Ένα εθνικό τραύμα ανοιχτό και μία χώρα που παραμένει «όμηρος» της διαφθοράς και της ατιμωρησίας. Τρία χρόνια μετά την καταστροφική έκρηξη στο λιμάνι της Βηρυτού, οι Λιβανέζοι ακόμη περιμένουν να μάθουν την αλήθεια. Οι προσπάθειες να διωχθούν οι υπαίτιοι για την τραγωδία προσκρούουν σε πολιτικές ίντριγκες, διαιρέσεις και συμφέροντα, και μία δικαστική διελκυστίνδα δεν οδηγεί πουθενά.
Μία από τις μεγαλύτερες μη πυρηνικές εκρήξεις στην Ιστορία κόστισε τη ζωή σε περισσότερους από 200 ανθρώπους -δίχως ακόμη να έχουν συμπεριληφθεί στον επίσημο απολογισμό πολλοί μη Λιβανέζοι πολίτες, κυρίως συριακής καταγωγής.
Το λιμάνι της Βηρυτού μετετράπη την 4η Αυγούστου 2020 σε εμπόλεμη ζώνη. Το ωστικό κύμα της έκρηξης έφθασε δεκάδες χιλιόμετρα μακριά. Περισσότεροι από 6.500 άνθρωποι τραυματίστηκαν, εκ των οποίων πολλοί εξαιρετικά σοβαρά. Ολόκληρα τμήματα της πρωτεύουσας ισοπεδώθηκαν. Οι εικόνες ενός κρατήρα βάθους 43 μέτρων και ανθρώπων σε κατάσταση σοκ και εξ ολοκλήρου καλυμμένων στη στάχτη έκαναν το γύρο του κόσμου.
Σε μία σκηνή σχεδόν βγαλμένη από πλατό κινηματογραφικής ταινίας, η Λιβανέζα γιατρός Ίζρα Σεμπλάνι, γνωστή πλέον ως «νύφη της Βηρυτού», παρασυρόταν από το ωστικό κύμα την ώρα γαμήλιας φωτογράφισης σε κεντρική πλατεία της Βηρυτού. Η κάμερα αναποδογύρισε αποκαλύπτοντας εικόνες καταστροφής, συντρίμμια παντού και ανθρώπους να τρέχουν…
Είχαν εκραγεί σχεδόν 3.000 τόνοι νιτρικού αμμωνίου παρατημένοι επί χρόνια σε αποθήκες στο λιμάνι, τοποθεσία που σε καμία περίπτωση δεν θα έπρεπε να βρίσκεται μία εξαιρετικά αντιδραστική χημική ουσία. Τα χημικά είχαν σταλεί στον Λίβανο το 2013. Υψηλόβαθμοι πολιτικοί αξιωματούχοι και στελέχη υπηρεσιών ασφαλείας γνώριζαν πως ήταν αποθηκευμένο στο λιμάνι το νιτρικό αμμώνιο και τους εν δυνάμει κινδύνους, αλλά δεν είχαν πράξει τίποτα. Τόσο η πηγή προέλευσης 2.700 τόνων νιτρικού αμμωνίου, όσο και το πού θα χρησιμοποιούνταν, παραμένει έως σήμερα μυστήριο.
Τρία χρόνια μετά, η μόνη βεβαιότητα είναι ότι η έκρηξη ήταν αποτέλεσμα εγκληματικών ενεργειών και της ανικανότητας του πολιτικού κατεστημένου, αναφέρει το ιταλικό Ινστιτούτο Διεθνών Πολιτικών Σπουδών (ISPI), ενώ η Λιβανέζα συγγραφέας και δημοσιογράφος με έδρα το Παρίσι, Νταλάλ Μουάντ, έρχεται να σημειώσει σε άρθρο που υπογράφει στον Guardian ότι η διοικητική δομή διαχείρισης του λιμανιού της Βηρυτού αντανακλά ακριβώς την κατανομή της εξουσίας μεταξύ της άρχουσας ελίτ και είναι σε μεγάλο βαθμό μία μικρογραφία της συστημικής διαφθοράς που μαστίζει συνολικά τον Λίβανο.
Πολλοί από τους σημερινούς πολιτικούς ηγέτες του Λιβάνου υπήρξαν πολέμαρχοι στον εμφύλιο πόλεμο της χώρας, μια πολύπλευρη σύγκρουση που ξέσπασε το 1975 και διήρκεσε μέχρι το 1990. Είναι αυτοί που κυβερνούν τη χώρα έκτοτε. Κατακερματισμένο πολιτικό σκηνικό, ένα σύστημα εδραιωμένο επάνω στον σεχταρισμό, διαφορετικές φράξιες που ελέγχουν διαφορετικές κρατικές υπηρεσίες και όλοι παίρνουν μερίδιο από το κύκλωμα της διαφθοράς, και ένα δίκτυο πελατειακών σχέσεων που έχει καταστήσει τους πολιτικούς ισχυρότερους από το κράτος. Ελέγχουν τους θεσμούς και εκμεταλλεύονται τους κρατικούς πόρους προς εξυπηρέτηση των συμφερόντων τους.
