Τεστ επιβίωσης για την κυβέρνηση Μπαρνιέ ο Προϋπολογισμός - Ο παράγοντας Λεπέν
Sarah Meyssonnier/Pool Photo via AP
Sarah Meyssonnier/Pool Photo via AP

Τεστ επιβίωσης για την κυβέρνηση Μπαρνιέ ο Προϋπολογισμός - Ο παράγοντας Λεπέν

Όλες τις προδιαγραφές για να εξελιχθεί σε θρίλερ που θα μπορούσε να απλωθεί πάνω από ολόκληρη την Ευρωζώνη φέρει η διαδικασία έγκρισης του Προϋπολογισμού του 2025 από την Εθνοσυνέλευση της Γαλλίας. Για την κυβέρνηση μειοψηφίας υπό τον Μισέλ Μπαρνιέ είναι μονόδρομος η επίκληση του επίμαχου άρθρου 49.3 του Συντάγματος για την παράκαμψη της Βουλής και την έγκριση άνευ ψηφοφορίας. Το «αντίτιμο» όμως μπορεί να είναι η πτώση της ίδιας της κυβέρνησης -εφόσον η Άκρα Δεξιά της Μαρίν Λεπέν το αποφασίσει. 

Η ώρα της κρίσης θα έλθει στα μέσα Δεκεμβρίου με την τελική ψηφοφορία επί του προϋπολογισμού· καθώς ουδείς αναμένει πως οι μέχρι στιγμής άκαρπες διαπραγματεύσεις θα έχουν καταλήξει έως τότε σε οτιδήποτε άλλο εκτός από αδιέξοδο, εκείνη είναι η στιγμή που ο Μισέλ Μπαρνιέ θα αναγκαστεί να καταφύγει στην αποκαλούμενη «πυρηνική επιλογή» του άρθρου 49.3 που αυτόματα ανοίγει το δρόμο για την υποβολή πρότασης μομφής εκ μέρους της αντιπολίτευσης.

«Θα έχει η Γαλλία κυβέρνηση τα Χριστούγεννα;» διερωτάται ο Monde. Επιπλέον, θα έχει καν Προϋπολογισμό; Μία κυβέρνηση δίχως τη Δεδηλωμένη θα περνά από δοκιμασία επιβίωσης τη στιγμή που το έλλειμμα του κρατικού προϋπολογισμού έχει ξεπεράσει το 6% του ΑΕΠ, το δημόσιο χρέος έχει υπερβεί το 113%, η Κομισιόν έχει κινήσει «διαδικασία υπερβολικού ελλείμματος» και η χώρα τίθεται στο «στόχαστρο των» οίκων αξιολόγησης.

Το βλέμμα των Βρυξελλών και των αγορών είναι καρφωμένο στο Παρίσι και ακριβώς την περίοδο που θα κρίνεται το μέλλον της εύθραυστης κυβέρνησης Μπαρνιέ, στον έτερο μεγάλο πυλώνα της Ευρωζώνης ο Όλαφ Σολτς θα χάνει την ψήφο εμπιστοσύνης στη Μπούνστεσταγκ ώστε να ανοίξει και τυπικά ο δρόμος για τις πρόωρες εκλογές της 23ης Φεβρουαρίου στη Γερμανία. Η εικόνα είναι κάθε άλλο παρά ευοίωνη στις δύο μεγαλύτερες οικονομίες της Ευρωζώνης, με τη μεν Γαλλία να οδεύει προς πρόγραμμα λιτότητας εν μέσω αναιμικής ανάπτυξης, και τη δε Γερμανία να διολισθαίνει προς ύφεση για δεύτερο συναπτό έτος και έχοντας μπροστά της την απειλή της επιβολής δασμών εκ μέρους της επερχόμενης προεδρίας Τραμπ, κάτι που εάν συμβεί αναμένεται να επιφέρει τεράστιο πλήγμα στη γερμανική βιομηχανία.

Η Γερμανία θα βρίσκεται ούτως ή άλλως μεσούσης της προεκλογικής περιόδου όταν ο Ντόναλντ Τραμπ θα ορκίζεται στην προεδρία των ΗΠΑ στις 20 Ιανουαρίου, και είναι πια ορατός ο κίνδυνος να βρίσκεται και η Γαλλία σε πολιτική παράλυση με ό,τι αυτό συνεπάγεται για την οικονομική ανάπτυξη συνολικά στη ζώνη του Ευρώ και τους «πόντους» που συγκεντρώνουν υπό ανάλογες συνθήκες δυνάμεις των άκρων. Και μιλώντας για τα άκρα, η Εθνική Συσπείρωση (RN) της Μαρίν Λεπέν είναι αυτή που ήδη κρατά το «κλειδί» των εξελίξεων στη Γαλλία. 

