Οι στρατιωτικές ασκήσεις άρχισαν, ενισχύθηκαν και στη συνέχεια έγιναν κοινές μεταξύ Σουηδίας και Φινλανδίας. Αυτό ήταν το αποτέλεσμα των πολλών κινήσεων και διαχρονικών απειλών της Ρωσίας. Υπήρξε ανάγκη των δύο χωρών να είναι πιο κοντά η μία στην άλλη. Υπάρχει, συνεπώς, ένας «πολιτισμικός στρατιωτικός διάλογος μεταξύ τους».
Τα παραδείγματα είναι πολλά. Η στρατιωτική άσκηση Aurora 2017 της Σουηδίας, κατεγράφη ως «πολιτικός στρατιωτικός παλμός». Εξέφρασε για πρώτη φορά την στρατηγική πυξίδα της Σουηδίας. Ήταν η μεγαλύτερη στρατιωτική άσκηση των 23 χρόνων της ιστορίας της Σουηδίας. Η εν λόγω άσκηση συνέβαλε στο μεγαλύτερο πλάνο στρατιωτικοποίησης της χώρας που έως τότε ήταν ουδέτερη. Στην Aurora 2017 συμμετείχαν και πολλές νατοϊκές χώρες.
Το Μάρτιο του 2019 η Σουηδία με «πυξίδα» την επαναστρατιωτικοποίησή της και έχοντας ως γνώμονα την ρωσική απειλή, λαμβάνει ως πρωτοβουλία να προσκαλέσει την Φινλανδία, τη Νορβηγία, τις ΗΠΑ και το Ηνωμένο Βασίλειο στην αποκαλούμενη «North wind», μια κοινή στρατιωτική άσκηση επί εδάφους στην περιοχή της Αρκτικής, που όπως αναφέραμε γίνεται λόγω και κλιματικής αλλαγής το 2019. Μετέπειτα ακολούθησε η άσκηση «Aurora» το 2020, η οποία, ωστόσο, δεν επετεύχθη λόγω του κορονοϊού. Η περίοδος αυτή μένει στην ιστορία ως περίοδος προετοιμασίας.
Η Σουηδία υιοθέτησε σταδιακά τα πρότυπα διαλειτουργικότητας του ΝΑΤΟ. Ακολούθησε η στρατηγική σκέψη κοινής αμυντικής συνεργασίας με την Φινλανδία, όπως και η ενίσχυση με τις Βαλτικές χώρες που πλέον τελούν ως κράτη-μέλη του ΝΑΤΟ. Στο εγγύς μέλλον, οι αμυντικές συνέργειες πιθανώς να έφερναν τις δύο χώρες (Φινλανδία και Σουηδία) να οδηγηθούν πολιτικά και στρατιωτικά, σε ένα χάρτη στρατηγικών διαδικασιών. Ως αποτέλεσμα θα ήταν να αιτηθούν να γίνουν μέλη του ΝΑΤΟ.
Ο χρόνος βρήκε τις δύο χώρες αντιμέτωπες με μια νέα πραγματικότητα. Μια σοβαρή εξέλιξη και κατά συνέπεια επιλογή. Το αίτημα των χωρών για ένταξη στο ΝΑΤΟ ήταν μονόδρομος δεδομένων της ρωσικής εισβολής στην Ουκρανία. Ήταν αποτέλεσμα ανάλυσης πολιτικού ρίσκου.
Αφενός γιατί πρόβαλε ως επιλογή από τον κορονοϊό το 2020 ούτως ή άλλως στρατιωτικά και μετέπειτα, αφετέρου ενισχύθηκε με την παράνομη επίθεση και εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία το Φεβρουάριου του 2022. Το γνώριζε η Ρωσία και ήταν ξεκάθαρη η στάση των κρατών αυτών με πρόσχημα τα στρατιωτικά δεδομένα. Γι’ αυτό και δεν επιτέθηκε στις χώρες αυτές σε αντίθεση με την Ουκρανία. Και εξηγούμε παρακάτω γιατί.
Επιπλέον, είναι νωπές οι εικόνες και σκέψεις της επίθεσης της Ρωσίας στη Γεωργία το 2008. H συνεχιζόμενη και πραγματικά αυξανόμενη απειλή της Ρωσίας απέναντι και στις χώρες τις Βαλτικής, όπως και τις Βόρειες χώρες, η στρατηγική αναπροσαρμογή της Ρωσίας με συνεχιζόμενες απειλές εναέριες και επιπλέον θαλάσσιες λόγω και της κλιματικής αλλαγής, όπως και πιθανής χερσαίας απόβασης εναντίον των κρατών αυτών, έφεραν την ανάγκη των δύο – της Φινλανδίας και τη Σουηδίας – να συνάψουν μεταξύ τους συμφωνία αμυντικής συνεργασίας και να υποβάλουν ένα αίτημα για την εισδοχή τους στο ΝΑΤΟ.
