Μέσα σε λιγότερο από ένα μήνα και πριν καν αναλάβει επίσημα τη γερμανική καγκελαρία, ο Φρίντριχ Μερτς έσπασε τρία ταμπού της γερμανικής πολιτικής όσον αφορά την άμυνα: Είπε ότι η Ευρώπη πρέπει να αυτονομηθεί από τις Ηνωμένες Πολιτείες «βήμα προς βήμα», «έκλεισε το μάτι» στη γαλλική και βρετανική πυρηνική αποτροπή και υπαναχώρησε από την κόκκινη γραμμή για το όριο του χρέους, προαναγγέλλοντας ένα πακέτο επενδύσεων δισεκατομμυρίων ευρώ για την άμυνα και τις υποδομές.
Παρότι το ζήτημα της άμυνας ελάχιστα είχε απασχολήσει τη Γερμανία κατά την προεκλογική περίοδο, όταν ο Μερτς ανακοίνωσε τις προτεραιότητές του για οποιαδήποτε πιθανή κυβέρνηση συνασπισμού την επομένη των εκλογών, η αμυντική πολιτική είχε ανέβει πρώτη στη λίστα του.
Οι μελλοντικοί εταίροι του «μεγάλου συνασπισμού», προτού καν καταλήξουν στους όρους για τον σχηματισμό της κυβέρνησης, την περασμένη εβδομάδα κατέληξαν σε συμφωνία επί του σχεδίου ενίσχυσης της γερμανικής άμυνας, επιβεβαιώνοντας ότι αυτή είναι η απόλυτη προτεραιότητα, πέρα από οποιαδήποτε διαφορά μεταξύ CDU/CSU και SPD. «Θέλω να το πω όσο πιο ξεκάθαρα γίνεται: δεδομένων των απειλών για την ελευθερία και την ειρήνη στην ήπειρό μας από εδώ και στο εξής το σύνθημα για την άμυνα μας είναι το 'whatever it takes» δήλωσε, μετά τη συμφωνία, ο Φρίντριχ Μερτς, ανακαλώντας τη περίφημη φράση του Μάριο Ντράγκι, κατά την διάρκεια της παγκόσμιας χρηματοπιστωτικής κρίσης, τότε που ως πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας δεσμεύτηκε να κάνει οτιδήποτε χρειαστεί για να προστατέψει το ευρώ.
Η πολιτική ασφάλειας έχει εξελιχθεί πλέον στην πιο επείγουσα πρόκληση προς αντιμετώπιση για τη Γερμανία και την Ευρώη. Καθώς βρίσκονται πλέον σε εξέλιξη στο Βερολίνο η επίσημη διαπραγμάτευση για μία συγκυβέρνηση Χριστιανοδημοκρατών/Χριστιανοκοινωνιστών (CDU/CSU) και Σοσιαλδημοκρατών (SPD), οι συζητήσεις για τις κατευθύνσεις της πολιτικής ασφάλειας και άμυνας της οικονομικά ισχυρότερης χώρας της Ευρώπης είναι κυρίαρχες.
Η γερμανική Μπούντεσβερ είναι ο δεύτερος μεγαλύτερος στρατός στην Ευρώπη, με περίπου 185.000 στρατιώτες. Παρά το μέγεθός της, υποφέρει εδώ και δεκαετίες από ελλιπή χρηματοδότηση. Όταν η Ρωσία εισέβαλε στην Ουκρανία, πριν από τρία χρόνια, ο επιθεωρητής του στρατού είχε σχολιάσει ότι η Μπούντεσβερ ήταν «λίγο-πολύ γυμνή». Οι εμπειρογνώμονες συμφωνούν ότι απαιτούνται σημαντικές επενδύσεις όχι μόνο για εξοπλισμό, αλλά και για εκπαίδευση και την πρόσληψη προσωπικού.
Ενώπιον αυτής της κατάστασης, ο απερχόμενος καγκελάριος Όλαφ Σολτς εισήγαγε ένα ειδικό ταμείο 100 δισεκατομμυρίων ευρώ, προκειμένου να χρησιμοποιηθεί για την απόκτηση εξοπλισμού, συμπεριλαμβανομένων αμερικανικών αεροσκαφών F-35 και ελικοπτέρων. Κατόπιν τούτου η Γερμανία κατάφερε το 2024 να φτάσει στον στόχο του NATO για δαπάνες άμυνας στο 2% του ΑΕΠ. Το ταμείο αυτό ωστόσο έχει εξαντληθεί, καθιστώντας αναγκαία τη διάθεση νέων πόρων.
