Αν διατηρήσουμε το σημερινό ασφαλιστικό, θα πρέπει ένας ολοένα και μικρότερος πληθυσμός εργαζομένων να πληρώνει για τις συντάξεις ολοένα και περισσότερων συνταξιούχων, δηλαδή των γονέων και παππούδων τους. Άρα είτε όλο και περισσότερο θα αυξάνονται οι εισφορές, είτε όλο και περισσότερο θα μειώνονται οι συντάξεις.
Αντί για τις επώδυνες αυτές επιπτώσεις, μια πολύ καλύτερη λύση είναι οι εργαζόμενοι να αποταμιεύουν για τμήμα των μελλοντικών τους συντάξεων, μέσω του κεφαλαιοποιητικού πυλώνα, όπου η Ελλάδα είναι από τις λίγες χώρες-μέλη του ΟΟΣΑ που δεν τον έχει ακόμη υιοθετήσει. «Αυτό θα οδηγήσει σε υψηλότερες συντάξεις για το ίδιο ύψος εισφορών (δεδομένης της δημογραφικής συρρίκνωσης), θα αυξήσει τα κίνητρα για εργασία καθώς θα υπάρχει πιο άμεση σχέση μεταξύ εισφορών και μελλοντικών συντάξεων, ενώ η ιδιωτική αποταμίευση στον κεφαλαιοποιητικό πυλώνα θα μπορεί να επιδοτηθεί μέχρι ένα ανώτατο όριο με φορολογικά κίνητρα, όπως συμβαίνει και σε άλλες χώρες», σημειώνει στο liberal.gr o Δημήτρης Βαγιανός, ένας εκ των συντακτών της έκθεσης Πισσαρίδη.
Ο καθηγητής χρηματοοικονομικών του London School of Economics εξηγεί επίσης γιατί πρέπει να μειωθούν οι φόροι στην εργασία, αλλά και για το στοίχημα των αλλαγών στη δημόσια διοίκηση, δεδομένων των αντιστάσεων και συμφερόντων που υπάρχουν. Θεωρεί ότι σε αντίθεση με το παρελθόν, τούτη τη φορά υπάρχουν πολύ μεγαλύτερες πιθανότητες υλοποίησης μεταρρυθμίσεων, όπως οι προτάσεις της επιτροπής Πισσαρίδη. Είναι ότι το όλο εγχείρημα έχει ισχυρή στήριξη από τον πρωθυπουργό και πολλά κυβερνητικά στελέχη, καθώς επίσης τα χρήματα που θα εισρεύσουν από τα ευρωπαϊκά ταμεία, για την εκταμίευση μάλιστα των οποίων η Ευρώπη έχει θέσει ως προαπαιτούμενο την υλοποίηση μεταρρυθμίσεων.
Συνέντευξη στον Βασίλη Γέωργα
To βασικό ερώτημα μετά και την δημοσιοποίηση της έκθεσης Πισσαρίδης είναι κατά πόσο θα ευτυχήσετε να τις δείτε να υλοποιούνται ή θα έχουν την τύχη της «ασφαλιστικής μεταρρύθμισης Γιαννίτση» ; Είναι σε θέση η κυβέρνηση να κάνει τέτοιες ρηξικέλευθες τομές, να εφαρμόσει τέτοιες πολιτικές όπως αυτές που προτείνει η έκθεση;
Πράγματι, αξιόλογες μελέτες στο παρελθόν δεν είχαν εφαρμοστεί εξαιτίας πολιτικών αντιδράσεων. Ένας ευνοϊκός παράγοντας στην παρούσα συγκυρία είναι τα χρήματα που αναμένεται να εισρεύσουν στη χώρα από τα ευρωπαϊκά ταμεία. Τα χρήματα αυτά μπορούν να λειτουργήσουν ως καταλύτες, καθώς μεταρρυθμίσεις είναι ευκολότερο να πραγματοποιηθούν όταν υπάρχει χρηματοδότηση, αλλά και οι ευρωπαϊκοί θεσμοί έχουν θέσει την πραγματοποίηση μεταρρυθμίσεων ως προαπαιτούμενο για την εκταμίευση των χρημάτων. Ένας ακόμα ευνοϊκός παράγοντας είναι ότι η έκθεση και το όλο εγχείρημα έχει ισχυρή στήριξη από τον Πρωθυπουργό και πολλά κυβερνητικά στελέχη.
