Των Κώστα Υφαντή και Μίλτου Σαρηγιαννίδη*
Είναι δεδομένο, πως η συμφωνία οριοθέτησης θαλάσσιων ζωνών με την Ιταλία τερματίζει την αδράνεια της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής. Ειδικότερα, σηματοδοτεί το τέλος των αμφιταλαντεύσεων, των δισταγμών, των φόβων και κυρίως το τέλος μιας πολιτικής κουλτούρας, όπου το εσωτερικό πολιτικό κόστος κυριαρχούσε επί του εθνικού συμφέροντος και η μικροπολιτική οπτική υπονόμευε την στρατηγική θέαση.
Αναμφίβολα, η τουρκική ρητορική θα παραμείνει στα ίδια τοξικά μοτίβα και θα μας υπενθυμίζει αμέσως ή εμμέσως το casus belli. Θα συνεχίσει να απειλεί, και αν δεν υπάρξει κάποια δραματική εξέλιξη ή δυναμική παρέμβαση εκείνων που έχουν την ισχύ και τα κίνητρα να παρέμβουν, οι εξαγγελίες της για de facto παραβίαση των ελληνικών κυριαρχικών δικαιωμάτων κατά το πρότυπο που ακολούθησε στην Κύπρο θα προκαλέσουν ανάφλεξη.
Το πιο σημαντικό πρόβλημα είναι η τρέχουσα αντίληψη που διαμορφώνουν οι ομάδες που παίρνουν στρατηγικές αποφάσεις στην Άγκυρα για την κατάρρευση της ισορροπίας ισχύος μεταξύ μας. Η χώρα δεν έχει την πολυτέλεια να χαλαρώσει ούτε λεπτό. Η διαπραγματευτική συνέχεια με την Αίγυπτο θα είναι πολλαπλάσια δύσκολη αλλά η ολοκλήρωση της οριοθέτησης με την Ιταλία δείχνει εκτός των άλλων ότι το δίλημμα δεν είναι να κερδίσουμε τώρα τα πάντα αλλά να μην αναγκαστούμε να διαπραγματευτούμε τα πάντα με την Τουρκία. Ασφαλώς και μπορούμε να τα καταφέρουμε, αρκεί να μην χάνουμε από τα μάτια μας το πραγματικό διακύβευμα.
Η προσπάθεια -της οποίας ο πρώτος καρπός είναι η συμφωνία με την Ρώμη- ξεκίνησε συστηματικά στα μέσα της προηγούμενης δεκαετίας με ένα ολοκληρωμένο σχέδιο για οριοθέτηση με όλες τις χώρες στη γειτονιά μας. Δυστυχώς, λόγω εσωτερικών δυσκολιών αλλά και των δραματικών εξελίξεων στην ευρύτερη περιοχή (βλ. «Αραβική Άνοιξη») χρειάστηκαν δεκαπέντε χρόνια για να αρχίσουν τα αποτελέσματά της να αποτυπώνονται στον χάρτη.
Σχετικά με τις νομικές διαστάσεις και λεπτομέρειες της συμφωνίας : Η Αθήνα, σωστά κατά τη γνώμη μας, προχώρησε πρώτα στην οριοθέτηση ΑΟΖ, η οποία αποτελεί και έμμεση ανακήρυξή της, κεφαλαιοποιώντας την αξία των διμερών διαπραγματεύσεων με καλή πίστη και την αρχή της καλής γειτονίας. Με άλλα λόγια, η συμφωνία είναι ουσιαστικά και ανακήρυξη, που τυπικά μπορεί να υλοποιηθεί με δήλωσή μας κατά την κατάθεση ή δημοσίευση των γεωγραφικών συντεταγμένων στη Γραμματεία των Ηνωμένων Εθνών. Παρά το γεγονός ότι η Σύμβαση για το Δίκαιο της Θάλασσας προβλέπει τη δυνατότητα της μονομερούς ανακήρυξης ΑΟΖ, εμείς ευφυώς θα την ανακηρύξουμε τυπικά στη βάση της πρωθύστερης συμφωνίας οριοθέτησης. Επί της ουσίας, την Τρίτη 9 Ιουνίου 2020 αποφασίσαμε ότι έχουμε ΑΟΖ και η θάλασσα στα δυτικά μας δεν ανήκει μόνο στα ψάρια της!
Τα κυριαρχικά δικαιώματα
Ένα ακόμη σχόλιο για την συμφωνία. Κατά την ταπεινή μας άποψη δεν δικαιολογείται γκρίνια για την αναγνώριση αλιευτικών δικαιωμάτων στους Iταλούς ψαράδες. Πρώτον, γιατί μέχρι σήμερα δεν χρειάζονταν την άδεια μας για να ψαρεύουν έξω από τα 6νμ, αφού βρίσκονταν σε διεθνή ύδατα και έκαναν ότι ήθελαν, διαμορφώνοντας έτσι μια ασύδοτη πρακτική. Τουλάχιστον, τώρα αναγνωρίζονται τα ελληνικά κυριαρχικά δικαιώματα και στο μέλλον και η ελληνική κυριαρχία (όταν επεκτείνουμε τα χωρικά μας ύδατα στα 12 νμ). Ως αντάλλαγμα παίρνουν τη συμφωνία να συνεχίσουν να ψαρεύουν με συγκεκριμένους όρους και περιορισμούς.