Το λιμάνι της Βηρυτού δεν αποτελεί εξαίρεση, εξ ου και επί χρόνια παρεμποδίζεται η έρευνα για τη χειρότερη σφαγή αμάχων που έχει γνωρίσει η χώρα εν καιρώ ειρήνης.
Το χρονικό των γεγονότων που ακολούθησαν την έκρηξη της 4ης Αυγούστου 2020 είναι ενδεικτικό. Στις 10 Αυγούστου 2020, λιγότερο από μια εβδομάδα μετά την πολύνεκρη έκρηξη, ο πρωθυπουργός Χασάν Ντιάμπ αναγκάζεται να παραιτηθεί. Τον επόμενο Δεκέμβριο ο αρμόδιος για την έρευνα εισαγγελέας Φαντί Σαουάν κατηγορεί τον Ντιάμπ και τρεις πρώην υπουργούς για εγκληματική αμέλεια. Η έρευνα αναστέλλεται και ο εισαγγελέας Σαουάν απομακρύνεται με δικαστική απόφαση. Τον Ιούλιο του 2021 αναλαμβάνει ο εισαγγελέας Ταρέκ Μπιτάρ και ζητά να ανακρίνει τέσσερις πρώην υπουργούς, αλλά το Κοινοβούλιο δεν αίρει την ασυλία τους. Ο Μπιτάρ αναγκάζεται να διακόψει την έρευνα.
Τον Οκτώβριο του 2021, διαδήλωση που οργανώθηκε από τη Χεζμπολάχ και το συμμαχικό της κίνημα Amal με αίτημα την απομάκρυνση του Ταρέκ Μπιτάρ καταλήγει σε βίαιες συγκρούσεις που προκαλούν το θάνατο επτά ανθρώπων. Στις 4 Αυγούστου 2022 σιλό σιτηρών που είχαν υποστεί ζημιές από την έκρηξη καταρρέουν έπειτα από πυρκαγιά που προκλήθηκε από τη ζύμωση αποθεμάτων σιτηρών λόγω της ζέστης.
Τον Ιανουάριο του 2023, αψηφώντας ολόκληρη την πολιτική τάξη του Λιβάνου, ο Ταρέκ Μπιτάρ κατηγορεί τον γενικό εισαγγελέα Γασάν Ουεϊντάτ και άλλους επτά για απόπειρα δολοφονίας, εμπρησμό και άλλα εγκλήματα. Εκείνος με τη σειρά του τον κατηγορεί για ανυποταξία και δίνει εντολή για την απελευθέρωση «όλων των συλληφθέντων» σε σχέση με την έκρηξη στο λιμάνι, αφήνοντας την έρευνα σε αδιέξοδο και κανένα όνομα στη λίστα υπόπτων. Οι οικογένειες των συγγενών των θυμάτων καταγγέλλουν ως «πολιτικό και δικαστικό πραξικόπημα» τη δίωξη Μπιτάρ και μάταια ζητούν τη σύσταση διεθνούς επιτροπής για τη διερεύνηση των αιτίων της τεράστιας ισχύος έκρηξης.
Η τρίτη επέτειος της τραγωδίας συνοδεύτηκε με νέες εκκλήσεις για διεθνή έρευνα ώστε να λογοδοτήσουν οι υπαίτιοι, ανάμεσά τους υψηλόβαθμοι αξιωματούχοι που είχαν αφήσει ανεξέλεγκτη την απειλή μίας «ωρολογιακής βόμβας» χιλιάδων τόνων νιτρικού αμμωνίου στο λιμάνι, η οποία στο τέλος εξερράγη έπειτα από φωτιά που είχε ξεσπάσει νωρίτερα σε αποθήκη με πυροτεχνήματα.
Καθώς η εμπιστοσύνη των Λιβανέζων στους θεσμούς μίας χώρας, που βρίσκεται παράλληλα στο χείλος οικονομικής κατάρρευσης, έχει περιέλθει σήμερα στο χαμηλότερο σημείο από ποτέ, λιβανέζικοι και διεθνείς οργανισμοί, επιζώντες και συγγενείς θυμάτων απηύθυναν από κοινού την Παρασκευήδραματική έκκληση στο Συμβούλιο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων του ΟΗΕ για διεθνή έρευνα, λέγοντας ότι εδώ και τρία χρόνια Δικαιοσύνη δεν υπάρχει.