SIPRI: Στα 2,7 τρισ. δολάρια οι παγκόσμιες στρατιωτικές δαπάνες το 2024
Shutterstock
Shutterstock

SIPRI: Στα 2,7 τρισ. δολάρια οι παγκόσμιες στρατιωτικές δαπάνες το 2024

Στα 2,7 τρισεκατομμύρια δολάρια ανήλθαν, το 2024, οι παγκόσμιες στρατιωτικές δαπάνες εξαιτίας πολέμων και συγκρούσεων που βρίσκονται σε εξέλιξη σε όλη την υφήλιο, όπως αποκαλύπτει έκθεση του SIPRI που δίνεται στη δημοσιότητα, σημειώνοντας την πιο μεγάλη αύξησή τους μετά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου. Η αύξησή τους καταγράφτηκε ιδίως στην Ευρώπη και στη Μέση Ανατολή, εξηγεί το Διεθνές Ινστιτούτο Μελετών για την Ειρήνη, που έχει έδρα τη Στοκχόλμη. Οι χώρες που αύξησαν τους στρατιωτικούς προϋπολογισμούς ήταν πάνω από 100.

«Αυτό μαρτυρά αληθινά τις μεγάλες γεωπολιτικές εντάσεις», συνόψισε ο Σιάο Λιανγκ, ερευνητής στο πρόγραμμα «Στρατιωτικές Δαπάνες και Παραγωγή Όπλων» του SIPRI. «Δεν έχει προηγούμενο. Πρόκειται για τη μεγαλύτερη αύξηση μετά το τέλος του ψυχρού πολέμου», συνόψισε.

Ο λογαριασμός, πολύ υψηλός, θα έχει «βαθύ κοινωνικοοικονομικό και πολιτικό αντίκτυπο», προεξοφλεί ο κ. Σιάο, καθώς οι κυβερνήσεις θα πρέπει να κάνουν σκληρές «δημοσιονομικές επιλογές». «Για παράδειγμα, είδαμε πολλές ευρωπαϊκές χώρες να μειώνουν άλλες δαπάνες, όπως για διεθνή βοήθεια, προκειμένου να αυξήσουν τα ποσά που αφιερώνουν στον στρατό», αλλά και να «προβλέπουν αυξήσεις φόρων ή του χρέους».

Η Ευρώπη, συμπεριλαμβανομένης της Ρωσίας, έβαλε πιο βαθιά το χέρι στην τσέπη: οι στρατιωτικές δαπάνες αυξήθηκαν αλματωδώς, κατά 17%, φθάνοντας τα 693 δισ. δολάρια.

Η Ρωσία διέθεσε 149 δισ. δολάρια στις ένοπλες δυνάμεις της το 2024, ποσό αυξημένο κατά 38% σε ετήσια βάση και επίπεδο διπλάσιο από εκείνο του 2015.

Ο στρατιωτικός προϋπολογισμός της Ουκρανίας, στην οποία εισέβαλε η Ρωσία τον Φεβρουάριο του 2022, αυξήθηκε κατά 2,9%, φθάνοντας τα 64,7 δισεκατομμύρια.

Αν και το ποσό αυτό δεν φθάνει παρά το 43% των ρωσικών στρατιωτικών δαπανών, το Κίεβο κατέγραψε τις υψηλότερες στρατιωτικές δαπάνες στον πλανήτη, με το 34% του ΑΕΠ της να αφιερώνεται στην άμυνα.

Ορισμένες χώρες κατέγραψαν εκπληκτικές αυξήσεις, τονίζεται στην έκθεση.

Οι στρατιωτικές δαπάνες της Γερμανίας για παράδειγμα αυξήθηκαν κατά 28%, φτάνοντας τα 88,5 δισ. δολάρια κι εκθρονίζοντας την Ινδία από την τέταρτη θέση παγκοσμίως.

«Για πρώτη φορά από την επανένωσή η Γερμανία έγινε η χώρα με τις μεγαλύτερες δαπάνες σε ό,τι αφορά την άμυνα στην κεντρική και δυτική Ευρώπη», παρατήρησε ο Σιάο Λιανγκ.

Οι ΗΠΑ, που κατατάσσονται πρώτες παγκοσμίως ως προς τις στρατιωτικές δαπάνες, αύξησαν τον προϋπολογισμό τους κατά 5,7% το 2024, που έφτασε τα 997 δισ. δολάρια, με άλλα λόγια αντιστοιχούσε στο 37% των παγκόσμιων δαπανών και στο 66% αυτών των χωρών μελών του NATO.

Οι 32 χώρες μέλη της ατλαντικής συμμαχίας, που επιδίδονται σε επανεξοπλισμό με φόντο ανησυχίες για την πιθανή αμερικανική απεμπλοκή, αύξησαν όλες τους σημαντικά τις δαπάνες τους για την άμυνα.

«Το 2024, 18 από τις 32 χώρες έφθασαν τον στόχο του 2% του ΑΕΠ» για τις αμυντικές δαπάνες, κάτι άνευ προηγουμένου από ιδρύσεως NATO, σημείωσε ο ερευνητής του SIPRI. «Προβλέπονται προγράμματα προμηθειών μεγάλης κλίμακας στη βιομηχανία όπλων τα χρόνια που έρχονται», πρόσθεσε.

Η τάση είναι ανάλογη στη Μέση Ανατολή.

Το Ισραήλ συνεχίζει τον πόλεμό του στη Λωρίδα της Γάζας και, το 2024, οι στρατιωτικές δαπάνες του αυξήθηκαν εκρηκτικά κατά 65%, φθάνοντας τα 46,5 δισεκατομμύρια δολάρια – πρόκειται για τη μεγαλύτερη αύξησή τους μετά τον πόλεμο των Έξι Ημερών το 1967, υπογραμμίζει το SIPRI.

Αυτές του Ιράν αντιθέτως μειώθηκαν κατά 10% και ανήλθαν σε 7,9 δισ. δολάρια το 2024, «παρά την εμπλοκή του σε συγκρούσεις στην περιφέρεια», σημειώνει το ινστιτούτο, καθώς «ο αντίκτυπος των κυρώσεων περιόρισαν σε μεγάλο βαθμό τη δυνατότητά του να αυξήσει τις δαπάνες του».

Στη δεύτερη θέση παγκοσμίως πίσω από τις ΗΠΑ, η Κίνα, που επενδύει στον εκσυγχρονισμό των ενόπλων δυνάμεών της, στην επέκταση των δυνατοτήτων της για τη διεξαγωγή κυβερνοπολέμου και στο πυρηνικό της οπλοστάσιο. Πλέον, σε αυτή αντιστοιχούν οι μισές στρατιωτικές δαπάνες στην Ασία και την Ωκεανία.

Το 2024, αύξησε τον στρατιωτικό προϋπολογισμό της κατά 7%, δαπάνησε 314 δισεκατομμύρια δολάρια.

Πηγή: ΑΠΕ-ΜΠΕ, AFP