα» ρευστότητας την αγορά, επανειλημμένα Quantitative Easing, και προσπαθούσε να αναδομήσει την εμπιστοσύνη στο σύστημα, η επόμενη διοίκηση της ΕΚΤ κλήθηκε να αντιμετωπίσει τις επιπτώσεις αυτής της -θετικής για την εποχή της- προσέγγισης. Όπως πολύ σωστά είχε θέσει ο Καθηγητής Friedman, ο πληθωρισμός, ως αποτέλεσμα της κεντρικής παροχής κεφαλαίου, είναι σαν τον αλκοολισμό, πρώτα αισθάνεσαι τις θετικές επιπτώσεις και μόνο αργότερα συνειδητοποιείς τις αρνητικές. Αυτό επιδεινώθηκε περαιτέρω με τις πολιτικές της πανδημικής περιόδου.

Συνοπτικά, θεωρώ ότι η ΕΚΤ μπορούσε να διαχειριστεί πολύ καλύτερα τη σύνθετη κατά τα άλλα περιρρέουσα κατάσταση, με καλύτερο timing και πιο θαρραλέα μέτρα. Απαντώντας στο τελευταίο σκέλος της ερώτησης, ξέρω ότι θα γίνω αντιπαθής, ωστόσο δε θεωρώ ότι τα επιτόκια είναι ο κύριος παράγοντας που θα βοηθήσει την αγορά, όπως δε θεωρώ ότι είμαστε σε περιβάλλον αδικαιολόγητα υψηλών επιτοκίων.

Είχαμε, αντιθέτως, συνηθίσει στην άνεση των μη φυσιολογικών χαμηλών επιτοκίων, όταν κάναμε λόγο για μια ατελείωτη σειρά, για παράδειγμα, ιδιωτικών εταιρειών που χρηματοδοτήθηκαν για χρόνια ολόκληρα σε επιτόκια που είχαν φτάσει το 2% και ομόλογα κρατικά (τα γερμανικά) που σημείωσαν και αρνητικές τιμές!

Η επαναφορά νορμάλ επιτοκίων, αν θέλετε, επέβαλε και κάποιους ελέγχους «υγείας» πλέον, και πολλοί κεντρικοί παίκτες των αγορών επαναξέτασαν την τοποθέτηση κεφαλαίων. Εκτιμώ ότι τα δομικά μας προβλήματα και οι παρούσες πολιτικές της ΕΕ, από τις φορολογικές προσεγγίσεις μέχρι τη νομοθετική σκλήρυνση και τη φιλικότητα προς την επιχειρηματικότητα, είναι πολύ πιο κρίσιμες στην αναζωογόνηση της ευρωπαϊκής οικονομίας.

Τα σημάδια της ενεργειακής κρίσης είναι παντού ορατά. Από τα τιμολόγια των νοικοκυριών, μέχρι τους ισολογισμούς των επιχειρήσεων. Είναι αποτελεσματική με οικονομικούς όρους η πολιτική που ακολουθείται για το ξεπέρασμα της κρίσης; Έχει αφήσει πίσω της πληγές και ποιες;

Η ενεργειακή κρίση ήταν αποτέλεσμα πολλών και πολύ πιο σύνθετων πολιτικών που εφήρμοσαν τα κράτη μέλη και η ΕΕ συνολικά διαχρονικά, εξ ου και η δυσκολία αντιμετώπισής της. Ακόμη και οι άνθρωποι που δεν ασχολούνται με την οικονομία ή συγκεκριμένα με τις ενεργειακές πολιτικές μπορούν να κατανοήσουν ότι μια υψηλή μονόπλευρη εξάρτηση ή μια περιορισμένη διαφοροποίηση των ενεργειακών πηγών κάλυψης επιφέρει ιδιαίτερα υψηλά ρίσκα για μια οικονομία. Η δε ενεργειακή πολιτική είναι «κολλώδης», δεν είναι ένα κομμάτι της οικονομίας που παρουσιάζει ελαστικότητα και εύκολη αλλαγή ρότας.

