Του Γιάννη Κουτσομύτη
Το απρόσμενο δώρο του Αμερικανού Προέδρου Ντόναλντ Τραμπ προς τον Τούρκο Πρόεδρο Ρετσέπ Ταγίπ Ερντογάν να αποσύρει άμεσα τα αμερικανικά στρατεύματα από την ανατολική Συρία ανάβει το πράσινο φως για εισβολή τουρκικών στρατευμάτων στο συριακό έδαφος με πρόφαση την τελική εξουδετέρωση του Ισλαμικού Κράτους αλλά με τελικό στόχο την αλλαγή των συνόρων και του status quo στην περιοχή.
Το τουρκικό καθεστώς έχει εκδηλώσει εδώ και πολύ καιρό τις αναθεωρητικές του επιδιώξεις και στις αρχές του 2018 τουρκικά στρατεύματα εισέβαλλαν στη βορειοδυτική Συρία με πρόφαση την παρουσία εκεί της κουρδικής ανταρτικής οργάνωσης YPG, η οποία συνδέεται με το PKK και τους κινδύνους για την ασφάλεια της Τουρκίας. Η επιθετική και επεκτατική αυτή ενέργεια αντιμετωπίστηκε με ανοχή και από τη διεθνή κοινότητα αλλά και από την ελληνική κυβέρνηση. Ο τότε Υπουργός Εξωτερικών Νίκος Κοτζιάς έκανε δυο μήνες για να καταλάβει ότι η εισβολή της Τουρκίας στη Συρία αποτελεί παραβίαση του διεθνούς δικαίου και κυρίως παραβίαση της Συνθήκης της Λωζάνης, όπως είχα επισημάνει στον ''Φιλελεύθερο'' από τις 22 Ιανουαρίου.
Τα σύνορα Τουρκίας-Συρίας καθορίστηκαν με τη Συνθήκη της Λωζάνης το 1923 και κάθε μονομερής ενέργεια που παραβιάζει τη Συνθήκη πλήττει συνολικά το πνεύμα της, κάτι που αποτελεί στρατηγικό στόχο της Τουρκίας και ως τα ανατολικά της σύνορα αλλά και ως προς τα δυτικά και νότια με την Ελλάδα και την Κύπρο. Ο ίδιος ο Τούρκος Πρόεδρος έχει εγείρει ζήτημα αναθεώρησης της Συνθήκης της Λωζάνης ήδη από τον Σεπτέμβριο του 2016 αλλά και κατά την επίσκεψή του στην Αθήνα στις 6 Δεκεμβρίου 2017. Έκτοτε ένα συνολο ενεργειών του τουρκικού καθεστώτος καταδεικνύει τον αναθεωρητισμό που διαπνέει την διακυβέρνηση Ερντογάν, είτε πρόκειται για τη Θράκη, είτε για το Αιγαίο, είτε για την Ανατολική Μεσόγειο και την Κύπρο, είτε για τη Συρία και το Ιράκ.
Ενώπιον αυτής της συστηματικής και σχεδιασμένης πρακτικής της Τουρκίας η Ελλάδα πρέπει επιτέλους να αντιδράσει και να ενεργοποιήσει κάθε διαθέσιμο πολιτικό και διπλωματικό μέσο για να ανατρέψει αυτούς τους σχεδιασμούς. Η προστασία της Συνθήκης της Λωζάνης αποτελεί μείζον ζήτημα εθνικής ασφαλείας και θα έπρεπε να βρίσκεται στην κορυφή των προτεραιοτήτων της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής. Η de facto παραβίαση της Συνθήκης ανοίγει τον ασκό του Αιόλου για κάθε είδους εδαφικές και άλλες διεκδικήσεις από την Τουρκία, η οποία θα καλύπτεται από το επιχείρημα της de facto υπέρβασης της Συνθήκης της Λωζάνης. Οποιαδήποτε ολιγωρία από την ελληνική πλευρά πλήττει τα εθνικά συμφέροντα και την εθνική ασφάλεια και όταν τα αποτελέσματα της αβελτηρίας θα γίνουν ορατά, θα είναι πια πολύ αργά καθώς τα τετελεσμένα που θα έχει επιβάλλει η Τουρκία θα είναι μη αναστρέψιμα στο διπλωματικό επίπεδο.