Το πρόβλημα όμως για τις μελλοντικές κυβερνήσεις ήταν το πώς θα επιτευχθεί αυτή η αύξηση των δαπανών εντός των δημοσιονομικών περιορισμών της Γερμανίας. Το άρθρο 115 του Συντάγματος ορίζει ότι ο δανεισμός της κυβέρνησης δεν επιτρέπεται να υπερβαίνει το 0,35% του Ακαθάριστου Εθνικού Προϊόντος (ΑΕΠ). Πρόκειται για το περιώνυμο «φρένο χρέους». Ο κανόνας αυτός έχει περιορίσει σημαντικά την ικανότητα των γερμανικών κυβερνήσεων να δανείζονται χρήματα για να χρηματοδοτήσουν οτιδήποτε, γεγονός που σημαίνει ότι οποιαδήποτε αύξηση των αμυντικών δαπανών έπρεπε να χρηματοδοτηθεί μέσω αυξήσεων φόρων ή περικοπών στον προϋπολογισμό σε άλλους τομείς. Αυτό εξηγεί γιατί το χρέος της Γερμανίας είναι χαμηλότερο από αυτό των Ευρωπαίων εταίρων της, αλλά είχε ως συνέπεια να βρεθεί η Μπούντεσβερ «γυμνή» όταν επανεμαφανίστηκαν σύννεφα του πολέμου στην Ευρώπη.
Φαίνεται όμως ότι η επερχόμενη κυβέρνηση συνασπισμού της Χριστιανικής Ένωσης με τους Σοσιαλδημοκράτες βρήκε τον τρόπο να ξεπεράσει το εμπόδιο του «φρένου χρέους», και μάλιστα σε χρόνο ρεκόρ. Παρά το γεγονός ότι ο συνασπισμός δεν έχει ακόμη συγκροτηθεί επίσημα -οι δύο πλευρές βρίσκονται ακόμη σε στάδιο διερευνητικών επαφών, ούτε καν διαπραγματεύσεων- οι εκπρόσωποί τους ανακοίνωσαν την περασμένη Τρίτη μία συμφωνία που αποτελεί καμπή στη δημοσιονομική πολιτική και μάλλον κανένας πριν από λίγες εβδομάδες θα φανταζόταν ότι θα μπορούσε να επιτευχθεί.
Αρχικά, όλες οι γερμανικές αμυντικές δαπάνες άνω του 1% του ΑΕΠ θα εξαιρεθούν από το «φρένο χρέους». Αν, για παράδειγμα, το ΝΑΤΟ αποφασίσει να αυξήσει τις αμυντικές δαπάνες στο 3%, τότε το 3%-1%, δηλαδή το 2% του ΑΕΠ θα εξαιρεθεί. Στη Γερμανία κάθε μονάδα (1%) του ΑΕΠ αντιστοιχεί χονδρικά σε 44 δισεκατομμύρια ευρώ με τα σημερινά δεδομένα. Αυτό θα δώσει στην επόμενη κυβέρνηση το περιθώριο να αυξήσει τις δαπάνες στο επίπεδο που η ίδια θεωρεί ότι χρειάζεται χωρίς περιορισμούς, «ακόμη κι αν ο προϋπολογισμός χρειαστεί να τριπλασιαστεί σε σύγκριση με σήμερα», όπως επισημαίνει η Süddeutsche Zeitung. Οι υποψήφιοι εταίροι του συνασπισμού ανακοίνωσαν επίσης ότι θα προχωρήσουν σε νομοθετική ρύθμιση ώστε η αμυντική χρηματοδότηση να δαπανάται αποτελεσματικά και όσο το δυνατόν ταχύτερα, και θα καταρτίσουν έναν κατάλογο προτεραιοτήτων για εξοπλισμό που θα πρέπει να προμηθεύονται γρήγορα.
Δεύτερον, η Γερμανία θα δαπανήσει 500 δισ. ευρώ τα επόμενα δέκα χρόνια, προκειμένου να προβεί στις απαραίτητες δαπάνες για τις απαρχαιωμένες υποδομές. Οι δαπάνες αυτές δεν σχετίζονται μεν άμεσα με την άμυνα, αλλά λόγω της γεωγραφικής της θέσης και του ρόλου της στο πλαίσιο του ΝΑΤΟ ως κόμβου εφοδιασμού, οι υποδομές της Γερμανίας διαδραματίζουν υπέρμετρο ρόλο για τη μεταφορά και τη συγκέντρωση συμμαχικών στρατευμάτων και εξοπλισμού.