Αυτή ακριβώς η φύση της μας αφήνει ανοιχτούς στο ρίσκο βεβιασμένων κινήσεων διαχείρισης κρίσεων, με τις εκάστοτε κυβερνήσεις να καταφεύγουν σε μέτρα-τσιρότα. Εν προκειμένω, υπήρξαμε έρμαιο της αισιοδοξίας που γέννησε μία μεγάλη περίοδος ειρήνης στην Ευρώπη, ξεχνώντας ότι αυτή η ευημερία δεν είναι δεδομένη εσαεί. Η ευρωπαϊκή πολιτική σκηνή προσπάθησε, κατά το δοκούν, να περιορίσει μια πυρκαγιά όχι να τη σβήσει.

Είδαμε σειρά μέτρων που στόχευσαν στη διευκόλυνση των νοικοκυριών, αλλά πολύ λιγότερο και σίγουρα με λιγότερο δομημένο τρόπο να αντιμετωπίσουν την πηγή του κακού. Αξίζει, ωστόσο, να σημειωθούν κάποιες μεμονωμένες προσπάθειες ανασχεδιασμού της ενεργειακής εικόνας των χωρών, που όχι τυχαία συμπίπτουν με την κεντρική στρατηγική της ΕΕ για μια ενεργειακή μετάβαση. Η ελληνική κυβέρνηση, για παράδειγμα, κινητοποίησε τον μηχανισμό της σε καίρια κομμάτια της ενεργειακής αγοράς, ελαττώνοντας την έκθεση της χώρας τόσο από συγκεκριμένες πηγές ορυκτών καυσίμων όσο και από τα ίδια τα ορυκτά καύσιμα μέσω δικών μας παρόχων και σημαντικών συμπράξεων.

Τέλος, προφανώς και έχει αφήσει πληγές η ενεργειακή κρίση, άλλα κρίνω ότι υπερτερούν τα μαθήματα που μας άφησε, όπως επίσης η ανάδειξη της επιτακτικής ανάγκης για εντατικοποίηση της κεντρικής και συντονισμένης συνεργασίας εντός ΕΕ.

Αρκετοί αναφέρονται στο δυσθεώρητο κόστος της πράσινης μετάβασης, που σε πολλά σημεία βάλλει κατά της ίδιας της ανταγωνιστικότητας της ευρωπαϊκής οικονομίας. Ποια είναι η δική σας εκτίμηση;

Θα μπορούσα να σας αναλύω για μέρες ολόκληρες τις ερμηνείες και τις προεκτάσεις του περιβόητου ευρωπαϊκού Green Deal και του νέου νομοθετικού πλαισίου που επέφερε (Taxonomy, SFDR, CSRD, νέο MiFID, Green Bond regulation, green labeling regulation), όντας το αντικείμενο που μελετάω από τα χρόνια του διδακτορικού μου μέχρι και σήμερα που είμαι μέλος των ειδικών τεχνικών επιτροπών που μελετάνε και προτείνουν τις νέες νομοθεσίες για την ΕΕ, αλλά θα προσπαθήσω να παραμείνω στα πιο καίρια σημεία.

Η πράσινη μετάβαση σε ευρωπαϊκό επίπεδο ακολούθησε την Ατζέντα του ΟΗΕ για το 2030 και τη μετέπειτα Συμφωνία που υπεγράφη στο Παρίσι το 2015. Ως ΕΕ, είμαστε για πρώτη φορά οι νομοθετικοί καινοτόμοι, καθώς ανέκαθεν ήμασταν οι early adopters των νομοθετικών πρωτοβουλιών των ΗΠΑ. Ακόμη και αυτή τη στιγμή που μιλάμε παραμένουμε το πρώτο και μοναδικό γεωγραφικό μπλοκ που έχει να παρουσιάσει ολοκληρωμένο νομοθετικό πλαίσιο σε θέματα ΕSG (environmental, social & governance).