Μια πρώτη κίνηση που θα μπορούσε να κάνει η Ελλάδα θα ήταν η ενημέρωση των υπολοίπων χωρών που έχουν συνυπογράψει τη Συνθήκη, ότι ενδεχόμενη παραβίαση της εδαφικής ακεραιότητας της Συρίας από την Τουρκία αποτελεί βάναυση παραβίαση της Συνθήκης και θα πρέπει να εμποδιστεί. Το πλέον αρμόδιο διεθνές όργανο για να επιληφθεί αυτού του ζητήματος είναι το Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ και οι συσχετισμοί πλέον εκεί είναι θετικοί για μια τέτοια κίνηση. Δυο από τις συμβαλλόμενες χώρες, η Γαλλία και η Βρετανία, είναι σύμμαχες χώρες και μόνιμα μέλη του ΣΑ, ενώ μετέχουν μεταξύ άλλων η Ολλανδία, η Σουηδία και από 1ης Ιανουαρίου η Γερμανία και το Βέλγιο. Μόλις χθες μάλιστα έγινε γνωστό ότι το επιστημονικό συμβούλιο του γερμανικού κοινοβουλίου συνέταξε έκθεση για την “επιχείρηση” της Τουρκίας στο Αφρίν της βορειοδυτικής Συρίας και κατέληξε στο συμπέρασμα ότι πρόκειται για επιχείρηση “κατοχής” τμήματος ξένης επικράτειας. Πρόκειται για ένα ισχυρό επιχείρημα ότι η Τουρκία παραβιάζει τη Συνθήκη της Λωζάνης στη Συρία και δεν προέβη απλά σε μια επιχείρηση για την διαφύλαξη των συνόρων και της ασφάλειάς της από τους Κούρδους του YPG. Μια τέτοια έκθεση θα έπρεπε βέβαια έχει συντάξει κάποια επιστημονική υπηρεσία της Ελλάδας, η οποία έχει και έννομο συμφέρον αλλά δεν θα περίμενε κανείς κάτι τέτοιο από μια κυβέρνηση που δεν αντιλαμβάνεται τους κινδύνους που διατρέχουν τα εθνικά συμφέροντα από αυτές τις εξελίξεις.
Παράλληλα όμως υπάρχει και μια άλλη εξέλιξη που παρουσιάζει μεγάλο ενδιαφέρον. Μετά από 7 χρόνια απομόνωσης από τον Αραβικό κόσμο, το καθεστώς της Συρίας γίνεται ξανά αποδεκτό από μερίδα των αραβικών χωρών. Πριν μερικές ώρες άρχισε να επαναλειτουργεί στη Δαμασκό η πρεσβεία των Ηνωμένων Αραβικών Εμιράτων, ενώ από αύριο θα επανλειτουργήσει και η πρεσβεία της Συρίας στο Άμπου Ντάμπι. Σύμφωνα δε με επιβεβαιωμένες πληροφορίες, το ίδιο θα συμβεί τις επόμενες ημέρες και με το Μπαχρέιν, ενώ αναμένεται εντός των επομένων εβδομάδων να αρθεί ο αποκλεισμός της Συρίας και από τον Αραβικό Σύνδεσμο.
Η σημαντική αυτή διπλωματική εξέλιξη δεν έρχεται ως κεραυνός εν αιθρία, καθώς τα αραβικά κράτη κατέληξαν εδώ και καιρό ότι ο πόλεμος στη Συρία για την ανατροπή του Άσαντ, τον οποίο τα ίδια χρηματοδότησαν σε μείζονα βαθμό, έχει χαθεί οριστικά και πως ο καλύτερος τρόπος για να διατηρήσουν την επιρροή τους στην περιοχή είναι να αναγνωρίσουν ξανά τον Άσαντ και να διαπραγματευθούν μαζί του για το νέο status quo στη χώρα και την ανοικοδόμησή της. Αργά ή γρήγορα, το παράδειγμα των αραβικών κρατών θα ακολουθήσουν οι χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης και σε αυτό το σημείο η Ελλάδα μπορεί να παίξει ένα σημαντικό ρόλο ανακτώντας το ρόλο που της αρμόζει στην περιοχή. Τον περασμένο Μάιο ο ίδιος ο Άσαντ, σε συνέντευξή του στην Καθημερινή, είπε πως θα έβλεπε την Ελλάδα ως γέφυρα ανάμεσα στη χώρα του και την Ευρωπαϊκή Ένωση. “Είναι φυσικό η Ελλάδα να αρχίσει να διαδραματίζει το ρόλο της στην ΕΕ για να λύσει το πρόβλημα στη Συρία και να προστατεύσει το διεθνές δίκαιο”, δήλωσε τότε ο Άσαντ.
Είναι λοιπόν προφανές ότι η Ελλάδα πρέπει επιτέλους να κινητοποιηθεί σε διπλωματικό και πολιτικό επίπεδο, και για να προστατεύσει τα ζωτικά εθνικά της συμφέροντα αλλά και να διεκδικήσει το ρόλο που ιστορικά της αρμόζει σε μια περιοχή που κείται λίγα μόνο μίλια ανατολικά της Λάρνακας και της Αμμοχώστου και όπου ο Ελληνισμός έχει μια ιστορική παρουσία δυόμιση χιλιάδων ετών.