Του Δρος Ζήνωνα Τζιάρρα*
Η αξιολόγηση μιας στρατιωτικής επιχείρησης ή ενός πολιτικού-διπλωματικού εγχειρήματος ως προς την επιτυχία ή την αποτυχία τους, είναι σχετικά μια εύκολη υπόθεση εάν οι στόχοι (ή αντικειμενικοί σκοποί) είναι ξεκάθαροι και προσδιορισμένοι. Όταν εξετάζουμε την Τουρκία, σκοπός δεν είναι υπερβάλουμε τη δύναμη ή την επιτυχία της αλλά ούτε και να την υποβαθμίσουμε. Επίσης, πρέπει η ανάλυσή μας να λάβει υπόψη διάφορα επίπεδα, π.χ. το (υψηλό) στρατηγικό και το τακτικό. Με άλλα λόγια, το ζητούμενο είναι να δούμε την πραγματικότητα όσο αντικειμενικά γίνεται – και όσο αντικειμενικά μας επιτρέπουν οι (διασταυρωμένες) πληροφορίες για το τι συμβαίνει. Άρα, η απάντηση στο αν η Τουρκία «χάνει ή κερδίζει» στην Συρία δεν μπορεί να είναι ένα απλό «χάνει» ή «κερδίζει». Τα πιο πάνω θα προσπαθήσω να εξετάσω στην περιορισμένη έκταση αυτού του άρθρου.
Η αποτυχία
Αν πάρουμε τα πράγματα από την αρχή του συριακού πολέμου και εξετάσουμε την τουρκική πολιτική, θα δούμε ότι στο δεύτερο μισό του 2011 η Άγκυρα έθεσε ως στόχο την ανατροπή του καθεστώτος Μπασάρ αλ Άσαντ, και προς αυτή την κατεύθυνση υποστήριξε ποικιλοτρόπως διάφορες αντικαθεστωτικές ομάδες. Ήτανε περίπου την ίδια περίοδο που στην Τουρκία ξεκίνησαν να εκπονούν σχέδια επέμβασης στην Συρία, κάτι που όμως δεν ήτανε ακόμα εφικτό για διάφορους εσωτερικούς και εξωτερικούς λόγους.
Σήμερα, οκτώ χρόνια μετά, ο στόχος αυτός δεν εγκαταλείφθηκε επισήμως αλλά ούτε επιδιώκεται εμπράκτως. Δεν είναι καν ρεαλιστικό να θεωρεί πλέον κανείς ότι ο Άσαντ μπορεί να ανατραπεί. Ακόμα και αν ο Άσαντ αποχωρήσει από μόνος του ή μετά από μια εκλογική διαδικασία στο πλαίσιο μιας νέας συνταγματικής τάξης και διευθέτησης του Συριακού, δεν θα μπορούμε να μιλάμε για την επίτευξη του τουρκικού στόχου καθώς η ανατροπή του Άσαντ ήτανε μόνο το ένα κομμάτι της τουρκικής πολιτικής. Το άλλο ήτανε η αντικατάστασή του από μια φιλο-τουρκική κυβέρνηση με τη συμμετοχή της συριακής Μουσουλμανικής Αδελφότητας.
Αντίθετα με το τι ήθελε η Άγκυρα τότε, σήμερα συζητά με την συριακή κυβέρνηση με την βοήθεια και της Μόσχας για το τι μέλλει γενέσθαι. Και αυτή ήτανε μια αναπόφευκτη εξέλιξη από τη στιγμή που η Ρωσία έγινε ο ρυθμιστής του Συριακού και περίπου ο εγγυητής της νέας τάξης πραγμάτων. Με λίγα λόγια, η Τουρκία απέτυχε να επιτύχει την ανατροπή και αντικατάσταση του Άσαντ.
Ένας άλλος στόχος της Τουρκίας του Ερντογάν, είναι η αναθεώρηση της γεωπολιτικής τάξης που επέφερε η Συνθήκη της Λωζάνης και, κατ' επέκταση, η διεύρυνση της τουρκικής επιρροής και του τουρκικού ελέγχου (αν είναι δυνατόν και των εδαφών) στις περιοχές του «Εθνικού Συμβολαίου» που εκτείνονται από το Κιρκούκ και τη Μοσούλη του Ιράκ, μέχρι το Χαλέπι της Συρίας, την Ανατολική Μεσόγειο, τα Βαλκάνια και τη Μαύρη Θάλασσα. Εξού και η αντίληψη περί «Μεγάλης Τουρκίας» αλλά και το δόγμα της λεγόμενης «Γαλάζιας Πατρίδας».