Ο λόγος που χρειάστηκε να δημιουργηθεί αυτό το δυσθεώρητο νομοθετικό πλαίσιο ήταν ακριβώς γιατί η πλήρης μετάβαση της οικονομίας σε ένα βιώσιμο μοντέλο θα απορροφήσει τέτοιου ύψους κεφαλαιακές ροές που ήταν αδύνατον να χρηματοδοτηθεί από το δημόσιο κεφάλαιο, οπότε όλη αυτή η ατελείωτη νομοθεσία που εκδόθηκε στόχο έχει να κατευθύνει τις ιδιωτικές κεφαλαιακές ροές προς αυτό το επιθυμητό τελικό μοντέλο, όπου θα παράγουμε, θα καταναλώνουμε και θα αναπτύσσουμε την οικονομία με τρόπο που δε θα θέτει σε κίνδυνο την αντίστοιχη δυνατότητα για τις μελλοντικές γενιές. Πριν προχωρήσω στην απάντηση επί του θέματος, να σημειωθεί ότι αυτός ο άθλος έχει υποτιμηθεί τόσο ως προς την κλίμακα που τον χαρακτηρίζει που ήδη το ευρωπαϊκό πλάνο έχει τροποποιηθεί δύο φορές ως προς τον χρονικό του ορίζοντα (από το 2030 πήγαμε στο 2050) και το δυνατό αποτέλεσμα εντός αυτού του ορίζοντα (είναι αδύνατον να μιλάμε για Net Zero εντός 2050).

Ξέρετε τι έχει επιτυχημένα ειπωθεί λογοτεχνικά... ο δρόμος προς την κόλαση είναι σπαρμένος με καλές προθέσεις. Μαζί με αυτήν την ευγενή πρόθεση, λοιπόν, ελλοχεύουν τεράστιοι κίνδυνοι, μερικούς εκ των οποίων ήδη βιώσαμε στην Ευρώπη, πιο αισθητά με την ουκρανική κρίση και λιγότερο αισθητά σε εταιρικό επίπεδο και στις αγορες. Ούσα η πρώτη αυστηρά νομοθετημένη αγορά, η ΕΕ μπήκε σε ένα οικονομικό χαρακίρι.

Οι στόχοι ήταν μεγαλεπήβολοι, η υποχρεωτικότητα επήλθε χωρίς προετοιμασία των παραγόντων της αγοράς (εταιρικά μανατζμεντ, κρατικοί νομοθέτες, επενδυτές και τράπεζες, ελεγκτές και σύμβουλοι, νομικός κλάδος) και βάλαμε ένα μπαστούνι ανάμεσα στις ρόδες μας. Αυτό φαίνεται και από πολλαπλές όπισθεν που καταγράψαμε και στις ίδιες τις νομοθετικές προσπάθειες. Πριν έναν μήνα βγήκε, μετά από πολύ αίμα και δάκρυα, το τελευταίο νομοθετικό προϊόν της μετάβασης CSDDD, που έφερε στην επιφάνεια αυτό ακριβώς το πρόβλημα: αγριέψαμε τις συνθήκες σε ένα περιβάλλον αμείλικτου διεθνούς ανταγωνισμού και αβεβαιότητας.

Θα σας φέρω ένα πρακτικό παράδειγμα που θα κάνει αυτό το χαρακίρι κατανοητό. Μία ευρωπαϊκή εταιρία και η συντριπτική πλειοψηφία του χρηματοπιστωτικού συστήματος καλείται από το 2022 (όταν κατατέθηκαν οι πρώτοι ισολογισμοί που ακολουθούσαν τη νέα νομοθεσία) να μοιραστεί όλες τις σημαντικές (ήδη σε αυτόν τον ορισμό υπάρχει τρομερή νομοθετική σύγχυση) πληροφορίες που αφορούν τα περιβαλλοντικά, κοινωνικά και governance ρίσκα της.