Η Φινλανδία, με πρότυπα διαλειτουργικότητας στο στρατιωτικό σκέλος ΝΑΤΟ, όπως πλέον και η Σουηδία, είχαν δύο επιλογές: Τη μεταξύ τους και περιφερειακά εδραίωση μιας αμυντικής συμμαχίας και – ως πιο ουσιαστική επιλογή – την ένταξή τους στο ΝΑΤΟ. Επέλεξαν το δεύτερο
Διαφορές στη διαλειτουργικότητα δυνάμεων των δύο χωρών σχετικά με την Ουκρανία
Οι δύο χώρες έχουν υιοθετήσει πρότυπα στρατιωτικής διαλειτουργικότητας ΝΑΤΟ. Όπως και αμυντικού εξοπλισμού στα πρότυπα ΝΑΤΟ. Έχουν σταδιακά υιοθετήσει ξεκάθαρα, πολιτικά και ουσιαστικά, τα μέτρα διαλειτουργικότητας της Συμμαχίας. Και το κάνουν πολλά έτη τώρα.
Είναι και ήταν έτοιμες οι χώρες αυτές για εισδοχή στο Βορειοατλαντικό Σύμφωνο, λόγω και της στρατιωτικής τους ετοιμότητας και όχι μόνο εξαιτίας της πολιτικής στρατηγικής τους πυξίδας. Στον αντίποδα των δύο αυτών χωρών κινείται η Ουκρανία. Το ΝΑΤΟ κατέχει από τα υψηλότερα στρατιωτικά και πολιτικά μέτρα διαλειτουργικότητας.
Για πολλούς λόγους, αλλά κυρίως γιατί υπάρχει συνεργασία, όχι μόνο με 30 κράτη-μέλη, αλλά περισσότερα από 62 στο σύνολο στον τομέα των εξοπλιστικών, της ασφάλειας, της παγκόσμιας πολιτικής ανάλυσης και ρίσκου μεταξύ άλλων, το οποίο καθιστά το ΝΑΤΟ το πιο ιδανικό κομμάτι στο στρατιωτικό τους σκέλος.
Αντιθέτως, για την Ουκρανία τα πράγματα ήταν πολύ διαφορετικά. Κι αυτό γιατί οδηγήθηκε η Ουκρανία κυρίως σε πολιτικό διάλογο με το ΝΑΤΟ και όχι στρατιωτικό. Η στρατηγική αυτή πυξίδα βρίσκει εφαρμογή ,ως προς το στρατιωτικό σκέλος, μόλις το 2020 στη στρατηγική εθνικής ασφάλειας της Ουκρανίας για πρώτη φορά.
Τότε είναι που αντιλαμβάνεται η Ρωσία το γεγονός αυτό – λανθασμένα – ως απειλή. Γιατί, όπως αρχικά είχε συμφωνηθεί και με την Ρωσία το 1991, η συζήτηση με την Ουκρανία θα ήταν μόνο πολιτική. Αυτή είναι και η ουσιαστική διαφορά ανάμεσα στην Ουκρανία και τις δύο σκανδιναβικές χώρες.
* Ο Δρ. Μάριος Παναγιώτης Ευθυμιόπουλος είναι αναπληρωτής Καθηγητής Διεθνούς Στρατηγικής και Ασφάλειας, Πρόεδρος Τμήματος Ιστορίας, Πολιτικής και Διεθνών Σπουδών στο Πανεπιστήμιο Νεάπολις στην Πάφος (Κύπρος) και Πρόεδρος του Strategy International (SI) Ltd. Ολοκλήρωσε την διατριβή του στα θέματα ΝΑΤΟ-Ρωσίας και το Στρατηγικό πλαίσιο του ΝΑΤΟ. Έχει εκδώσει βιβλία σχετικά με τις σχέσεις ΝΑΤΟ-Ρωσίας και τα θέματα στρατηγικής ασφάλειας και διατλαντικές σχέσεις. Ειδικεύεται σε θέματα διεθνούς ασφάλειας και στρατηγικής και μεταξύ τους και θέματα ΝΑΤΟ.