Του Γιώργου Παυλόπουλου
Αισιόδοξος ότι θα επικρατήσει η κοινή λογική και ότι, για τον λόγο αυτό, δεν υπάρχει κίνδυνος στρατιωτικής σύγκρουσης ανάμεσα στις Ηνωμένες Πολιτείες και τη Ρωσία, εμφανίστηκε την Τρίτη ο Ρώσος αναπληρωτής υπουργός Εξωτερικών, Μιχαήλ Μπογκντάνοφ. Ο δε πρόεδρος της Γαλλίας, Εμανουέλ Μακρόν, ο οποίος εμφανίζεται έτοιμος να συμμετέχει στο σχεδιαζόμενο πλήγμα κατά του Άσαντ στο πλευρό των Αμερικανών, διαβεβαίωσε ότι τα χτυπήματα θα είναι «χειρουργικά» και θα στοχεύουν αποκλειστικά τις εγκαταστάσεις χημικών όπλων του συριακού καθεστώτος και όχι τους συμμάχους του -δηλαδή τους Ρώσους.
Βεβαίως, παρά τις παραπάνω καθησυχαστικές δηλώσεις, είναι φανερό ότι η συγκεκριμένη απόφαση θα ληφθεί στον Λευκό Οίκο και το Κρεμλίνο -και πουθενά αλλού. Ο Ντόναλντ Τραμπ και ο Βλαντιμίρ Πούτιν είναι αυτοί που θα αποφασίσουν ποια θα είναι η ένταση και ο στόχος τόσο του αρχικού χτυπήματος όσο και της απάντησης που θα δοθεί (εάν δοθεί) σε αυτό. Με άλλα λόγια, θα επιλέξουν εάν θα πρόκειται για ένα «σύνηθες» επεισόδιο με διαχειρίσιμες συνέπειες (όπως ήταν αυτό που σημειώθηκε πριν ένα ακριβώς χρόνο, με την αντίστοιχη αμερικανική πυραυλική επίθεση μετά από το πλήγμα με χημικά που φέρεται να διέταξε ο Άσαντ) ή, αντιθέτως, εάν ΗΠΑ και Ρωσία θα οδηγηθούν σε μια γενικευμένη σύρραξη, με απρόβλεπτες συνέπειες.
Τα «γεράκια» της Ουάσινγκτον
Ποιον δρόμο θα ακολουθήσουν, λοιπόν, οι δύο ηγέτες; Η αλήθεια είναι ότι για την ώρα ακούν τις εισηγήσεις των συμβούλων τους -οι οποίες περιλαμβάνουν και τα δύο σενάρια. Τα «γεράκια» της Ουάσινγκτον, για παράδειγμα, που έχουν ενισχύσει σημαντικά τη θέση τους με την παρουσία του Μάικ Πομπέο στο Στέιτ Ντιπάρτμεντ και του Τζον Μπόλτον στο τιμόνι της CIA, θεωρούν ότι πρέπει κάποια στιγμή να δοθεί μια αποφασιστική απάντηση στη Μόσχα, ώστε να ξεκαθαρίσει ποιος είναι ο ισχυρότερος και κάνει κουμάντο, προσθέτοντας ότι όσο περνά ο καιρός τα πράγματα γίνονται δυσκολότερα.
Το βασικό τους επιχείρημα είναι ότι εάν δεν σταματήσουν τώρα τον Πούτιν, τότε θα καταγραφεί οριστικά και αμετάκλητα ως ο μεγάλος νικητής του πολέμου στη Συρία, με αποτέλεσμα να του ανοίξει η όρεξη και να διεκδικήσει ακόμη περισσότερα. Προσθέτουν, επίσης, ότι η αμερικανική στρατιωτική υπεροχή είναι αδιαμφισβήτητη, κάτι που σημαίνει ότι στην περίπτωση που ο Πούτιν αποφασίσει να απαντήσει, θα υποστεί μια συντριπτική και ταπεινωτική ήττα. Μια ήττα η οποία, με τη σειρά της, θα σημάνει και την αρχή του πολιτικού του τέλους -ειδικά εφόσον η επίθεση έχει και οικονομική διάσταση, με στόχο το ρούβλι και τους ολιγάρχες.