Ως αποτέλεσμα, κάθε παίκτης της αγοράς που έχει έκθεση κατά μήκος της εφοδιαστικής αλυσίδας του σε προμηθευτές που δεν ακολουθούν απαραίτητα τα δικά μας πρότυπα (σε απλά ελληνικά, κάθε προμηθευτής εκτός ΕΕ, με ιδιαίτερο βάρος προφανώς σε αυτούς που έρχονται από «φτηνές» οικονομίες) θα κληθεί να πάρει μία μεταξύ τριών (όχι πάντα εξίσου εφικτών) εναλλακτικών:

(1) αλλάζει αυτούς τους προμηθευτές με δυτικούς προμηθευτές, που σέβονται τα επιθυμητά πρότυπα περιβαλλοντικής και κοινωνικής εταιρικής συμπεριφοράς, αλλά προφανώς επιφέρουν μια επανάσταση στη δομή κόστους της εταιρίας, ή

(2) πληρώνει ο ίδιος τη συμμόρφωση του προμηθευτή, με το αντίστοιχο βάρος που θα πέσει στο CAPEX της εταιρίας, και τέλος,

(3) φεύγει από την Ευρώπη και το νομοθετικό της πλαίσιο.

Αυτό θα μπορούσαμε και να το δούμε ως μία εκ των αναγκαίων θυσιών προς την ευγενή μας μετάβαση, ωστόσο, τίθεται ένα μείζον θέμα: αν κάνουμε τη θυσία εμείς βοηθάμε όντως τον πλανήτη συνολικά προς ένα καλύτερο μέλλον αυτή τη στιγμή; Η απάντηση είναι όχι, γιατί όσο η προσπάθεια γίνεται βεβιασμένα στην Ευρώπη, τα 2/3 του πλανήτη συνεχίζουν να εφαρμόζουν όσα τους καθιστούν περισσότερο οικονομικά ανταγωνιστικούς, οι ρύποι μας απλά θα μεταφερθούν σε άλλη χώρα, αλλά πάλι θα παραχθούν, οι κοινωνικές αδικίες το ίδιο.

Η μετάβαση χρειάζεται παγκόσμια συντονισμένη προσπάθεια, η οποία, για να προλάβω τον σκεπτικό αναγνώστη, προφανώς και πρέπει να αρχίσει από κάπου, την ΕΕ εν προκειμένω, ελπίζοντας ότι θα «παρασύρουμε» και τους υπόλοιπους. Αυτή είναι μία ρομαντική θεώρηση, που δεν αντιστοιχεί στην πραγματική οικονομία, όχι με τους ρυθμούς που προσπαθούμε να το πραγματοποιήσουμε. Θέλουμε χρόνο, υπομονή και ευελιξία για την οικονομία μας.

Και πάμε τώρα στο δικό σας κεντρικό ακαδημαϊκό ενδιαφέρον που είναι τα χρηματοοικονομικά. Μιλήστε μας για την κατάσταση του ευρωπαϊκού τραπεζικού συστήματος, των κεφαλαιαγορών, των χρηματαγορών, του οικοσυστήματος των Venture Capitals, των Private Equity Funds, των Credit Funds και άλλων. Παραμένουμε ανταγωνιστικοί, ή έχουμε χάσει το τρένο;

Τόσες διαφορετικές δυναμικές όσοι και οι παίκτες που αναφέρετε στην ερώτηση. Ο τραπεζικός τομέας δε μας φυλάει ιδιαίτερες εκπλήξεις αλλά ούτε και ιδιαίτερη ίντριγκα για το έτος. Παραμένουμε σε καλά επίπεδα κερδοφορίας που κουβαλάμε από το 2023 και τα δυνατά margins που έφεραν τα υψηλότερα επιτόκια. Η τάση, βέβαια, θα κυμανθεί σε πιο ήπια επίπεδα ανάπτυξης σε σχέση με το προηγούμενο έτος, γιατί οι τράπεζες έχουν να αντιμετωπίσουν τη μειωμένη ζήτηση για δάνεια από νοικοκυριά και επιχειρήσεις (είμαστε σε μια ήπειρο με κυρίαρχες τις εμπορικές τράπεζες και όχι τις επενδυτικές), όπως επίσης ένα δύσβατο πέρασμα προς τα νέα δεδομένα compliance που θα επιβάλουν αναδιάρθρωση των asset και νέα οπτική στη διαχείριση ρίσκου επιτοκίου και λοιπών κατηγοριών.