Είναι βέβαια σημαντικό να διαμορφωθούν ευρύτερες συναινέσεις για τα μέτρα που προτείνουμε, τόσο από τα πολιτικά κόμματα όσο και από τους κοινωνικούς εταίρους και φορείς. Οι πρώτες αντιδράσεις των κοινωνικών εταίρων μου φάνηκαν πολύ ενθαρρυντικές και εποικοδομητικές. Ελπίζω και τα κόμματα της αντιπολίτευσης να παίξουν εποικοδομητικό ρόλο. Θα είναι καλό να υπάρχει τουλάχιστον μια γενική συμφωνία μεταξύ των περισσότερων πολιτικών κομμάτων ως προς το ποια είναι τα βασικά προβλήματα στην ελληνική οικονομία, τα οποία η έκθεση τεκμηριώνει στο Κεφάλαιο 1. Η όποια κριτική θα μπορεί τότε να εστιαστεί στο αν υπάρχουν καλύτερες λύσεις για τα προβλήματα αυτά από τις λύσεις που προτείνονται στην έκθεση.
Βασικό κεφάλαιο της έκθεσης είναι η μείωση των φόρων στην μισθωτή εργασία. Κάποιοι ακόμη και εντός κυβέρνησης υποστηρίζουν ότι αυτοί που πρέπει να μειωθούν είναι οι φόροι στην κατανάλωση, όπως ο ΦΠΑ, προκειμένου να πάρει μπροστά η οικονομία. Γιατί αντί για τους φόρους στην κατανάλωση, είναι τόσο σημαντικό να μειωθούν οι φόροι στην μισθωτή εργασία;
Η μείωση των φόρων στην εργασία είναι κομβική για την αύξηση της παραγωγικότητας. Οι υψηλοί φόροι στην εργασία, και ιδιαίτερα τη μισθωτή, καθιστούν δύσκολο για τις επιχειρήσεις να προσφέρουν ανταγωνιστικούς μισθούς, καθώς μεγάλο τμήμα του ποσού που καταβάλλουν πηγαίνει στο κράτος. Αυτό δυσκολεύει την προσέλκυση στελεχών με υψηλές δεξιότητες, οδηγώντας τους σε δραστηριότητες με χαμηλότερη παραγωγικότητα ή και στο εξωτερικό.
Οι υψηλοί φόροι στην εργασία είναι επίσης ένα επιπλέον κίνητρο για τις επιχειρήσεις να παραμένουν μικρές, καθώς έτσι μπορούν να φοροδιαφεύγουν πιο εύκολα. Το μικρό μέγεθος των επιχειρήσεων καθιστά οικονομικά ασύμφορες την υιοθέτηση καινοτόμων μεθόδων παραγωγής, τη μείωση του λειτουργικού κόστους, και την εξαγωγική δραστηριότητα.
Η μείωση των φόρων στην κατανάλωση δεν έχει αντίστοιχα πλεονεκτήματα. Η κατανάλωση στην ελληνική οικονομία είναι πολύ υψηλότερο ποσοστό του ΑΕΠ από τον ευρωπαϊκό μέσο (68% το 2019 έναντι 53% στον μέσο όρο της Ευρωπαϊκής Ένωσης). Δεν υπάρχει λόγος να ενθαρρυνθεί. Είναι αντίθετα σημαντικό να ενθαρρυνθεί η αποταμίευση, η οποία είναι πολύ χαμηλή στη χώρα. Να τονίσω επίσης ότι με τη φορολογική μεταρρύθμιση που προτείνουμε, η κατανάλωση θα αυξηθεί και αυτή σταδιακά καθώς θα υπάρχει ταχύτερη αύξηση του ΑΕΠ.
