Το κυνήγι του σκύλου με τη γάτα, των παιδικών παραμυθιών, συναντάται και στον ενήλικο βίο μας, όπου στη θέση της γάτας βρίσκονται οι επιχειρήσεις και στη θέση του σκύλου οι φορολογικές αρχές απανταχού της γης. Οι επιχειρήσεις προσπαθούν να εξασφαλίσουν όσο το δυνατόν πλουσιότερα μερίσματα για τους μετόχους τους, ενώ αντίθετα οι κυβερνήσεις προσπαθούν να διεκδικήσουν, ολοένα και υψηλότερα φορολογικά έσοδα ώστε να αποκτήσουν μεγαλύτερη δύναμη και να ασκήσουν τις πολιτικές τους.
Διότι ας μην γελιόμαστε. Οι κυβερνήσεις είναι δυνατές, εφ’ όσον έχουν στη διάθεση τους, πόρους προς διανομή, στους πολίτες και ψηφοφόρους τους. Και αυτοί οι πόροι δεν είναι άλλοι, από τα φορολογικά έσοδα. Αλλά και οι διοικήσεις των επιχειρήσεων κρίνονται, από τη δυνατότητα τους να προσφέρουν όχι μόνο εταιρική ανάπτυξη, αλλά μερίσματα και υπεραξίες στους μετόχους τους και στο ευρύ επενδυτικό κοινό, όπως είναι οι ιδιώτες επενδυτές, οι θεσμικοί επενδυτές, οι ασφαλιστικοί οργανισμοί και τα συνταξιοδοτικά ταμεία.
Η απόφαση των υπουργών Οικονομικών του G7, δηλαδή των ΗΠΑ, της Ιαπωνίας, του Ηνωμένου Βασιλείου, του Καναδά, της Γαλλίας, της Γερμανίας και της Ιταλίας για την επιβολή ενός ελάχιστου εταιρικού φόρου 15%, δεν αποτελεί έκπληξη. Η κυβέρνηση Μπάιντεν που έχει εξαγγείλει ότι σκοπεύει να αυξήσει τον εταιρικό φόρο των αμερικανικών εταιρειών στο 28%, ώστε να προβεί στην εκτέλεση ενός κολοσσιαίου αναπτυξιακού προγράμματος στις ΗΠΑ, πίεζε εδώ και μήνες προς αυτήν την κατεύθυνση.
Έτσι οι συζητήσεις του G7, είχαν ξεκινήσει από το ανεδαφικό 21% για να καταλήξουν στο ρεαλιστικότερο 15%. Που στοχεύει αυτή η ρύθμιση; «Θεωρητικά» στοχεύει στην φορολόγηση των 100 μεγαλύτερων πολυεθνικών εταιρειών και κυρίως αυτών που δραστηριοποιούνται στην ψηφιακή τεχνολογία, που μεταφέρουν τα κέρδη τους από τις χώρες που δραστηριοποιούνται σε χώρες χαμηλού ή και μηδενικού φορολογικού συντελεστή εταιρικής κερδοφορίας.
Και τοποθετώ την λέξη «θεωρητικά» μέσα σε εισαγωγικά, διότι οι θιασώτες των κρατικών παρεμβάσεων και των φορολογικά «λαίμαργων κυβερνήσεων», όπως για παράδειγμα είναι η Γαλλία, δια στόματος του υπουργού Οικονομικών Μπρούνο Λε Μερ, δήλωσε ότι θα αγωνιστεί για να διασφαλίσει ότι ο ελάχιστον αυτός εταιρικός συντελεστής θα γίνει όσο το δυνατόν υψηλότερος.
Δηλαδή είναι σαφές, ότι υπάρχουν δυο εντελώς διαφορετικές προσεγγίσεις. Η πρώτη είναι αυτή της «ρεαλιστικότερης φορολόγησης» και της πάταξης της φοροαποφυγής, που γίνεται μέσω άυλων πηγών, όπως είναι οι πατέντες λογισμικού και τα δικαιώματα πνευματικής ιδιοκτησίας. Και η δεύτερη είναι η αφαίμαξη των κερδών της επιχειρηματικότητας, προς όφελος των κυβερνήσεων.
Με δεδομένο, ότι αρκετές χώρες στήριξαν την οικονομική τους ανάπτυξη στην υιοθέτηση χαμηλών εταιρικών φόρων, θα υπάρξουν σημαντικές ανατροπές, στη μεγάλη γεωπολιτική και οικονομική σκακιέρα. Χώρες που στήριξαν, αλλά και στηρίχθηκαν από τους ψηφιακούς κολοσσούς, ή που προσέφεραν ένα οικοσύστημα φιλικό στις πατέντες και την πνευματική ιδιοκτησία, θα έρθουν αντιμέτωπες με την πλήρη ανατροπή του μοντέλου ανάπτυξης τους. Παράλληλα, οι χώρες με μηδενικούς φορολογικούς συντελεστές θα μετατραπούν σε χώρες χωρίς έσοδα και ανάπτυξη. Αντίθετα οι χώρες της G7, θα βγουν ωφελημένες, αφού πλέον θα διαθέτουν τους αναγκαίους πόρους, προκειμένου να πραγματοποιούν κρίσιμες επενδύσεις στον χώρο των υποδομών και της ενέργειας, αλλά και να ξεδιπλώνουν τις κοινωνικές πολιτικές τους.
Θα επηρεάσει αυτή η απόφαση τις αγορές και τα χρηματιστήρια; Ασφαλώς και ναι. Μετά την απόφαση για την αύξηση της φορολόγησης των υπεραξιών επί των μετοχικών κερδών στις ΗΠΑ, που δύσκολα το έχει «χωνέψει» η επενδυτική κοινότητα στις ΗΠΑ, ο νέος φόρος έρχεται να ανατρέψει το υπάρχον χρηματιστηριακό καθεστώς. Υψηλότεροι φόροι, σημαίνουν μικρότερη τελική κερδοφορία και λιγότερα μερίσματα για τους μετόχους. Υψηλότεροι φόροι, σημαίνουν χαμηλότερα περιθώρια κέρδους για τις επιχειρήσεις. Και φυσικά σημαίνουν, μικρότερη δυνατότητα εταιρικής ανάπτυξης.
Ως αποτέλεσμα, στις αγορές θα υπάρξουν χαμηλότερες προσδοκίες. Επομένως θα υπάρξει ένα γενικότερος επαναπροσδιορισμός και επανυπολογισμός των αριθμοδεικτών, των αποδόσεων και των αποτιμήσεων των εταιρειών. Εφ’ όσον τα πάνω από $ 200δισ. - που σύμφωνα με τον ΟΟΣΑ χάνονται σήμερα ως φορολογικά έσοδα - «συλληφθούν» και καταβληθούν ως φόροι, εύκολα αντιλαμβανόμαστε ότι θα χαθούν από κάπου. Και θα χαθούν από τους ισολογισμούς των εταιρειών και τις τσέπες των μετόχων τους.
Θα πρέπει να σημειωθεί ότι από την κίνηση της G7, θα πληγούν περισσότερο οι αμερικανικές επιχειρήσεις και λιγότερο ή σχεδόν καθόλου οι αντίστοιχες ευρωπαϊκές που ήδη φορολογούνται με υψηλότερους συντελεστές.
Η υιοθέτηση του ενιαίου ελάχιστου φορολογικού συντελεστή, δεν σημαίνει απαραίτητα, την εναρμόνιση των φορολογικών συστημάτων. Επομένως οποιαδήποτε κυβέρνηση, θα μπορεί με ευκολία να ξεπερνάει τον σκόπελο του 15%. Πώς; Προβαίνοντας σε ρυθμίσεις λογιστικού και φορολογικού χαρακτήρα, θα μπορεί να «συμβάλει» στη μείωση των κερδών των εταιρειών, εντός των ισολογισμών τους και των αποτελεσμάτων χρήσεως. Με αποτέλεσμα, όσες εταιρείες δραστηριοποιούνται εντός του συγκεκριμένου φορολογικού και ρυθμιστικού καθεστώτος, να εμφανίζουν σημαντικά χαμηλότερα κέρδη, προς φορολόγηση.