Για να επιβιώσει η κυβέρνησης Μπαρνιέ της πρότασης μομφής, που είναι δεδομένο ότι θα υποβάλλει η Αριστερά, η Άκρα Δεξιά πρέπει να απέχει της ψηφοφορίας. Η Εθνική Συσπείρωση κρατά επισήμως κλειστά τα χαρτιά της, στελέχη της εκπέμπουν διφορούμενα μηνύματα, ενώ η ίδια η Μαρίν Λεπέν έχει αρχίσει να προειδοποιεί ότι μπορεί να «ρίξει» την κυβέρνηση επικαλούμενη την ακρίβεια και λέγοντας ότι οι ανησυχίες του RN όσον αφορά την αγοραστική δύναμη των Γάλλων, τα νοικοκυριά και στους συνταξιούχους δεν καλύπτονται.

Άλλο όμως είναι το μεγάλο, καυτό πρόβλημα που αντιμετωπίζει η Μαρίν Λεπέν. Κινδυνεύει με πενταετή στέρηση του δικαιώματος του εκλέγεσθαι για το φερόμενο ρόλο της στην πολύκροτη υπόθεση της κατάσχεσης κονδυλίων του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου. Εφόσον η εισαγγελική πρόταση γίνει δεκτή, η Λεπέν δεν θα μπορεί να θέσει υποψηφιότητα στις προεδρικές εκλογές του 2027, εκεί όπου έχει στρέψει ολόκληρη τη στρατηγική της αφότου φιλελεύθερο Κέντρο και Αριστερά ύψωσαν από κοινού φραγμό κατά της καλπάζουσας Άκρας Δεξιάς στις πρόωρες εκλογές, κρατώντας την μακριά από τις πύλες της εξουσίας.

Στις κάλπες του 2027 η Μαλίν δείχνει να τρέχει με τη μεγαλύτερη φόρα από ποτέ άλλοτε, παρότι στο στοίχημα που ανέλαβε ο Εμανουέλ Μακρόν με την προκήρυξη πρόωρων εκλογών, μετά τη συντριβή του Κέντρου και την πρωτιά της Άκρας Δεξιάς στις ευρωεκλογές, στήθηκε και πάλι ανάχωμα και δεν επιβεβαιώθηκαν οι προβλέψεις που ήθελαν την Ακροδεξιά πρώτη σε κοινοβουλευτική δύναμη. Ήταν το αριστερό μπλοκ Νέο Λαϊκό Μέτωπο (NFP) που κέρδισε τις περισσότερες έδρες, αλλά όχι αρκετές για απόλυτη πλειοψηφία. Το κεντρώο Ensemble του Μακρόν ήρθε δεύτερο και ο Εθνικός Συναγερμός κατέλαβε την τρίτη θέση. Στο μετεκλογικό χάος που ακολούθησε, τα ηνία τελικά ανέλαβε τελικά ο Μισέλ Μπαρνιέ, με την Άκρα Δεξιά εκτός κυβέρνησης μεν, αλλά σε ρόλο ρυθμιστή.

Από μαθηματικής άποψης, η κατάσταση είναι σαφής: Εάν οι 124 βουλευτές της ακροδεξιάς Εθνικής Συσπείρωσης (RN) -140 αν συνυπολογιστούν ο σύμμαχός της από τους Ρεπουμπλικανούς Ερίκ Σιοτί και οι υποστηρικτές του- στηρίξουν πρόταση του Νέου Λαϊκού Μετώπου (192 βουλευτές), η κυβέρνηση θα ανατραπεί για να ακολουθήσει ένα θεσμικό και πολιτικό χάος. 

Το ζήτημα για την Μαρίν Λεπέν είναι πως θα πρέπει να λάβει την απόφασή της όσον αφορά την πρόταση μομφής πριν γνωρίζει εάν το δικαστήριο του Παρισιού θα κάνει δεκτή την εισαγγελική πρόταση που θα την θέτει εκτός «κάδρου». Oι εισαγγελείς έχουν επισυνάψει αίτημα προσωρινής εκτέλεσης, δηλαδή η απαγόρευση συμμετοχής στην πολιτική θα ισχύει από την πρώτη στιγμή που ενδεχομένως καταδικαστεί, ακόμη και αν ασκήσει έφεση.

