Ακρίβεια διαρκείας δείχνουν οι εκτιμήσεις της Κομισιόν για την πορεία των τιμών σε ρεύμα και φυσικό αέριο. Νοικοκυριά και επιχειρήσεις θα πρέπει να μάθουν να ζουν με υψηλές τιμές - με κάποια ενδεχομένως διαλείμματα- μέχρι τα μέσα του 2023, σύμφωνα με τις χειμερινές προβλέψεις της Επιτροπής.
Σε ειδική αναφορά για την ενεργειακή κρίση που περιλαμβάνει η σημερινή της έκθεση, η Κομισιόν αναφέρει ότι παρά την εκτιμώμενη σταθεροποίηση στην αγορά χονδρικής από το δεύτερο τρίμηνο και μετά, εντούτοις η κορύφωση για τις τιμές λιανικής στο φυσικό αέριο δεν αναμένεται να συμβεί πριν τα μέσα του 2022.
Επισημαίνει μάλιστα ότι ναι μεν οι τιμές στο φυσικό αέριο καταγράφουν αποκλιμάκωση, εντούτοις τα futures δείχνουν ότι ο πληθωρισμός που προκαλεί το φυσικό αέριο, ακόμη και αν οι τιμές αποκλιμακωθούν, θα παραμείνει σε υψηλά επίπεδα μέχρι και τα μέσα του 2023.
Στο μέτωπο του πετρελαίου, η έκθεση σημειώνει ότι η ακρίβεια στα καύσιμα, θα αρχίσει σταδιακά να εξασθενεί τους επόμενους 12 μήνες, τονίζοντας ότι τη σταθεροποίηση αυτή δείχνουν και τα συμβόλαια μελλοντικής εκπλήρωσης.
Στην έκθεση πάντως επισημαίνεται ότι τα παραπάνω αφορούν αφορά τον άμεσο αντίκτυπο της ανόδου των τιμών στα βασικά ενεργειακά προϊόντα στις τιμές καταναλωτή. Οι έμμεσες επιπτώσεις που επίσης επηρεάζουν τις πληθωριστικές εξελίξεις είναι πιθανό να παραμείνουν γύρω για περισσότερο.
Σε κάθε περίπτωση η αβεβαιότητα των παραπάνω προβλέψεων είναι μεγάλη. Σε συνδυασμό με τις υψηλές τιμές των δικαιωμάτων εκπομπής διοξειδίου άνθρακα, οι τιμές του φυσικού αερίου οδηγούν τις χρηματιστηριακές τιμές ηλεκτρισμού στα επίπεδα των 220 ευρώ/MWh, που ίσως μειωθούν προς τα 180 ευρώ/MWh τους επόμενους μήνες του 2022. Οι τιμές αυτές είναι τρεις φορές πιο υψηλές από τις τιμές τα τελευταία χρόνια.
Η εξέλιξη αυτή ως προς τις τιμές οφείλεται σε ανισορροπίες των αγορών φυσικού αερίου κατά την ανάκαμψη των οικονομιών μετά την COVID-19 αλλά και σε γεωπολιτικούς παράγοντες στην Ευρώπη, προκαλώντας παράλληλα προβλήματα στην πράσινη μετάβαση.
Μοναδική λύση για αποφυγή οικονομικών και κοινωνικών επιπτώσεων στα κράτη μέλη είναι η πολιτική επιδοτήσεων των λογαριασμών ενέργειας όλων των καταναλωτών, που ακολουθεί και η ελληνική κυβέρνηση.
Επίσης, στα πλεονέκτημα του μηχανισμού είναι ότι δεν επιβαρύνει τα δημοσιονομικά του κράτους, καθώς η χρηματοδότηση γίνεται από τα πλεονάσματα εσόδων των ΑΠΕ στις αγορές, λόγω των υψηλών τιμών, και τα έσοδα από τη δημοπράτηση των δικαιωμάτων εκπομπής διοξειδίου άνθρακα.
Παράλληλα, στα θετικά του μηχανισμού είναι ότι η μηνιαία αναπροσαρμογή γίνεται με βάση τη μεταβολή των τιμών και εξασφαλίζει ισοζύγιο εσόδων και δαπανών, ενώ επιστρέφουν στον καταναλωτή τα απροσδόκητα έσοδα, ώστε αυτός να πληρώνει τελικά το μέσο πραγματικό κόστος και όχι τις οριακές τιμές των αγορών.