Από την άλλη, υπάρχουν ακόμη αρκετοί στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού που προειδοποιούν ότι εφόσον ανοίξει ο ασκός του Αιόλου, τότε οι θύελλες που θα ακολουθήσουν δεν θα έχουν προηγούμενο -όποιο και αν είναι το βραχυπρόθεσμο αποτέλεσμα της σύγκρουσης. Τονίζουν ότι δεν είναι μόνο η Μέση Ανατολή που θα μετατραπεί συνολικά σε παρανάλωμα του πυρός, με εκατοντάδες χιλιάδες νεκρούς και δεκάδες εκατομμύρια πρόσφυγες (οι οποίοι θα «πολιορκήσουν» την Ευρώπη), αλλά οι συνέπειες θα είναι αισθητές σε όλα τα μήκη και πλάτη του πλανήτη, όπου θα αναζωπυρωθούν παλιά μέτωπα και θα ανοίξουν νέα. Και τότε, όπως λένε, ο Τρίτος Παγκόσμιος Πόλεμος δεν θα απέχει πολύ...
Στο επιτελείο του Πούτιν, την ίδια στιγμή, τα διλήμματα δεν είναι λιγότερο πιεστικά. Αν οι Αμερικανοί επιλέξουν να πλήξουν αποφασιστικά τον Άσαντ και η Ρωσία δεν απαντήσει, τότε όχι απλώς θα αμφισβητηθούν τα κέρδη που έχει στο μέτωπο της Συρίας αλλά, το σημαντικότερο, θα κλονιστεί η εμπιστοσύνη των συμμάχων της και κυρίως του Ιράν προς αυτήν. Ενώ παράλληλα, θα αποδειχθεί ότι ο φόβος που ενέπνεε ο «τσάρος» και η στρατιωτική του μηχανή στη Δύση ήταν μάλλον αδικαιολόγητος...
Το ρίσκο της Ευρώπης
Όσον αφορά στην Ευρώπη, Γαλλία και Βρετανία μοιάζουν έτοιμες να βρεθούν στο πλευρό των Ηνωμένων Πολιτειών στην επικείμενη επίθεση κατά της Συρίας. Έτσι και για μια ακόμη φορά, κάποιες χώρες-μέλη αποφασίζουν και ενεργούν σε ένα μείζον θέμα εξωτερικής πολιτικής αυτόνομα, χωρίς καν να κάνουν τον κόπο να το θέσουν σε συζήτηση με τους εταίρους τους στην Ευρωπαϊκή Ένωση -προφανώς, επειδή γνωρίζουν ότι δεν πρόκειται να υπάρξει ομοφωνία για την ανάληψη στρατιωτικής δράσης.
Σε κάθε περίπτωση, η γαλλο-βρετανική ανάμιξη ενέχει πολύ μεγάλους κινδύνους. Για παράδειγμα, μια ολική ρήξη με τη Μόσχα θα προκαλέσει πολύ περισσότερα προβλήματα στους Ευρωπαίους από ό,τι στους Αμερικανούς (ειδικά καθώς παραμένει ανοιχτό και το μέτωπο της Ουκρανίας). Επίσης, η συνακόλουθη σύγκρουση με το Ιράν και η ακύρωση της συμφωνίας του 2015 για τα πυρηνικά του θα ακυρώσει ντε φάκτο την πολιτική θέση που έχουν λάβει Βρυξέλλες, Βερολίνο και Παρίσι. Τέλος, ένας νέος γύρος πολεμικών συγκρούσεων στη Συρία, πιθανότατα και στη Μέση Ανατολή, θα φέρει εκατομμύρια νέους πρόσφυγες στις πύλες της Ευρώπης.
Πιο κοντά στην Αποκάλυψη...
Με βάση όλα τα παραπάνω, η εκτίμηση που απεικονίζει πιο πιστά την πραγματικότητα είναι, πιθανότατα, αυτή: Τα όσα συμβαίνουν και θα συμβούν στο μέτωπο της Συρίας φέρνουν ΗΠΑ και Ρωσία, αλλά και την ανθρωπότητα, ένα βήμα πιο κοντά στο σημείο μηδέν, χωρίς όμως να το έχουν ακόμη φτάσει. Χωρίς να αποκλείεται να γίνουμε μάρτυρες της πρώτης άμεσης σύγκρισης των δυνατοτήτων των αμερικανικών Τόμαχοκ απέναντι στους πυραύλους του ρωσικού S-400 (κάτι που ενδέχεται και να επιδιώκουν τα δύο επιτελεία...), μοιάζει μάλλον απίθανο να βρεθούμε μπροστά σε μια εικόνα Αποκάλυψης. Αν και, φυσικά, όσο πιο κοντά πλησιάζουμε στην κρίσιμη στιγμή, τα όρια δοκιμάζονται, τα νεύρα τεντώνονται επικίνδυνα και τα «ατυχήματα» είναι αναμενόμενα.
Διαβάστε ακόμα:
- «Καμπανάκι» Eurocontrol για τις πτήσεις στη Μεσόγειο - Πιθανά αεροπορικά πλήγματα στη Συρία
AP Photo/Evan Vucci, File