Για να περάσει όμως το σχέδιο, θα πρέπει να τροποποιηθεί το Σύνταγμα και για να γίνει αυτό απαιτούνται οι ψήφοι των δύο τρίτων της Μπούντεσταγκ. Στη νέα Βουλή όμως, όπως προέκυψε από τις εκλογές της 28ης Φεβρουαρίου, τα κεντρώα κόμματα -το CDU/CSU, το SPD και οι Πράσινοι- δεν εξασφαλίζουν τα δύο τρίτα των εδρών (συγκεντρώνουν 413 ψήφους, ενώ απαιτούνται 420 επί συνόλου 630). Ο Μερτς επιδίδεται τώρα σε έναν αγώνα δρόμου προκειμένου η μεταρρύθμιση να ψηφιστεί από την απερχόμενη Βουλή, με το αποφασιστικό «ναι» των Πρασίνων, πριν από τη λήξη της θητείας της στις 24 Μαρτίου, φόρμουλα η οποία έχει προκαλέσει αντιδράσεις.
Παράλληλα με την κατάργηση του ορίου δανεισμού με στόχο την αύξηση των δαπανών για την άμυνα, ο Μερτς σπάει ένα ακόμη ταμπού της γερμανικής γεωπολιτικής σκέψης, εκείνο της πυρηνικής αποτροπής. Είναι διατεθειμένος να συζητήσει κοινές ευρωπαϊκές επιλογές, την ώρα ακριβώς που ο Εμανουέλ Μακρόν, με τον οποίο βρίσκεται σε επαφή, ανοίγει στρατηγικό διάλογο για να απλώσει τη γαλλική πυρηνική «ομπρέλα» στους Ευρωπαίους συμμάχους.
Φαίνεται ότι το σοκ στο Βερολίνο από την απομάκρυνση του πιο κρίσιμου στρατιωτικού συμμάχου είναι τόσο μεγάλο που ο Μερτς, ένας σταθερός ατλαντιστής και επικεφαλής του πιο ατλαντιστικού κόμματος της Γερμανίας, μετεξελίχτηκε εν μία νυκτί σε ένθερμο ευρωπαϊστή. «Για εμένα, η απόλυτη προτεραιότητα θα είναι η ενίσχυση της Ευρώπης όσο το δυνατόν γρηγορότερα, ώστε, βήμα προς βήμα, να επιτύχουμε πραγματικά την ανεξαρτησία από τις Ηνωμένες Πολιτείες» δήλωσε το βράδυ των εκλογών στη συζήτηση των πολιτικών αρχηγών σε μία τοποθέτηση που προκάλεσε αίσθηση.
Συνέχισε συγκρίνοντας επίσης την ωμή παρέμβαση του Ίλον Μασκ στις γερμανικές εκλογές υπέρ της ακροδεξιάς Εναλλακτικής για τη Γερμανία (AfD) με την παρέμβαση της Ρωσίας στις ευρωπαϊκές εκλογές. Οι δηλώσεις του Μερτς έγιναν πριν οι ΗΠΑ διακόψουν τη στήριξή τους στην Ουκρανία και πριν ο Τζέι Ντι Βανς αποκαλέσει τις μεγαλύτερες στρατιωτικές δυνάμεις της Ευρώπης «τυχαίες χώρες που δεν έχουν κάνει πόλεμο εδώ και 20 ή 30 χρόνια». Υποστήριξε ακόμη ότι μετά τις τελευταίες δηλώσεις του Ντόναλντ Τραμπ την περασμένη εβδομάδα, είναι σαφές ότι οι Αμερικανοί -τουλάχιστον αυτή η κυβέρνηση- αδιαφορούν σε μεγάλο βαθμό για την τύχη της Ευρώπης, τονίζοντας μάλιστα ότι δεν πίστευε ποτέ ότι θα μπορούσε να πει κάτι τέτοιο σε μια τηλεοπτική εκπομπή. Και δεν είναι η αδιαφορία του Τραμπ για την ευρωπαϊκή άμυνα το μοναδικό θέμα που απασχολεί τον επόμενο καγκελάριο. Η Γερμανία, ως η μεγαλύτερη εξαγωγική δύναμη της Ευρώπης, θα πληρώσει πιο ακριβά από όλα τα ευρωπαϊκά κράτη τους εμπορικούς δασμούς του Τραμπ, οι οποίοι θα πλήξουν περαιτέρω την ήδη στάσιμη οικονομία της.