Η παρανόηση που υπάρχει συχνά σε ό,τι αφορά το εν λόγω όραμα του Ερντογάν, είναι ότι, για παράδειγμα, η Μεγάλη Τουρκία συνεπάγεται κατ' ανάγκη εδαφική επέκταση. Αυτό είναι μια υπερβολική ερμηνεία της τουρκικής προσέγγισης. Μπορεί να περιλαμβάνει και εδαφική επέκταση αλλά εδράζεται περισσότερο σε άλλα είδη αναθεωρητισμού. Αυτά μπορεί να περιλαμβάνουν διασυνοριακές εξαρτήσεις, δημογραφικές αλλαγές, έλεγχο διοικητικών και οικονομικών δομών μέσω εθνοτικών ή θρησκευτικών αντιπροσώπων, απόκτηση ρόλου σε πολιτικές διεργασίες ή αποφάσεις μέσω μειονοτήτων, καθώς και συμφωνίες επαναπροσδιορισμού συνόρων ή θαλάσσιων ζωνών ή (συν)εκμετάλλευσης φυσικών πόρων.
Συνεπώς, αν θεωρήσουμε ότι ένας από τους στόχους του Ερντογάν ήταν η επέκταση των τουρκικών εδαφών στην Συρία σύμφωνα με τα όρια του «Εθνικού Συμβολαίου» τότε μπορούμε να πούμε εύκολα ότι υπήρξε κάποια «πρόοδος» αλλά όχι επιτυχία, διότι δεν έχει φτάσει μέχρι εκεί που θα ήθελε ενώ αυτά τα εδάφη αποτελούν ακόμα αντικείμενο διαπραγμάτευσης με την Συρία και τη Ρωσία.
Η επιτυχία
Αν όμως αντιληφθούμε την Μεγάλη Τουρκία με την πιο ευρεία έννοια του αναθεωρητισμού, όπως ορίστηκε πιο πάνω, και λάβουμε υπόψη το πώς η Τουρκία άλλαξε το status quo στις περιοχές που κατέλαβε με την επιχείρηση «Ασπίδα του Ευφράτη» και «Κλάδος Ελαίας» (δυτικά του Ευφράτη), τότε τα πράγματα αλλάζουν. Η Τουρκία έχει κτίσει σχολεία, νοσοκομεία, πανεπιστήμια, βιομηχανικές πόλεις όπου δουλεύουν Σύροι, στρατιωτικές βάσεις, έχει δημιουργήσει διοικητικές δομές τις οποίες στελέχωσε με δικά της άτομα από διάφορες εθνοτικές και θρησκευτικές κοινότητες, και έχει επανεγκαταστήσει από την Τουρκία περίπου 400 χιλιάδες Σύρους (αντικαθεστωτικούς) πρόσφυγες αλλοιώνοντας την δημογραφική σύνθεση της περιοχής. Ακόμα και αν η Τουρκία αποχωρούσε από αυτά τα εδάφη οι εξαρτήσεις των εν λόγω περιοχών και η επιρροή της Άγκυρας θα παρέμεναν.
Αν δούμε τις περιοχές ανατολικά του Ευφράτη, όπου εξελίχθηκε η επιχείρηση «Πηγή Ειρήνης», τα πράγματα είναι πιο δύσκολα. Από το 2016 λέγαμε ότι η Τουρκία δεν μπορεί να μπει σε αυτές τις περιοχές χωρίς την ανοχή των μεγάλων δυνάμεων. Αυτό είναι πλέον ξεκάθαρο. Αν θέλουμε να αξιολογήσουμε την επιτυχία της Τουρκίας με βάση αυτά που έλεγε ο Ερντογάν ότι επεδίωκε, δηλαδή μια ζώνη μήκους 360 χιλιομέτρων και 40 χιλιομέτρων πλάτους, σίγουρα θα καταλήξουμε στο ότι η επιχείρηση δεν πέτυχε τους στόχους της. Ωστόσο πρέπει να δούμε λίγο πιο προσεκτικά τα πράγματα.
Πέρα από την φιλοδοξία του εδαφικού επεκτατισμού ή του αναθεωρητισμού, η Τουρκία έχει άλλους στόχους που ιεραρχούνται πολύ ψηλότερα. Ο σημαντικότερος από αυτούς σε ό,τι αφορά στην τουρκική εθνική ασφάλεια είναι η αποτροπή δημιουργίας ενός συριακού Κουρδιστάν, η καταπολέμηση του PKK-YPG, και κατ' ελάχιστον η βεβαίωση ότι οι Κούρδοι δεν ελέγχουν εδάφη στην τουρκο-συριακή μεθόριο που θα μπορούν δυνητικά να αυτονομηθούν.