Ετερο σημαντικό κεφάλαιο είναι η ασφαλιστική μεταρρύθμιση. Αν δεν αλλάξει το σημερινό μοντέλο, το οποίο επίσης προασπίζονται αρκετοί, ακόμη και εντός κυβέρνησης, θα είμαστε σε θέση σε 20 χρόνια από σήμερα να δίνουμε συντάξεις;
Η μετάβαση σε ασφαλιστικό σύστημα με κεφαλαιοποιητικό πυλώνα είναι μονόδρομος, ιδιαίτερα σε μια χώρα σαν την Ελλάδα που αντιμετωπίζει δημογραφική συρρίκνωση. Με το σημερινό σύστημα, θα πρέπει ένας όλο και μικρότερος πληθυσμός εργαζομένων να πληρώνει για τις συντάξεις των γονέων και παππούδων τους. Επομένως ή θα πρέπει οι εισφορές όλο και να αυξάνονται, με τις αρνητικές συνέπειες για την παραγωγικότητα που περιέγραψα παραπάνω (καθώς οι εισφορές είναι μια μορφή φόρου στην εργασία), ή θα πρέπει οι συντάξεις όλο και να μειώνονται. Μια πολύ καλύτερη λύση είναι οι εργαζόμενοι να αποταμιεύουν για τμήμα των μελλοντικών τους συντάξεων. Αυτό θα οδηγήσει σε υψηλότερες συντάξεις για το ίδιο ύψος εισφορών (δεδομένης της δημογραφικής συρρίκνωσης). Θα αυξήσει επίσης τα κίνητρα για εργασία καθώς θα υπάρχει πιο άμεση σχέση μεταξύ εισφορών και μελλοντικών συντάξεων. Η ιδιωτική αποταμίευση στον κεφαλαιοποιητικό πυλώνα θα μπορεί να επιδοτηθεί μέχρι ένα ανώτατο όριο με φορολογικά κίνητρα, όπως συμβαίνει και σε άλλες χώρες.
Σχεδόν όλες οι χώρες του ΟΟΣΑ έχουν εισάγει κεφαλαιοποιητικό πυλώνα. Το σύνολο του ενεργητικού των κεφαλαιοποιητικών προγραμμάτων σύνταξης είναι 50% του ΑΕΠ στον μέσο όρο των χωρών του ΟΟΣΑ, και μόλις 1% για την Ελλάδα – η οποία μάλιστα έχει περισσότερη ανάγκη από κεφαλαιοποιητικό πυλώνα εξαιτίας του δημογραφικού της προβλήματος. Είναι λυπηρό να απαξιώνεται μια απαραίτητη μεταρρύθμιση με επικοινωνιακούς όρους όπως «ασφαλιστικό Πινοσέτ». Να τονίσω επίσης ότι ο κεφαλαιοποιητικός πυλώνας δεν σημαίνει απαραίτητα ότι ιδιωτικές εταιρείες θα διαχειρίζονται τις αποταμιεύσεις, καθώς μπορεί να δοθεί επιλογή στους εργαζόμενους να αποταμιεύουν και μέσω δημόσιου ταμείου, όπως προτείνουμε στην έκθεση. Δημόσια ταμεία παίζουν σημαντικό ρόλο στη λειτουργία του κεφαλαιοποιητικού πυλώνα σε άλλες χώρες.
Ο κεφαλαιοποιητικός πυλώνας θα πρέπει βέβαια να συνυπάρχει με τον αναδιανεμητικό πυλώνα. Το αναδιανεμητικό τμήμα της σύνταξης θα πρέπει μεταξύ άλλων να παρέχει μια ελάχιστη σύνταξη στα νοικοκυριά που δεν έχουν αποταμιεύσει αρκετά στη ζωή τους.
Εκτενή μνεία κάνει η έκθεση στο Δημόσιο, έναν από τους μεγάλους πάσχοντες της ελληνικής οικονομίας. Πόσο εύκολο είναι να μετασχηματιστεί η δημόσια διοίκηση, να αναβαθμιστεί το ΑΣΕΠ, να καθιερωθεί Γενικός Γραμματέας μόνιμης θητείας και όχι πολιτικό πρόσωπο;
Η μεταρρύθμιση στη δημόσια διοίκηση είναι δύσκολο στοίχημα, δεδομένων των αντιστάσεων και συμφερόντων που υπάρχουν. Ωστόσο, σημαντικές μεταρρυθμίσεις έχουν γίνει στο παρελθόν, όπως η θεσμοθέτηση του ΑΣΕΠ. Αλλά και η παρούσα κυβέρνηση έχει δείξει καλά δείγματα γραφής στον τομέα αυτό, όπως η μεταφορά αρμοδιοτήτων στους υψηλόβαθμους δημόσιους υπαλλήλους από τους πολιτικούς τους προϊστάμενους, η θεσμοθέτηση της Επιτροπής Αξιολόγησης Νομοπαρασκευαστικού Έργου, η ταχεία πρόοδος στην ψηφιοποίηση, κλπ. Οπότε υπάρχει περιθώριο αισιοδοξίας ότι βαθιές τομές στη δημόσια διοίκηση σαν αυτές που προτείνουμε στην έκθεση μπορούν να πραγματοποιηθούν.