Μία καταδίκη θα μπορούσε να αφαιρέσει το βασικό κίνητρο για την Λεπέν μέχρι στιγμής που ήταν να τοποθετηθεί ως υπεύθυνη ηγέτις προσβλέποντας στη συνέχεια. Το χρονοδιάγραμμα όμως δεν βοηθά -η ψηφοφορία για τον προϋπολογισμό πρέπει να διεξαχθεί πριν από το τέλος του έτους, ενώ η ετυμηγορία του δικαστηρίου αναμένεται στην καλύτερη περίπτωση τον Ιανουάριο. Προ ημερών επικράτησε «πυρετός» στα υπουργικά γραφεία όταν έγινε γνωστό ότι η Λεπέν θα εμφανιζόταν στο βραδινό δελτίο ειδήσεων του TF1. Φοβήθηκαν ότι επρόκειτο να ανακοινώσει την πρόθεσή της να υποστηρίξει πρόταση μομφής κατά της κυβέρνησης. Δεν το έκανε. Μίλησε όμως για «αποκρουστική» εισαγγελική εισήγηση, λέγοντας ότι ζητείται ο «πολιτικός της θάνατος». Η υπόθεση χρονολογείται από την εποχή της θητείας της Μαρίν Λεπέν στο Ευρωκοινοβούλιο την περίοδο 2004-2016, με την ίδια να χαρακτηρίζει τις κατηγορίες πολιτικά υποκινούμενες και την Εθνική Συσπείρωση (RN) να παραπέμπει στο «παράδειγμα» Τραμπ, που διώχθηκε αλλά «στέφθηκε» με τη λαϊκή ψήφο.

Εάν η κυβέρνηση δεν καταφέρει να ψηφίσει τον προϋπολογισμό και καταρρεύσει, «δεν θα είναι μόνο μια πολιτική κρίση, αλλά οικονομική κρίση», προειδοποιεί σύμβουλος του Μισέλ Μπαρνιέ. Το σχέδιο προϋπολογισμού που έχει καταθέσει ο Γάλλος πρωθυπουργός περιλαμβάνει δρακόντειες περικοπές δαπανών και αυξήσεις φόρων για την εξοικονόμηση 60 δισ. ευρώ. Το σχέδιο έχει προκαλέσει επικρίσεις από όλο το πολιτικό φάσμα· η Αριστερά τον κατηγορεί ότι υποβάλλει τη Γαλλία σε λιτότητα, ενώ οι κεντρώοι του προέδρου Εμανουέλ Μακρόν και οι ακροδεξιοί βουλευτές της Μαρίν Λεπέν του επιτίθενται για την αύξηση των φόρων. Το κατόπιν διαβουλεύσεων τροποποιημένο σχέδιο, που έφερε τη σφραγίδα της Αριστεράς, καταψηφίστηκε στην Εθνοσυνέλευση και προς συζήτηση τώρα -αρχής γενομένης από τη Γερουσία- επανέρχεται το αρχικό σχέδιο που φέρει την υπογραφή Μπαρνιέ.

Ο Γάλλος πρωθυπουργός διαβεβαίωσε προ ημερών στις Βρυξέλλες της Κομισιόν, Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν, και τον επίτροπο Οικονομίας Πάολο Τζεντιλόνι ότι η Γαλλία είναι σοβαρή όσον αφορά τη μείωση των δαπανών και την έξοδο από τη διαδικασία υπερβολικού ελλείμματος. Μετά τις συναντήσεις, δήλωσε στους δημοσιογράφους ότι παρουσίασε «έναν δύσκολο προϋπολογισμό» για να διασφαλίσει ότι η Γαλλία παραμένει αξιόπιστη μεταξύ των άλλων μελών της Ευρωζώνης. 

Αυτή η επωδός, σημειώνει το Politico, φέρεται να έχει αρχίσει να ενοχλεί τον Εμανουέλ Μακρόν, καθώς θέτει υπό αμφισβήτηση την οικονομική κληρονομιά του προέδρου τα τελευταία επτά χρόνια. Ο πρώην υπουργός Οικονομικών, Μπρούνο Λε Μερ, έφτασε στο σημείο να κατηγορήσει την κυβέρνηση Μπαρνιέ ότι αύξησε σκόπιμα το έλλειμμα για φέτος στο πλαίσιο ενός μακιαβελικού τεχνάσματος για να αναδείξει το μέγεθος του προβλήματος. Άλλοι εμπειρογνώμονες πιστεύουν επίσης ότι ο Μπαρνιέ υπερβάλει. Ο Ζερόμ Κριλ, οικονομολόγος στο Γαλλικό Παρατηρητήριο Οικονομικών Συγκυριών (OFCE0, δήλωσε ότι ο Μπαρνιέ μειώνει τις δαπάνες και αυξάνει τους φόρους πιο έντονα από ό,τι απαιτεί η Ευρωπαϊκή Επιτροπή και ότι αυτή η κίνηση «λιτότητας» θα μπορούσε να γυρίσει μπούμερανγκ. «Κάνουμε περισσότερα από όσα μας ζητήθηκαν για να σηματοδοτήσουμε την πρόθεσή μας να κινηθούμε οριστικά προς τη σωστή κατεύθυνση, αλλά με τον κίνδυνο να υπονομεύσουμε την ανάπτυξη. Και αυτό εξακολουθεί να είναι προβληματικό», επισήμανε.