Του Προκόπη Χατζηνικολάου
Η μείωση της φορολογίας φαίνεται ότι οδηγεί στην αύξηση των δημοσίων εσόδων. Είναι ενδεικτικό ότι η μείωση του ΕΝΦΙΑ κατά 22% μεσοσταθμικά είχε ως αποτέλεσμα την αύξηση των εσόδων του προϋπολογισμού που επέτρεψε στην κυβέρνηση να διανείμει σε ευαίσθητες κοινωνικά ομάδες περί τα 175 εκατ. ευρώ.
Μάλιστα, κορυφαίο στέλεχος του υπουργείου Οικονομικών, αναλύοντας τα στοιχεία εκτέλεσης του προϋπολογισμού, μίλησε για την αύξηση της εισπραξιμότητας στον ΕΝΦΙΑ εκτιμώντας ότι στο σύνολο του έτους θα εισέλθουν στον κρατικό κορβανά 150 εκατ. ευρώ παραπάνω σε σχέση με τις εκτιμήσεις. Συγκεκριμένα, απο 2,54 δισ. ευρώ, τα έσοδα από τον ΕΝΦΙΑ θα φθάσουν τα 2,7 δισ. ευρώ. Ουσιαστικά η μείωση αυτή οδήγησε τα μεσαία και χαμηλά εισοδηματικά στρώματα να πληρώσουν στην ώρα τους τον ΕΝΦΙΑ χωρίς να χρειασθούν να ενταχθούν σε κάποια ρύθμιση ή να τα αφήσουν απλήρωτα και να καταλήξουν στη δεξαμενή των ληξιπρόθεσμων οφειλών. Επί της ουσίας η μείωση του ΕΝΦΙΑ δεν κόστισε στον προϋπολογισμό.
Πολύ καλές επιδόσεις εμφανίζουν και οι εισπράξεις από ΦΠΑ, γεγονός το οποίο συνδέεται τόσο με την επιτάχυνση του ρυθμού ανάπτυξης, όσο και με τις μετατάξεις προϊόντων και υπηρεσιών από υψηλότερους σε χαμηλότερους συντελεστές.
Σύμφωνα με τον υπουργό Οικονομικών Χρ. Σταικούρα αποτέλεσμα της πολιτικής της κυβέρνησης είναι ότι ενώ μειώθηκε ο ΕΝΦΙΑ κατά 22%, αυξήθηκε η εισπραξιμότητα του από το 80% στο 85%», ενώ ανέφερε στην ομιλία του στη Βουλή, ότι σημαντική ήταν η αύξηση στα έσοδα από ΦΠΑ. Βασικός παράγοντας για την βελτίωση της εισπραξιμότητας ήταν η αλλαγή του οικονομικού κλίματος και, ιδίως για την περίπτωση του ΕΝΦΙΑ, η μείωση των φορολογικών συντελεστών.
Η συνταγή των προηγούμενων χρόνων, κυρίως των δύο τελευταίων του ΣΥΡΙΖΑ, όπου τα νοικοκυριά και οι επιχειρήσεις φορτώθηκαν με 9 δισ. ευρώ νέα μέτρα λιτότητας, κυρίως μέσω της αύξησης άμεσων και έμμεσων φόρων, διόγκωσε τις ληξιπρόθεσμες οφειλές του κράτους.
Δεν είναι άλλωστε λίγες οι φορές που η Τράπεζα της Ελλάδος έχει επισημάνει ότι η δημοσιονομική προσαρμογή, ιδίως τα τελευταία χρόνια, στηρίχθηκε στη πολύ υψηλή φορολογία (συμπεριλαμβανομένων των υψηλών εισφορών στην κοινωνική ασφάλιση), η οποία αποθαρρύνει την εργασία και τις επενδύσεις και αυξάνει τον άτυπο τομέα της οικονομίας.
Δυστυχώς τα προηγούμενα χρόνια η Ελλάδα αποτέλεσε παράδειγμα προς αποφυγήν για πολλές χώρες με την πρακτική της να φορολογεί επιθετικά τόσο την εργασία όσο και τα ακίνητα.
Η συνταγή όμως αλλάζει. Ήδη στο φορολογικό νομοσχέδιο που ψηφίσθηκε πριν από 10 ημέρες αλλά και στον προϋπολογισμό προβλέπονται ελαφρύνσεις ύψους 1,2 δισ. ευρώ.
Συγκεκριμένα μειώνονται οι συντελεστές φορολόγησης των νοικοκυριών και των ελευθέρων επαγγελματιών εξέλιξη που είναι εξαιρετικά πιθανόν να οδηγήσει σε σημαντική αύξηση των εσόδων.
Ταυτόχρονα έχουν ήδη μειωθεί οι συντελεστές φορολόγησης των επιχειρήσεων στο 24% από 28% καθώς οφόρος επι των μερισμάτων. Αυτό που διαπιστώθηκε τα προηγούμενα χρόνια από την υπεροφορολόγηση των επιχειρήσεων είναι ότι οι περισσότερες ήταν ζημιογόνες. Σύμφωνα με τα τελευταία στατιστικά στοιχεια. Ειδικότερα: Φορολογητέα κέρδη ύψους 13,36 δισ. ευρώ δήλωσαν το 2018 (κέρδη 2017) στην εφορία 255.018 επιχειρήσεις και πλήρωσαν φόρους ύψους 3,89 δισ. ευρώ. Ωστόσο, από το σύνολο των επιχειρήσεων 100.018 ήταν ζημιογόνες, ενώ 62.255 δήλωσαν μηδενικά κέρδη. Επί της ουσίας οι υπόλοιπες 91.745 επωμίστηκαν τους φόρους ύψους 3,89 δισ. ευρώ ή διαφορετικά κάθε μία επιχείρηση πλήρωσε 42.500 ευρώ στην εφορία.
1. Φορολογητέα κέρδη έως 150.000 ευρώ δήλωσαν στην εφορία 82.831 επιχειρήσεις οι οποίες πλήρωσαν φόρο ύψους 603 εκατ. ευρώ.
2. Από 150.000 έως 300.000 ευρώ δήλωσαν στην εφορία 4.173 επιχειρήσεις με το φόρο να φθάνει στα 253,8 εκατ. ευρώ
3. Από 300.000 έως90.000 ευρώ δήλωσαν στην εφορία 3.182 επιχειρήσεις και ο φόρος που κατέβαλαν ανήλθε στα 458 εκατ. ευρώ
4. Φορολογητέα κέρδη από 900.000 και πάνω δήλωσαν στην εφορία 1.559 επιχειρήσεις πληρώνοντας 2,55 δισ. ευρώ. Ουσιαστικά το 0,6% του συνόλου των επιχειρήσεων πλήρωσε το 65,5% του συνολικού φόρου.