Πολύ διαφορετικό είναι το κλίμα που χαρακτηρίζει τους υπόλοιπους της ερώτησης. Έχουμε μια σκηνή Private Equity που σημείωσε δραστική πτώση σε deals και volumes το προηγούμενο έτος με την αύξηση του κόστους δανεισμού, που είναι όμως το κεντρικό εργαλείο λειτουργίας των Funds.

Παραδόξως, επηρεάστηκαν πολύ περισσότερο οι μεγαλύτεροι παίκτες, μια τάση που συνεχίζει και μέσα στο 2024 και δε βοηθήθηκε από τη διεθνή αβεβαιότητα και τις διπλωματικές εντάσεις σε μεγάλες οικονομίες, παραμένει η τριβή μεταξύ Κίνας και Ταϊβάν, φυσικά το Ισραήλ με την κατάσταση στη Γάζα και η Ρωσία. Λίγο καύσιμο αναμένεται από industry trends που γεννήθηκαν από τις αλλαγές σε τεχνολογία και νομοθεσία σε πολλές βιομηχανίες, όπως η αυτοκινητοβιομηχανία, τα χημικά και ο τομέας ενέργειας, και προκαλούν ένα κύμα αποεπενδύσεων όσων δε θεωρούνται από την εκάστοτε εταιρία core business.

Το πιο δυναμικό και ενδιαφέρον τοπίο το παρουσιάζουν οι επενδυτές ανάπτυξης, με venture and growth capital στο προσκήνιο σε αυτήν την ιδιαιτέρως επαναστατική στιγμή από τεχνολογική άποψη και στοχευμένη μετάβαση της οικονομίας. Μετά την εποχή του cloud computing και με έντονο έναυσμα την πανδημία, καταγράφουμε μία άνευ προηγουμένου έκρηξη συγκεκριμένων κλάδων που αποτελούν κατεξοχήν παραλήπτες επενδύσεων αυτού του τύπου κεφαλαίου (νέοι σε ηλικία παίκτες, υψηλού ρίσκου επενδύσεις λόγω R&D, χαμηλή ή απούσα πρόσβαση ή επιθυμία πρόσβασης στις αγορές).

Αν και το πεδίο του venture and growth capital πέρασε μία μεγάλη «απογοήτευση» μετά το μετα-πανδημικό μπουμ, επήλθε η αυτοδιόρθωση και σήμερα συνεχίζει ακάθεκτη η επένδυση σε Deep Tech, Life Sciences και τεχνολογίες για το κλίμα. Οι παίκτες μας από την πλευρά των επενδυτών παραμένουν ανταγωνιστικοί, παρά την έξτρα νομοθεσία που έχουν να αντιμετωπίσουν με το SFDR. Η πραγματική ερώτηση-αγκάθι είναι αν οι παίκτες μας από την πλευρά των επιχειρήσεων παραμένουν γοητευτικά assets και καινοτόμοι..

Είχαμε διαβάσει σε μια ανάρτηση σας για την επερχόμενη «Πτώση της Ρώμης», όσον αφορά την πορεία της Ευρώπης. Θα θέλατε να μας αναλύσετε περαιτέρω αυτήν την αναφορά σας;

Αυτή είναι η Ήπειρος που με μεγάλωσε, κρύβει μέσα της όλη την ταυτότητά μου. Είμαι ακραία ευρωπαϊστής, αν γινόταν θα ήθελα να γίνουμε ομοσπονδία όπως οι ΗΠΑ, γιατί θεωρώ ότι ουσιαστικά ενωμένοι θα ήμασταν μια πραγματική υπερδύναμη, που θα απέφευγε τις ατοπίες του αντίπαλου δέους των ΗΠΑ ή της Κίνας.

Βλέποντας, λοιπόν, τη σημερινή εικόνα της Ευρώπης νιώθω μία μεγάλη θλίψη και, ας μου επιτραπεί η έκφραση, προέχουν τα χαρακτηριστικά μας που μας κάνουν τη σπουδαιότερη ήπειρο αυτού του κόσμου που δεν είναι οικονομικά.

Η Ευρώπη ως ήπειρος και η ΕΕ ως ένα, κατά τη γνώμη μου, από τα ομορφότερα concepts στον παγκόσμιο χάρτη χτίστηκε πάνω στον πολιτισμό μας, στην προδιάθεση και την ιστορία μας, στο πολίτευμα και το συνταγματικό μας πλαίσιο, όλοι παράγοντες που παρατηρώ σε ελεύθερη πτώση, σε πλήρη εγκατάλειψη.

Έχω την τύχη και τελικά την ατυχία να διδάσκω, πέραν της οργανικής μου θέσης στην Ιταλία, σε μία χώρα στην καρδιά του ευρωπαϊκού ιδεατού, τη Γαλλία. Τα τελευταία χρόνια δεν υπήρξε ταξίδι μου στο Παρίσι που να μην αντιμετώπισα δυσκολίες λόγω αναταραχών στην πόλη, δε θυμάμαι την τελευταία φορά που είδα τη Champs-Élysées χωρίς κονβόι αστυνομικών και στρατιωτικών δυνάμεων. Το δε τελευταίο χτύπημα για εμένα ήταν η διαφήμιση των Ολυμπιακών Αγώνων που θα διεξαχθούν σε δυο μήνες στο Παρίσι, όπου είδα το ιστορικό μνημείο Les Invalides, όπου αναπαύεται ο Ναπολέων και μαζί του ένα τεράστιο κομμάτι ευρωπαϊκής ιστορίας, αποτυπωμένο χωρίς τον τεράστιο σταυρό της κορυφής του. Να σημειωθεί ότι είμαι άθρησκη, δεν έχω θρησκευτικό ενδιαφέρον επί του θέματος, έχω όμως πολιτισμικό ενδιαφέρον, έχω μία κρίση ταυτότητας που μου γεννάει η προσέγγιση.

Παρατηρώ μία Ευρώπη που συνεχώς απολογείται και για κάθε συγγνώμη της, ακόμη και αυτές που χρωστούσε, αποτίει φόρο ένα κομμάτι ταυτότητας και ιστορίας. Πώς γίνεται να μη σε ανησυχεί αυτή η πορεία; Μία κοινωνία που αφαιρεί έναν πυλώνα της μετά τον άλλον και παραμένει σιγά σιγά χωρίς σημεία αναφοράς είναι σαν ένα καράβι αφημένο χωρίς πανιά και μηχανές στα ανοιχτά του ωκεανού, ενώ στον ορίζοντα διαφαίνεται φουρτούνα στην παγκόσμια σκηνή και τα macro-trends που καταγράφουμε (δημογραφικά και κοινωνικά).

Έχουμε ορδές μεταναστών (που μόνο θα αυξηθούν όσο αυξάνει η ευημερία στη Δύση, ενώ αυξάνονται τα νούμερα των ανθρώπων που αντιθέτως γεννιούνται σε οικονομίες του δεύτερου και τρίτου κόσμου) που έρχονται στην Ευρώπη για αυτό που ιστορικά υπήρξε η Ευρώπη, ενώ πρώτη φορά στη σύγχρονη ιστορία καταγράφεται μία αντίστροφη τάση δυτικής μετανάστευσης (πολίτες μας που έφυγαν προς τις ΗΠΑ για μια καλύτερη οικονομική τύχη επιστρέφουν στην Ευρώπη μετά από τρεις γενιές για μια καλύτερη ποιοτικά ζωή για τα παιδιά τους)…αξίζει να τους δώσουμε και να μας δώσουμε μια Ευρώπη όπως την αγαπήσαμε.

*Η Αναστασία Γιακουμέλου είναι Adjunct Professor στο ESCP Business School, Adjunct Professor στο Universite Paris 1 Pantheon - Sorbonne, Tenured Professor στο Universita Ca Foscari και Lecturer στο University of Bocconi.