Η επόμενη ημέρα μετά τις ταραχές στη Γαλλία έχει δύο χαρακτηριστικά. Το ένα αφορά ένα κλίμα αναμονής και μια κατάσταση συνεχιζόμενης «χαλαρής έντασης» ενόψει της επόμενης έκρηξης βίας.
Το δεύτερο χαρακτηριστικό είναι ότι τόσο ο ηγέτης της αριστεράς Ζαν Λυκ Μελανσόν, όσο και η ηγέτιδα του απέναντι πολιτικού πόλου, Μαρίν Λεπέν, ανταγωνίζονται ο ένας τον άλλον ως προς το ποιος θα αποκομίσει τα μεγαλύτερα πολιτικά οφέλη από τα γεγονότα. Ο μεν Μελανσόν ρίχνει «λάδι στη φωτιά» και επιχειρεί να οξύνει την ένταση για να κερδίσει περισσότερη επιρροή στο εκλογικό σώμα και κυρίως στη νεολαία όπως και στους μετανάστες. Ακολουθεί την ίδια τακτική με εκείνη των εκλογών του 2022, όταν κατάφερε να αποσπάσει τη στήριξη της πλειοψηφίας των μη γηγενών Γάλλων ψηφοφόρων.
Στον αντίποδα, η Λεπέν παίζει το παιχνίδι των θεσμών, συντάσσεται απόλυτα με τις επιλογές της αστυνομίας και γενικότερα ακολουθεί μια εντελώς διαφορετική στάση έναντι εκείνης του 2005, όταν ούσα ευρωβουλευτής, καλούσε την τότε κυβέρνηση να κηρύξει τη χώρα σε κατάσταση εκτάκτου ανάγκης.
Επί της ουσίας, η πρόεδρος του «Εθνικού Συναγερμού» στοχεύει να πάρει με το μέρος της όλη την αστική συντηρητική παράταξη της δεξιάς, ακόμη και εκείνους που δεν την υποστηρίζουν ιδεολογικά. Η θεσμική της αυτή στάση δεν σημαίνει ότι απουσιάζει η σφοδρή κριτική που ασκεί στον πρόεδρο Μακρόν.
Από την άλλη πλευρά, ο Μελανσόν κινδυνεύει ευθέως να υποστεί τις συνέπειες της ακραίας συμπεριφοράς του. Καθ' όλη τη διάρκεια των ταραχών, όχι μόνο αρνούνταν να απευθύνει έκκληση για ηρεμία, αλλά υποστήριζε ότι «είναι οι φτωχοί που εξεγείρονται» επιρρίπτοντας την ευθύνη για τη βία στην αστυνομία. Ο τρεις φορές προεδρικός υποψήφιος για την Προεδρία είχε φτάσει μάλιστα να κάνει διαχωρισμό μεταξύ αποδεκτής και μη βίας, ακολουθώντας μια εμπρηστική στάση για την οποία δέχτηκε και δέχεται έντονη κριτική.
Το ενδιαφέρον είναι ότι κριτική κατά του ηγέτη της αριστερής συμμαχίας Nupes (Νέα Λαϊκή Οικολογική και Κοινωνική Ένωση) ασκήθηκε ακόμη και από σοσιαλιστές, κομμουνιστές και οικολόγους, δηλαδή από τις ίδιες τις συνιστώσες της. Εάν κάποια εξ αυτών αποχωρήσει από τη συμμαχία, τότε ο Μελανσόν κινδυνεύει να χάσει τη δυναμική του και από το 18%-20% που κατέχει σήμερα να περιοριστεί στο 8%-10%. Με ένα τέτοιο ποσοστό το πολιτικό του μέλλον δεν είναι καθόλου βέβαιο.
Και εδώ υπεισέρχονται τα σενάρια για νέα πρόσωπα στο γαλλικό πολιτικό σκηνικό. Αν και νωρίς για τις προεδρικές εκλογές του 2027 – δεν έχει περάσει παρά ένας χρόνος από τη νίκη Μακρόν το 2022– εντούτοις, με δεδομένο ότι ο ίδιος δεν δικαιούται τρίτη θητεία, ότι η κυβέρνησή του έχει δοκιμαστεί συχνά το τελευταίο διάστημα, αλλά και ότι τον τελευταίο χρόνο η Λεπέν εμφανίζεται όλο και πιο ενισχυμένη, στην Γαλλία έχει αρχίσει να συζητείται το όνομα του Εντουάρ Φιλίπ, ο οποίος είχε διατελέσει πρωθυπουργός της χώρας την περίοδο 2017 – 2020.
Το αστικό κράτος θα ήθελε κάποιον με τα χαρακτηριστικά του Εντουάρ Φιλίπ ως αντίπαλον δέος της Λεπέν, ως μια συνέχεια της πολιτικής Μακρόν. Και στο σενάριο που αποδυναμώνεται ο Μελανσόν, διευκολύνεται ο δρόμος για την επόμενη μέρα και τον Φιλίπ, τον οποίο φαίνεται να στηρίζουν τόσο η συντηρητική και η γκωλική παράταξη, όσο και πρώην οπαδοί του Φρανσουά Φιγιόν, οι οποίοι είχαν στηρίξει στις τελευταίες εκλογές τη Λεπέν.
Ο Φιγιόν, πρώην πρωθυπουργός επί Νικόλα Σαρκοζί είχε και διατηρεί μεγάλη δύναμη στην γκωλική παράταξη αλλά λόγω του σκανδάλου και της καταδίκης του, το 2022, δεν μπόρεσε να βάλει υποψηφιότητα στις περυσινές εκλογές.
* Ὁ Δημοσθένης Δαββέτας εἶναι καθηγητής στό Πανεπιστήμιο Paris VIII. Προσφατα κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Νικας, το μυθιστόρημα του “«Οι δύο ζωές ενός συγγραφέα»
Κεντρική φωτ.: Ο Εντουάρ Φιλίπ. Πηγή φωτ.: ΑΡ / Lewis Joly