Η καταπολέμηση του PKK και του YPG είναι συνεχόμενη. Μην ξεχνάμε ότι η Τουρκία έκανε πολύ μεγαλύτερες επιχειρήσεις την δεκαετία του 1990 τόσο εντός Τουρκίας όσο και στο Ιράκ. Και τότε τις έκανε με τον τουρκικό στρατό, όχι με Σύρους ή Ιρακινούς αντικαθεστωτικούς. Η δημιουργία ενός συριακού Κουρδιστάν δεν είναι πλέον βέβαιη καθώς οι Κούρδοι έχουν ήδη ξεκινήσει να επιστρέφουν εδάφη στη συριακή κυβέρνηση. Ακόμα όμως και αν υπάρξει κάποια κουρδική αυτονόμηση εντός Συρίας σίγουρα δεν θα είναι ανεξαρτητοποίηση, αλλά περισσότερο στα πρότυπα του ιρακινού Κουρδιστάν. Σημαντικό είναι το γεγονός ότι η συριακή κυβέρνηση επιστρέφει ή επεκτείνει την παρουσία της, μετά από τη συμφωνία με τους Κούρδους, σε εδάφη που βρίσκονται στην μεθόριο με την Τουρκία (π.χ. Κομπανί και Καμισλί), δυτικά και ανατολικά της ζώνης που δημιουργεί η Τουρκία στα ανατολικά του Ευφράτη. Το νέο status quo που διαμορφώνεται θυμίζει έντονα μια νέα Συμφωνία Αδάνων (1998).
Άρα, η μείωση των εδαφών ενός πιθανού Κουρδιστάν αφενός, και η ακύρωση του κουρδικού ελέγχου επί των συνοριακών αστικών κέντρων αφετέρου εξυπηρετεί τους στόχους της Άγκυρας. Αποτελεί μεν συμβιβασμό, αν λάβουμε ως δεδομένο ότι η Άγκυρα θα ήθελε να ελέγξει ολόκληρη την μεθόριο, αλλά έναν συμβιβασμό που κατευνάζει προς το παρόν τουλάχιστον τις βασικές της ανησυχίες ασφάλειας. Ενώ παράλληλα εκκρεμούν οι προσπάθειές της για δημιουργία «ζώνης ασφαλείας» στον άξονα Ταλ Αμπυάντ-Ρας αλ Αΐν, 120 χιλιόμετρων μήκους και περίπου 20-30 χιλιομέτρων πλάτους – μετά τα 10 περίπου χιλιόμετρα πλάτους το έδαφος είναι σχεδόν ερημικό μέχρι και τον αυτοκινητόδρομο Μ4.
Με βάση την ίδια λογική, η εκεχειρία που φαίνεται να συμφωνήθηκε μεταξύ Ερντογάν και Μάικ Πενς το βράδυ της 17ης Οκτωβρίου, εξυπηρετεί τους στόχους της Τουρκίας εφόσον προνοεί την απομάκρυνση του YPG από το τουρκο-συριακό σύνορο και την de facto δημιουργία μιας «ζώνης ασφαλείας» αλλά αυτή την φορά αναίμακτα. Το αποτέλεσμα της εκεχειρίας ουσιαστικά δεν είναι τίποτε άλλο από αυτό που ζητούσε ο Ερντογάν από τις ΗΠΑ εδώ και τόσα χρόνια. Μπορεί όντως αυτή η απόφαση να λήφθηκε υπό την απειλή νέων αμερικανικών κυρώσεων, αλλά αυτό δεν αλλάζει την αξία της για την τουρκική πολιτική και ασφάλεια. Για το κατά πόσο οι πρόνοιες της εκεχειρίας θα εφαρμοστούν ή το αν αυτή θα διαρκέσει, θα πρέπει να περιμένουμε και να δούμε.
Υπό το πρίσμα των πιο πάνω ο μόνος στόχος της Άγκυρας που απ' ότι φαίνεται δεν επιτυγχάνεται πλήρως είναι η αποτροπή δημιουργίας Κουρδιστάν. Εδώ όμως πρέπει να θυμίσουμε ότι η Τουρκία είχε την ίδια στάση και για το ιρακινό Κουρδιστάν, ιδιαίτερα μετά τον πόλεμο του 2003 στο Ιράκ. Πλέον η Τουρκία και το Ιρακινό Κουρδιστάν είναι πολύ στενοί εμπορικοί και ενεργειακοί εταίροι, τουλάχιστον. Και αυτό βέβαια έγκειται στην επικράτηση του Κουρδικού Δημοκρατικού Κόμματος (KDP) στο Ιρακινό Κουρδιστάν το οποίο ιδεολογικά δεν έχει σχέση με το PKK.
