Οι παγκόσμιοι γίγαντες των στρατιωτικών εξοπλισμών έμειναν πρακτικά αλώβητοι την περασμένη χρονιά από την οικονομική κρίση που προκάλεσε η πανδημία του νέου κορονοϊού, καταγράφοντας νέο ρεκόρ πωλήσεων, για έκτη συνεχόμενη χρονιά, αποκαλύπτει έκθεση που δίνεται στη δημοσιότητα σήμερα Δευτέρα.
Ο κύκλος εργασιών των εκατό μεγαλύτερων ομίλων του τομέα της άμυνας έφθασε το 2020 σε νέο κολοφώνα, στα 531 δισεκατομμύρια δολάρια (470 δισεκ. ευρώ), με τις μισές και πλέον από τις εταιρείες αυτές να έχουν έδρα τις ΗΠΑ, σύμφωνα με την έκθεση του Ινστιτούτου Έρευνας για τη Διεθνή Ειρήνη της Στοκχόλμης (SIPRI).
Το άθροισμα των πωλήσεων όπλων και στρατιωτικών υπηρεσιών σε διεθνές επίπεδο αυξήθηκε κατά 1,3%, την ώρα που η παγκόσμια οικονομία συρρικνωνόταν κατά πάνω από 3%, σημειώνει το ινστιτούτο με έδρα τη Σουηδία, που παράγει έργο αναφοράς στο πεδίο.
Ο τζίρος των εκατό μεγαλύτερων ομίλων όπλων βρίσκεται σε συνεχή άνοδο από το 2015: αθροιστικά, έχει φθάσει το 17%, υπογραμμίζει το SIPRI.
Εξαιρουμένων μόνο ορισμένων ρωσικών (ο τζίρος τους υποχώρησε κατά 6,5%) και γαλλικών (–7,7%) ομίλων, οι άλλες χώρες είδαν τις εταιρείες τους στον τομέα να καταγράφουν αύξηση πωλήσεων την περασμένη χρονιά.
Πέντε αμερικανικοί γίγαντες μονοπωλούν για ακόμη μια φορά τις πρώτες θέσεις της παγκόσμιας κατάταξης: η Lockheed-Martin (μαχητικά αεροσκάφη F-35, πύραυλοι, κ.λπ.) εδραιώθηκε στην πρώτη θέση, με πωλήσεις 58,2 δισεκ. δολαρίων, μπροστά από τη Raytheon, τη Boeing, τη Northrop Grumman και την General Dynamics.
Η βρετανική BAE Systems βρίσκεται στην υψηλότερη θέση μεταξύ των ευρωπαϊκών ομίλων (6η), ακολουθούμενη από την Airbus (11η). Οι κινεζικές Norinco (7η), AVIC (8η), CETC (9η) και η αμερικανική L3 Harris (10η) συμπληρώνουν την κορυφαία δεκάδα.
Σύμφωνα με το ινστιτούτο, το γεγονός ότι οι μεγάλες εταιρείες όπλων αντιπαρήλθαν τη δυσμενή συγκυρία του 2020 εξηγείται κυρίως από τις δημοσιονομικές πολιτικές στήριξης μπροστά στην πανδημία και τις επιπτώσεις των περιοριστικών μέτρων που επιβλήθηκαν για την ανάσχεσή της.
Πάντως ο τομέας δεν επέδειξε πλήρη ανοσία στην πανδημία, ειδικά σε ό,τι αφορά τη βιομηχανική διάσταση. «Σε αρκετές περιπτώσεις, τα μέτρα που ελήφθησαν για να ανακοπεί η εξάπλωση του ιού προκάλεσαν προβλήματα στις αλυσίδες εφοδιασμού και καθυστέρησαν τις παραδόσεις», σημειώνει το SIPRI.
Αυτό ίσχυσε, σύμφωνα με την έκθεση, στην περίπτωση της Thales, της γαλλικής εταιρείας –εξαιρουμένης της Airbus– που καταλαμβάνει την υψηλότερη θέση στην κατάταξη (14η), καθώς εξαιτίας των περιοριστικών μέτρων είδε πτώση του τζίρου της κατά 6%.
Πίσω από τις 41 αμερικανικές επιχειρήσεις της κορυφαίας εκατοντάδας και το μερίδιο αγοράς τους, που φθάνει το 54%, 26 ευρωπαϊκές εταιρείες εξασφάλισαν το 21% των συνολικών πωλήσεων. Τις ακολούθησαν οι κινεζικές (13% του συνόλου, πέντε εταιρείες) και οι ρωσικές (5%, εννέα εταιρείες).
Στις περιπτώσεις αρκετών ομίλων που έχουν επίσης πολιτικές δραστηριότητες, όπως οι Boeing και Airbus, υπολογίστηκαν μόνο οι πωλήσεις στρατιωτικών ειδών από το SIPRI.