Με λίγα λόγια, η κατάσταση τώρα είναι ουσιαστικά και συμβολικά καλύτερη για την Ελλάδα. Εκτός κι αν ορισμένοι θεωρούν ότι λύση θα ήταν επεκτείνουμε πρώτα τα χωρικά ύδατά μας στα 12 νμ και μετά να αρχίσει το λιμενικό να κυνηγά τους Ιταλούς ψαράδες στο Ιόνιο· γεγονός που φυσικά δεν θα επέτρεπε τη σύναψη συμφωνίας οριοθέτησης ΑΟΖ με τη Ρώμη. Άλλη μία επιλογή θα ήταν να προσφέρουμε στους Ιταλούς μια εμπορική συμφωνία. Ωστόσο, για ποιο λόγο να δεχθούν κάτι που εύκολα μπορεί να καταγγελθεί στο μέλλον; Επιπλέον, μια ενδεχόμενη εμπορική συμφωνία θα μας έφερνε αντιμέτωπους με ανάλογες απαιτήσεις άλλων κρατών με αλιευτικούς στόλους στη Μεσόγειο.
Τέλος, λίγα λόγια για τις επιφυλάξεις κάποιων, πως η Συμφωνία οριοθέτησης της υφαλοκρηπίδας του 1977 που καθορίζει σήμερα και τα όρια της ΑΟΖ των δύο χωρών δεν είναι ιδανική. Θεωρούμε, ότι και σε αυτή την περίπτωση δεν δικαιολογείται η γκρίνια, πολύ δε περισσότερο ο καταγγελτικός λόγος. Πρώτον, ποτέ μέχρι τώρα δεν είχαμε θέσει ζήτημα αναθεώρησης της συγκεκριμένης συμφωνίας. Ευτυχώς!
Επειδή λοιπόν για την οριοθέτηση ζώνης, όπου ασκούνται αποκλειστικά κυριαρχικά δικαιώματα (βλ. υφαλοκρηπίδα) υπάρχει ήδη νομικό κεκτημένο σχεδόν μισού αιώνα, πως είναι δυνατόν να μην το δεχθούμε και για την οριοθέτηση περιοχών άσκησης άλλων δικαιωμάτων όπως η ΑΟΖ. Άλλωστε, κάτι τέτοιο είναι σύμφωνο με τη διεθνή πρακτική, αφού η οριοθέτηση μιας ΑΟΖ ακολουθεί πάντα την προϋπάρχουσα για υφαλοκρηπίδα. Επίσης, θυμίζουμε σε εκείνους που άκομψα ενίστανται, και για να μην μπερδευόμαστε, ότι η ΑΟΖ δεν αποτελεί τμήμα της επικράτειας ενός κράτους, και συνεπώς δεν πρόκειται για άσκηση κυριαρχίας, πολύ δε περισσότερο για παραχώρηση κυριαρχίας.
Το πρόβλημα
Όλη αυτή η εθνική προσπάθεια, που ξεκίνησε όταν οι σχέσεις μας με την Τουρκία ήταν σε καλό επίπεδο κατά την πρώτη περίοδο Ερντογάν, όταν η προτεραιότητα του Τούρκου ηγέτη ήταν η συντριβή της αντιπολίτευσης και γι’ αυτό χρειαζόταν ηρεμία στις εξωτερικές σχέσεις της Τουρκίας και την ευρωπαϊκή καλή μαρτυρία, απέκτησε χαρακτήρα επείγοντος ζητήματος στη συγκυρία των τελευταίων χρόνων. Η Τουρκία, εγκλωβισμένη σε μία σειρά από ανορθολογισμούς και σχετικές αποτυχίες, με μία κοινωνία περισσότερη διχασμένη από ποτέ και μια καχεκτική δημοκρατία, συμπεριφέρεται σαν περιστρεφόμενος δερβίσης σε έκσταση, με την εθνική στρατηγική της να είναι όμηρος μιας γενιάς αξιωματικών του Τουρκικού Πολεμικού Ναυτικού που έχουν καταληφθεί από αυτοκρατορικά σύνδρομα.
Η συμφωνία με την Ιταλία δεν λύνει το πρόβλημα της επιθετικότητας της τουρκικής πολιτικής και στρατιωτικής ηγεσίας. Είναι όμως η εξαιρετική αρχή μιας προσπάθειας που αν ευοδωθεί άμεσα, δεν θα αφήσει την Άγκυρα ούτε καν τα φαιδρά προσχήματα που χρησιμοποιεί (βλ. μνημόνιο Άγκυρας-Σαράζ).
Ο συμβολισμός της ελληνο-ιταλικής συμφωνίας είναι ισχυρός και τα μηνύματα ξεκάθαρα και αδιαμφισβήτητα. Σε στρατηγικό επίπεδο, η Αθήνα απαντά επί του χάρτη και με μια συντριπτική διεθνή πιστοποίηση της νομιμοποίησής της χωρίς να κλιμακώνει την ένταση που σταθερά προκαλεί η Τουρκική ηγεσία. Η μπάλα βρίσκεται σε ένα τερέν, όπου η Άγκυρα δεν έχει καμία ελπίδα, αυτό της νομιμότητας. Και γι’ αυτό ίσως γίνει πιο εριστική και επικίνδυνη από ποτέ!
* Ο Κώστας Υφαντής είναι Καθηγητής Διεθνών Σχέσεων, Πάντειο Πανεπιστήμιο.
O Μίλτος Σαρηγιαννίδης είναι Επίκουρος Καθηγητής Διεθνούς Δικαίου, Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης.