«Αγόρασε τώρα, πλήρωσε αργότερα». Η τάση που για πολλά χρόνια κυριάρχησε μέσω της χρήσης πιστωτικών καρτών, σήμερα περνάει σε ψηφιακό περιβάλλον. Οι πιστωτικές αποτελούσαν παγκοσμίως το βασικό εργαλείο για αγορές με δόσεις με αποτέλεσμα να αναπτυχθεί πολύ μεγάλος ανταγωνισμός μεταξύ των τραπεζών. Τον ίδιο ανταγωνισμό αλλά σε πολύ μεγαλύτερα μεγέθη ετοιμάζονται να αντιμετωπίσουν οι γίγαντες των ηλεκτρονικών πληρωμών.
Η απόφαση της Apple να συνεργαστεί με την Goldman Sachs για να δώσει τη δυνατότητα στους χρήστες της να κάνουν αγορές με δόσεις μέσω του κινητού τους τηλεφώνου τάραξε τα νερά στην… ψηφιακή πιάτσα. Λίγο μετά το σχετικό δημοσίευμα του Bloomberg όλες οι μετοχές των τεχνολογικών εταιρειών που δραστηριοποιούνται στο συγκεκριμένο κλάδο δέχθηκαν μεγάλες πιέσεις. Δεν είναι και λίγο να σε κοντράρει η μεγαλύτερη επιχείρηση του πλανήτη (Apple) και να συνεργάζεται μάλιστα με την εμβληματική αμερικανική τράπεζα Goldman Sachs.
Η Affirm που είναι εισηγμένη στον Nasdaq είδε τη μετοχή της να υποχωρεί έως και άνω του 14%, ενώ μεγάλες πιέσεις δέχθηκε και η αυστραλιανή Afterpay στο χρηματιστήριο του Σίδνεϋ. Σημειώνεται ότι το μεγαλύτερο μέρος των κερδών της Afterpay προέρχεται από τις ΗΠΑ γιατί στην αμερικανική αγορά μέχρι πρότινος δεν είχε αντίπαλο. Τώρα όμως μπαίνει στον ανταγωνισμό η Apple, που είναι περίπου 160 φορές μεγαλύτερη από την Affirm και 90 φορές μεγαλύτερη από την Afterpay.
Επίσης, η Apple είναι η εταιρεία με τη μεγαλύτερη αξία στον κόσμο καθώς χθες η κεφαλαιοποίησή της έφτασε στα 2,48 τρισ. δολάρια. Είναι επίσης η βασίλισσα των ηλεκτρονικών πληρωμών μέσω του Apple Pay, της εφαρμογής που μετράει πάνω από 510 εκατομμύρια χρήστες παγκοσμίως. Η Goldman είναι η τράπεζα που θα αναλάβει το κομμάτι των δανείων αφού η πληρωμή με δόσεις είναι δάνειο.
Η κίνηση της Apple έχει ξεκάθαρο προσανατολισμό. Μέσα στα επόμενα χρόνια εκτιμάται ότι η συντριπτική πλειοψηφία των συναλλαγών παγκοσμίως θα γίνεται μέσω των κινητών τηλεφώνων. Ήδη, η τάση εμφανίζει σημάδια έκρηξης εξαιτίας των περιορισμών στις μετακινήσεις. Μέσα στο περασμένο έτος 92,3 εκατομμύρια Αμερικανοί έκαναν τουλάχιστον μία πληρωμή μέσω κινητού τηλεφώνου, ενώ το 2021 προβλέπεται ότι οι χρήστες των mobile πληρωμών θα φτάσουν τα 101,2 εκατομμύρια.
Την ίδια ώρα υπάρχουν αναλύσεις που δείχνουν ότι μέχρι το 2025 πάνω από τους μισούς ανθρώπους που θα διαθέτουν κινητό τηλέφωνο θα κάνουν mobile πληρωμές. Οι έρευνες μάλιστα δείχνουν ότι ακόμη και σε ό,τι αφορά τις αγορές σε φυσικά καταστήματα και όχι online, ο αριθμός των καταναλωτών που επιλέγουν να πληρώσουν μέσω του κινητού τους αυξάνεται με εντυπωσιακό ρυθμό.
Γιατί όμως μπαίνουν τώρα στο παιχνίδι των δόσεων κολοσσοί όπως η Apple, η Goldman Sachs και η Paypal; Σύμφωνα με εκτιμήσεις των ειδικών, η αγορά των mobile πληρωμών θα σημειώσει περαιτέρω ανάπτυξη της τάξης του 24% φέτος για να φτάσει συνολικά στα 2,4 τρισ. δολάρια. Γίνεται αντιληπτό πως όλες οι μεγάλες εταιρείες του κλάδου θέλουν να αξιοποιήσουν την ευκαιρία και η δυνατότητα δόσεων αποτελεί ένα κίνητρο για την προσέλκυση πελατών.
Στη μεγαλύτερη αγορά του πλανήτη όσον αφορά την υιοθέτηση των mobile πληρωμών, που δεν είναι άλλη από την Κίνα, κυριαρχεί σαφώς η Alipay του περιβόητου Τζακ Μα. Όμως η Apple Pay κυριαρχεί σχεδόν σε όλες τις αγορές, σε όλους τους κλάδους και σε κάθε… γωνιά του διαδικτύου. Ηγείται στις ΗΠΑ, στη Μ. Βρετανία και σε άλλες 154 χώρες, ενώ η Alipay «κερδίζει» μόνο στην Κίνα, στην Ταϊβάν, στη Νότια Κορέα, στο Χονγκ Κονγκ, στην Καμπότζη και στο Λάος.
Η εξαιρετικά δημοφιλής στις ΗΠΑ, Afterpay, δίνει τη δυνατότητα στους χρήστες της εφαρμογής να εξοφλήσουν το ποσό των αγορών τους σε 4 δόσεις και σε διάστημα 6 εβδομάδων, εντελώς άτοκα και χωρίς καμία επιβάρυνση. Η αμερικανική Affirm προσφέρει τρία διαφορετικά πακέτα αγορών. Το ένα αφορά σε 3 άτοκες μηνιαίες δόσεις και τα υπόλοιπα δύο δίνουν τη δυνατότητα 6 και 12 μηνιαίων δόσεων με τελικό επιτόκιο 15%. Η PayPal δίνει τη δυνατότητα στους χρήστες της να «σπάσουν» τις αγορές τους σε εκατομμύρια online καταστήματα, σε 4 άτοκες δόσεις, οι οποίες ωστόσο δεν είναι μηνιαίες όπως έχουμε συνηθίσει στην Ελλάδα αλλά μία δόση ανά δύο εβδομάδες.