Του Γιάννη Μαντζίκου
H Ισπανία διεξάγει την Κυριακή την τρίτη εκλογική αναμέτρηση σε διάστημα τεσσάρων ετών, ενδεικτικό της πολυδιάσπασης και των προκλήσεων που βιώνει η χώρα της Ιβηρικής χερσονήσου τα τελευταία χρόνια. Σημειώνεται ότι, οι εκλογές της 28ης Απριλίου προκηρύχθηκαν όταν ο πρωθυπουργός Πέδρο Σάντσεζ απέτυχε να περάσει τον προϋπολογισμό από το Κοινοβούλιο, όπου τα κόμματα υπέρ της ανεξαρτησίας της Καταλονίας ακολούθησαν τη γραμμή της αντιπολίτευσης και καταψήφισαν.
Τα εκλογικά τμήματα άνοιξαν στις 09:00 (τοπική ώρα, 10:00 ώρα Ελλάδας) και θα κλείσουν στις 20:00 (21:00 ώρα Ελλάδας).
Η προκήρυξη εκλογών ήταν σχεδόν μονόδρομος για τον σοσιαλιστή Σάντσεζ, αφού ούτως ή άλλως προΐστατο μιας κυβέρνησης μειοψηφίας η οποία προέκυψε, όταν τον περασμένο Ιούνιο η κυβέρνηση του Μαριάνο Ραχόι του Λαϊκού Κόμματος «έπεσε» μετά από πρόταση μομφής.
Το κυβερνών κόμμα του Σάντσεζ σύμφωνα με τις δημοσκοπήσεις των εφημερίδων El Pais και El Mundo έχει το προβάδισμα με 28,8% έως 30% (περίπου 129 έδρες σε σύνολο 340), τους Podemos (13,2% και 33 έδρες), το Λαϊκό Κόμμα και τον νέο του ηγέτη, Πάμπλο Κασάδο, στο 17% και 75 έδρες. Οι Πολίτες του Άλμπερτ Ριβέρα βρίσκονται στο 14,1% (49 έδρες) ενώ το ακροδεξιό VOX, μπορεί να φτάσει και το 12,5% κατακτώντας 32 έδρες, όντας το πρώτο ακροδεξιό κόμμα που θα έχει παρουσία στο κοινοβούλιο από την πτώση της δικτατορίας του Φράνκο το 1975.
Οι παραπάνω προβλέψεις δείχνουν ότι η κυριαρχία του Λαϊκού Κόμματος και του Σοσιαλιστικού Κόμματος που αποτελούσαν την ραχοκοκκαλιά του «παραδοσιακού» δικομματισμού της Ισπανίας, ανήκει στο παρελθόν. Η νέα βουλή της Ισπανίας αναμένεται λοιπόν να έχει πέντε κόμματα, από τα οποία κανένα δεν θα έχει πλειοψηφία. Αυτό σημαίνει ότι ακόμα και αν το κεντροδεξιό Λαϊκό Κόμμα, οι φιλελεύθεροι Πολίτες και το ακροδεξιό VOX αποφασίσουν να συνεργαστούν, οι έδρες που συγκεντρώνουν -πάντα σύμφωνα με τις μετρήσεις- είναι 156, δηλαδή υπολείπονται 20 για την απόλυτη πλειοψηφία. Στον αντίποδα, οι σοσιαλιστές εάν αποφασίσουν να σχηματίσουν κυβέρνηση μαζί με τους Podemos θα συγκεντρώσουν 162 έδρες, δηλαδή 14 λιγότερες από την απόλυτη πλειοψηφία. Όποτε τα επικρατέστερα σενάρια δείχνουν είτε μια κυβέρνηση μειοψηφίας είτε προκήρυξη νέων εκλογών.
Την αβεβαιότητα μεγαλώνει το θολό τοπίο ακόμη όσον αφορά τις μετεκλογικές συμφωνίες για κυβέρνηση συνασπισμού. Ο Σάντσεθ απέρριψε κατηγορηματικά το ενδεχόμενο να συνεργαστεί το Σοσιαλιστικό Κόμμα με τους Ciudadanos του Άλμπερτ Ριβέρα. Στο ίδιο μήκος κύματος, και ο Ριβέρα τόνισε ότι δεν υπάρχει περίπτωση να συμμετάσχει σε κυβέρνηση συνασπισμού με ηγέτη τον Σάντσεθ, ενώ από κοινού με τον ηγέτη της δεξιάς Κασάδο επιτέθηκαν στον απερχομενο πρωθυπουργό.
Όποιο όμως και αν είναι το αποτέλεσμα των εκλογών, η επόμενη κυβέρνηση έχει να αντιμετωπίσει, όπως αναφέρθηκε πολλαπλές προκλήσεις. Πρώτα από όλα, η Ισπανία είναι μεν μία από τις ταχύτερα αναπτυσσόμενες οικονομίες της ευρωζώνης, όμως ενδεχόμενο πολιτικό αδιέξοδο θα μπορούσε να έχει επιπτώσεις σε επιβεβλημένες για την οικονομία μεταρρυθμίσεις.
Όπως αναφέρουν αναλυτές είναι αναγκαίες αλλαγές στον εργασιακό τομέα, όπου η Ισπανία εξαρτάται για χρόνια από εκ περιτροπής μορφές απασχόλησης με παράλληλη συγκράτηση του ελλείμματος και του δημοσίου χρέους. Ενδεχόμενη συγκυβέρνηση των Σοσιαλιστών με τους λαϊκιστές Ποδέμος μπορεί να θέσει εν αμφιβόλω τη μεταρρυθμιστική ατζέντα που ομολογουμένως εφάρμοσε με επιτυχία ο πρώην πρωθυπουργός Μαριάνο Ραχόι.
Από το «κάδρο» δεν μπορεί ασφαλώς να βγει η κρίση στην Καταλονία η οποία σοβεί από το 2017. Τότε, η αυτονομιστική κυβέρνηση στην Καταλονία πραγματοποίησε παράνομο δημοψήφισμα ανεξαρτησίας και κήρυξε μονομερώς την ανεξαρτησία της με την κυβέρνηση της χώρας να απαντά αναλαμβάνοντας τον έλεγχο. Το μήνυμα του Πέδρο Σάντσεζ προς την Καταλονία είναι το εξής: τα πράγματα θα είναι πολύ χειρότερα με ένα δεξιό σχήμα, σε αντίθεση με μια κυβέρνηση των Σοσιαλιστών που θα προάγει τον διάλογο και είναι ανοιχτή σε ένα νέο καταστατικό αυτονομίας για την περιοχή.
Σε κάθε περίπτωση οι εκλογές της Ισπανίας, της τέταρτης μεγαλύτερης οικονομίας της Ευρωζώνης είναι από κάθε άποψη σημαντικές. Άλλωστε διεξάγονται έναν σχεδόν μήνα πριν τις ευρωεκλογές.