Του Γιώργου Παυλόπουλου
Ο Τζέρεμι Κόρμπιν ξέρει πολύ καλά ότι δεν θα έχει καμία τύχη στις 12 Δεκεμβρίου εάν επικεντρώσει τον προεκλογικό του αγώνα στο θέμα του Brexit. Η «θολή» θέση την οποία εξακολουθεί να διατυπώνει – και μέσα και έξω, λίγο μέσα και λίγο έξω από την ΕΕ! – τον φέρνουν, άλλωστε, αντιμέτωπο με τον κίνδυνο όχι απλώς να συντριβεί από τους Τόρις του Τζέρεμι Κόρμπιν, αλλά και να απειληθεί από τους Φιλελεύθερους Δημοκράτες της Τζο Σουίνσον, που είναι ξεκάθαροι στα όσα προτείνουν προς τους ψηφοφόρους στο συγκεκριμένο θέμα.
Αυτός είναι και ο λόγος που ο Κόρμπιν προσπαθεί να ξεφύγει από την δύσκολη θέση, ρίχνοντας το βάρος της παρέμβασής του αλλού: Στις παροχές προς τις ασθενέστερες κοινωνικά ομάδες, στα δικαιώματα και τις αμοιβές των εργαζομένων, στην πράσινη ανάπτυξη, στο Εθνικό Σύστημα Υγείας. Η αλήθεια δε είναι ότι στην υποθετική περίπτωση που οι Εργατικοί κερδίσουν τις εκλογές, σχηματίσουν κυβέρνηση και εφαρμόσουν τις εξαγγελίες του αρχηγού τους (πρέπει να γίνουν και τα τρία για να συμβεί ό,τι αναφέρεται στη συνέχεια), τότε το Ηνωμένο Βασίλειο θα επιστρέψει στην προ Θάτσερ εποχή.
Ή, όπως καταγγέλλει ο αντίπαλός του και πρωθυπουργός, η χώρα θα καταλήξει να είναι ένα... κομμουνιστικό κράτος αντί για ένα προπύργιο της ελεύθερης αγοράς και της ιδιωτικής πρωτοβουλίας.
Αυξήσεις, επιδοτήσεις, παροχές
Έχουμε και λέμε, λοιπόν: Ο Κόρμπιν υποσχέθηκε ήδη να προχωρήσει στην μερική κρατικοποίηση της British Telecom, του βασικού τηλεπικοινωνιακού φορέα, με σκοπό να παρέχει δωρεάν Internet σε όλους τους Βρετανούς. Το επιχείρημά του είναι ότι στην εποχή μας, η ελεύθερη πρόσβαση στο Διαδίκτυο είναι ένα αγαθό εξίσου πολύτιμο αγαθό με το Εθνικό Σύστημα Υγείας – στο οποίο επίσης υπόσχεται να δώσει επιπλέον αρκετά δισ. στερλίνες (26 έναντι 20 που υπόσχονται οι αντίπαλοί του), αλλά και να προχωρήσει σε μαζικές προσλήψεις για να καλύψει τα κενά σε ιατρικό και νοσηλευτικό προσωπικό.
Την περασμένη εβδομάδα, επίσης, ο Κόρμπιν μίλησε στο συνέδριο της Ομοσπονδίας των Εργατικών Συνδικάτων (TUC), όπου δεσμεύτηκε ένα πακέτο μεταρρυθμίσεων σε όλα τα επίπεδα, υπέρ των εργαζομένων: Αύξηση του ελάχιστου ωρομισθίου στις 10 λίρες από το 2020 και από την ηλικία των 16 ετών (σήμερα είναι 8,21 λίρες για τους άνω των 21), απαγόρευση των απλήρωτων υπερωριών, θέσπιση ειδικής θέσης στο υπουργικό συμβούλιο για την προστασία των δικαιωμάτων των εργαζομένων, καθώς και συμμετοχή των εργαζομένων στη διοίκηση των επιχειρήσεων (κατά το πρότυπο της Γερμανίας).
Πολλά ακόμη θα μπορούσαμε να αναφέρουμε εδώ σταχυολογώντας τα όσα λέει προεκλογικά ο Κόρμπιν, σε μια προφανή (και τελευταία) προσπάθεια να αντιστρέψει το δυσμενές κλίμα που υπάρχει στις δημοσκοπήσεις. Εκεί, δηλαδή, όπου και ο Τζόνσον διατηρεί τη μεγάλη διαφορά και οι υποψήφιοι των Φιλελευθέρων απειλούν να «υφαρπάξουν» πολλές έδρες των Εργατικών, προσελκύοντας ψηφοφόρους τους που θέλουν την παραμονή στην ΕΕ και είναι δυσαρεστημένοι με τη (μη) θέση του κόμματός τους.
Ναι μεν, αλλά...
Το ερώτημα που τίθεται, ωστόσο, δεν έχει να κάνει με το πόσα «θα» επιλέξει να πει ο Κόρμπιν μέχρι το τέλος. Έχει να κάνει, κυρίως, με το εάν και κατά πόσο θα πείσει τους Βρετανούς ψηφοφόρους – ή, έστω, ένα σημαντικό τμήμα τους – να μην κάνουν την επιλογή τους μπροστά στην κάλπη με αποκλειστικό κριτήριο την αποχώρηση ή την παραμονή στην ΕΕ. Με άλλα λόγια, να αποφασίσουν πρώρα για το ποια Βρετανία θέλουν και, στη συνέχεια, να κρίνουν εάν αυτή μπορεί να υπάρξει καλύτερα εντός ή εκτός ΕΕ.
Δυστυχώς για τον ίδιο, δεν υπάρχει καμία περίπτωση να μπορέσει να φτιάξει κυβέρνηση η οποία να υπηρετήσει τις παραπάνω εξαγγελίες. Ακόμη και στην απίθανη περίπτωση που οι Εργατικοί λάβουν απόλυτη πλειοψηφία, υπάρχει μια πολύ μεγάλη μερίδα του κόμματος η οποία ουδόλως συμφωνεί με τις συγκεκριμένες θέσεις του Κόρμπιν και είναι βέβαιο ότι θα τον μπλοκάρει.
Κι αυτό είναι κάτι που το γνωρίζει και αυτός και οι ψηφοφόροι.