Συνεπώς, το μελλοντικό στοίχημα της Τουρκίας δεν είναι κατ' ανάγκη η ακύρωση ενός Συριακού Κουρδιστάν, αλλά η βεβαίωση ότι αυτό δεν θα διοικείται από το PYD-YPG, και ότι θα επικρατήσουν πιο μετριοπαθείς κουρδικές δυνάμεις, συγγενικές του ιρακινο-κουρδικού KDP. Αυτός είναι και στόχος των Αμερικανών, αλλά και του Άσαντ θα μπορούσαμε να πούμε. Επικράτηση συγγενικών δυνάμεων του ιρακινο-κουρδικού PUK θα σήμαινε περισσότερη ιρανική επιρροή. Υπό αυτές τις προϋποθέσεις, σε 10 χρόνια το ομόσπονδο Συριακό Κουρδιστάν θα μπορούσε να ήτανε κάλλιστα ένας εμπορικός εταίρος της Τουρκίας.
Κερδισμένη ή όχι;
Είναι λοιπόν κερδισμένη η Τουρκία στην Συρία ή όχι; Δεδομένου ότι ο πόλεμος ακόμα καλά κρατεί και ότι το διπλωματικό παιχνίδι για τη συνολική διευθέτηση του ζητήματος είναι ακόμα στην αρχή, μια απόλυτη απάντηση επί τη βάσει μιας συνολική και ολοκληρωμένης αξιολόγησης δεν είναι ακόμα δυνατή. Ωστόσο, με βάση τα μέχρι στιγμής δεδομένα η Τουρκία, παρά τις αποτυχίες σε στρατηγικό επίπεδο και τους συμβιβασμούς σε τακτικό και ενδεχομένως μελλοντικά και στρατηγικό επίπεδο, βρίσκεται σε πιο πλεονεκτική θέση απ' ότι πριν τρία με τέσσερα χρόνια. Τότε βρισκότανε ενώπιον μιας τεράστιας κουρδικής απειλής η οποία πλέον έχει τουλάχιστον μετριαστεί σε πολύ μεγάλο βαθμό.
Επιπλέον, ποιος βγαίνει από ένα πόλεμο με έμμεσο ή άμεσο έλεγχο περισσότερων εδαφών και είναι χαμένος; Ακόμα και αν η Τουρκία χρειαστεί να αντιμετωπίσει στο εγγύς μέλλον ένα πολυμέτωπο κουρδικό αντάρτικο από την Αζάζ μέχρι το Ρας αλ Αΐν, αυτό θα λαμβάνει χώρα κυρίως εντός συριακών εδαφών, εφόσον το PKK εντός Τουρκίας είναι αρκετά αποδυναμωμένο από το 2015. Επίσης, η τριβή και το κόστος που θα προκαλεί το αντάρτικο δεν θα έχει τόσο μεγάλο αντίκτυπο στην ίδια την Τουρκία, εφόσον οι περισσότερες δυνάμεις στις ζώνες που δημιούργησε η Άγκυρα αποτελούνται από Σύρους αντικαθεστωτικούς που συμμετέχουν στα διάφορα παρακλάδια του FSA (Ελεύθερου Συριακού Στρατού). Αυτό σημαίνει «σφραγίζω» τα σύνορά μου.
Αυτή τη στιγμή οι αστάθμητοι παράγοντες είναι ο Ερντογάν και οι Κούρδοι του YPG. Από τη μια παραμένει το ερώτημα για το αν το YPG θα αποχωρήσει όντως από τα σύνορα. Από την άλλη, αν ο Ερντογάν συνεχίσει να προκαλεί την ανοχή των ΗΠΑ ή και της Ρωσίας, μη σεβόμενος τα όρια τα οποία του έχουν τεθεί, κινδυνεύει να βρεθεί ενώπιον ισχυρών πιέσεων που μπορεί να εκφραστούν σε οικονομικό, πολιτικό αλλά και στρατιωτικό επίπεδο. Άρα το ερώτημα είναι, το κατά πόσον οι βασικοί δρώντες του πολέμου (Ρωσία, ΗΠΑ, Συρία, Τουρκία, Ιράν) έχουν μια λίγο-πολύ κοινή αντίληψη για το που πηγαίνουν τα πράγματα. Μέχρι στιγμής αυτό φαίνεται. Αν αυτή η εικόνα ανατραπεί, τότε το Συριακό αλλά και η Τουρκία θα εισέλθουν σε μια νέα φάση αστάθειας.
* Ο Δρ Ζήνωνας Τζιάρρας είναι Διεθνολόγος-Ερευνητής, PRIOCyprusCentre και συνιδρυτής του geopoliticalcyprus.org.
Φωτογραφία: AP